fbpx
«Βαμπίρ: Μελάνι και αίμα στην οθόνη» της Μάριον Χωρεάνθη

«Βαμπίρ: Μελάνι και αίμα στην οθόνη» της Μάριον Χωρεάνθη

Όταν πληροφορήθηκα για πρώτη φορά την υπόθεση των βιβλίων και των ταινιών του περιβόητου έπους Λυκόφως, θα ’παιρνα όρκο πως μου έκαναν πλάκα. Αλλά όχι: αν και η εικόνα ενός… χορτοφάγου βρικόλακα που δεν τον πειράζει ο ήλιος και το μοναδικό του ιδιαίτερο γνώρισμα είναι ότι… λαμπυρίζει, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της παρωδίας, η πικρή αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για άλλη μια απόπειρα διακωμώδησης του βαμπιρικού μύθου – τουλάχιστον όπως εμείς «του παρελθόντα αιώνα» τον ξέραμε από τον διαχρονικά απαράκαμπτο Νοσφεράτου, τις πολυάριθμες ενσαρκώσεις του Δράκουλα από τον Κρίστοφερ Λι (ή έστω τη «σινεφίλ» εκδοχή του από τον Κόπολα), το αισθησιακό Αίμα και πάθος του Τόνι Σκοτ και την αιρετική για το είδος Συνέντευξη με έναν βρικόλακα του Νιλ Τζόρνταν, από το ομότιτλο μυθιστόρημα της Αν Ράις.

Τα βαμπίρ της δικής μας εφηβείας ήταν γεννήματα αποκλειστικά της νύχτας, όντα των ίσκιων και του φόβου, αιμοβόρα και αδίστακτα – και όποτε αφήνονταν να παρασυρθούν από ανθρώπινα πάθη, κατέληγαν να σπείρουν τον όλεθρο ή/και να αυτοκαταστραφούν. Τότε που ακόμα η τέχνη της εικόνας δεν εξαναγκαζόταν να υπακούει σε αποστειρωμένους ευφημισμούς, οι «απέθαντοι» της οθόνης δεν δίσταζαν να δείξουν κυριολεκτικά τα δόντια τους. Κι αυτή ίσα ίσα ήταν η γοητεία τους: η απροκάλυπτη, ανενδοίαστη και αμεταμέλητη τερατώδης πλευρά τους, που μοιραία στο τέλος επικρατούσε ή άφηνε πίσω της σημάδια ανεξίτηλα, διαιωνίζοντας την ποιητική αλληγορία του αθέατου κινδύνου που ενεδρεύει στις σκοτεινές γωνιές της ορθολογικής μας, πληκτικά προβλέψιμης καθημερινότητας.

Ο βρικόλακας –ο νεκραναστημένος, που επιστρέφει απ’ τον Κάτω Κόσμο για να κλείσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή και τους ζωντανούς– υπήρχε ανέκαθεν στις λαϊκές παραδόσεις του κόσμου. Στην Ελλάδα τον συναντάμε με διάφορες ονομασίες (βουρβούλακας, καταχανάς) και μορφές ανά περιοχή, με επικρατέστερη την περιγραφή του ως κακάσχημου τέρατος με παραμορφωμένο σώμα και πρόσωπο. Ακριβοθώρητα στη λογοτεχνία της χώρας μας, τα βαμπίρ σπάνια κατέχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αν και εμφανώς επηρεασμένα από το γοτθικό στοιχείο, τα διηγήματα του Ιωάννη Κονδυλάκη «Ο βρυκόλακας» και «Ο σιωπηλός» (τέλη 19ου αιώνα), καθώς και το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου Η κερένια κούκλα (1911), υπαινίσσονται μάλλον παρά ενστερνίζονται τη σχετική μυθολογία, εστιάζοντας στις συμβολικές της συνδηλώσεις. Η κερένια κούκλα μεταφέρθηκε δυο φορές στον κινηματογράφο, το 1916 από τον Μιχαήλ Γλυτσό και το 1958 από τον Μαυρίκιο Νόβακ, ενώ έγινε τηλεοπτική σειρά από τον Ερμή Βελόπουλο (1987) και όπερα από τον συνθέτη Τάσο Ρωσόπουλο, σε λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου (2019).

Η πρώτη «επίσημη» (και παραγνωρισμένη) λογοτεχνική καταγραφή βρικόλακα παρουσιάζεται το 1819, στο διήγημα με τον τίτλο «Vampyre» του Τζον Γουίλιαμ Πολιντόρι, στενού φίλου και προσωπικού γιατρού του λόρδου Βύρωνα (στου οποίου το προγενέστερο ποίημα «The Giaour», εμπνευσμένο από επίσκεψή του στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, διακρίνονται ήδη ψήγματα ενδιαφέροντος για τα βαμπίρ). Περίπου ογδόντα χρόνια, επομένως, πριν ο Ιρλανδός συγγραφέας Μπραμ Στόκερ –αντλώντας στοιχεία από τον αιματοβαμμένο θρύλο του Ρουμάνου ηγεμόνα Βλαντ Τσέπες (ιστορικού προσώπου, γνωστού ως Ανασκολοπιστή εξαιτίας της παροιμιώδους σκληρότητάς του απέναντι στους Οθωμανούς εισβολείς)– καθιερώσει τον Δράκουλα ως επιτομή και αρχέτυπο του έντεχνου βαμπιρικού σύμπαντος. Ο κινηματογράφος εδραίωσε τη ρομαντική απεικόνιση του βρικόλακα ως σαγηνευτικής προσωποποίησης του «κακού», με τον επιβλητικό Κρίστοφερ Λι να προσδίδει στον άρχοντα του σκότους –τον οποίο υποδύθηκε πρώτη φορά το 1958, στην ταινία Δράκουλας, ο βρικόλακας των Καρπαθίων του Τέρενς Φίσερ– μια καλόγουστα σέξι ελκυστικότητα, που έμελλε να αποτελέσει θεμελιώδες συστατικό των περισσότερων μετέπειτα εκδοχών του.

Τον Μπραμ Στόκερ, ωστόσο, είχε ήδη προλάβει ένας συμπατριώτης του, ο Τζόζεφ Τόμας Σέρινταν Λε Φανού – ο οποίος, εμπνεόμενος από το ποίημα «Κρίσταμπελ» του Κόλεριτζ, τόλμησε να σκιαγραφήσει τα πλάσματα της νύχτας με μια αναπάντεχα προχωρημένη για την εποχή του οπτική, βάζοντας ένα θηλυκό βαμπίρ, την Καρμίλα, να ερωτεύεται μια μοναχική κοπέλα, την οποία αρχικά προόριζε για θύμα της. Και συγχρόνως δημιούργησε τον πρώτο αποκρυφιστή ντετέκτιβ της λογοτεχνίας, στο πρόσωπο του δόκτορα Εσέλιους, που ερευνά το περιστατικό. Η νουβέλα, με τίτλο το όνομα της ηρωίδας της, είχε πρωτοδημοσιευτεί σε εικονογραφημένες συνέχειες μεταξύ 1871 και 1872. Μεταφέρθηκε επανειλημμένα, με ποικίλους βαθμούς πιστότητας, στην οθόνη –από τον Δανό πρωτοπόρο Καρλ Ντράγερ (Βαμπίρ, 1932 – ήταν μάλιστα η πρώτη ομιλούσα ταινία του), τον Ροζέ Βαντίμ (Αίμα και τριαντάφυλλα, 1960), τον Καμίλο Μαστροτσίνκουε (Η κρύπτη του βρικόλακα, 1960), τον Γιάνους Κοντράτσιουκ (1980) και τον Βινς ντ’ Αμάτο (2004)– και λειτούργησε ως άμεσο ή έμμεσο σημείο αναφοράς για δεκάδες φιλμ και τηλεοπτικές σειρές, όπως και για λογοτεχνικά έργα, ενώ αναμένονται άλλες δυο κινηματογραφικές προσαρμογές της.

Αν και η πρώτη, ιστορικά, ταινία με θέμα τα βαμπίρ ήταν Η έπαυλη του διαβόλου (1896), ένα τρίλεπτο πειραματικό φιλμάκι του Ζορζ Μελιές με μάλλον σκωπτικές προθέσεις, μια απ’ τις αρχέτυπες και ευρύτερα οικείες εμφανίσεις βρικόλακα στην οθόνη υπήρξε ο ριζοσπαστικός για τον καιρό του Νοσφεράτου, με τον υπότιτλο «Μια συμφωνία τρόμου» – ανεπίσημη κινηματογραφική απόδοση του κατά Στόκερ Δράκουλα από τον Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου (1922), όπου ο σεναριογράφος Χένρικ Γκαλέεν αναγκάστηκε να αλλάξει τα ονόματα των προσώπων και άλλες λεπτομέρειες, προκειμένου να παρακαμφθούν ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο αιμοδιψής Κόμης μετονομάστηκε σε Όρλοκ και ο όρος «βρικόλακας» αντικαταστάθηκε με τη φτιαχτή λέξη «Νοσφεράτου» (πιθανώς από το αρχαίο ουγγρικό ή ρουμανικό Nesuferitu ή Necuratu, που σημαίνει «ακάθαρτο πνεύμα» και υποδηλώνει τον Διάβολο). Το 1979 ο Βέρνερ Χέρτσογκ γύρισε ένα ριμέικ με τον τίτλο Νοσφεράτου, το φάντασμα της νύχτας και πρωταγωνιστή τον Κλάους Κίνσκι.

Ο βρικόλακας –ο νεκραναστημένος, που επιστρέφει απ’ τον Κάτω Κόσμο για να κλείσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή και τους ζωντανούς– υπήρχε ανέκαθεν στις λαϊκές παραδόσεις του κόσμου.

Δυο προγενέστερες ταινίες, η ρωσική βωβή Δράκουλας (1920) και η ουγγρική Ο θάνατος του Δράκουλα του Κάρολι Λατάι (1921), έχουν, δυστυχώς, χαθεί – της πρώτης, μάλιστα, της οποίας οι συντελεστές παραμένουν αφανείς, αμφισβητείται ως και η ύπαρξη. Ακολούθησε ένα ισπανόφωνο φιλμ σε σκηνοθεσία Τζορτζ Μέλντφορντ, γυρισμένο την ίδια χρονιά (1931), στα ίδια στούντιο και χρησιμοποιώντας τα ίδια σκηνικά με τη γνωστότερη εκδοχή του βετεράνου Τοντ Μπράουνινγκ, όπου πρωταγωνιστεί ο Μπέλα Λουγκόζι. Η ενθουσιώδης υποδοχή της τελευταίας από το κοινό εξασφάλισε μια σειρά συνεχειών με διαφορετικούς ηθοποιούς (Λον Τσάνεϊ, Τζον Καραντάιν και την Γκλόρια Χόλντεν ως κόρη του Δράκουλα) στον κεντρικό ρόλο, η οποία ολοκληρώθηκε το 1948.

Πέντε χρόνια αργότερα, το τουρκικό «υβριδικό» θρίλερ Ο Δράκουλας στην Ιστανμπούλ αποπειράται να παντρέψει τη μυθιστορηματική βερσιόν του εμβληματικού βαμπίρ (που για πρώτη φορά στα κινηματογραφικά χρονικά αποκτά τους χαρακτηριστικούς του κυνόδοντες) με στοιχεία από την αληθινή ιστορία του Βλαντ Τσέπες, τη δοξασία της μετενσάρκωσης και την ιδέα του αθάνατου έρωτα – πράγμα που θα επαναληφθεί δυο δεκαετίες αργότερα από τον Αμερικανό Νταν Κέρτις (Ο Δράκουλας ζει ακόμα στο Λονδίνο, με τον Τζακ Πάλανς), το 1992 από τον Κόπολα (Δράκουλας, με τον Γκάρι Όλντμαν) και το 2014 από τον Ιρλανδό Γκάρι Σορ (Dracula Untold, με τον Λουκ Έβανς).

Το 2012 επιχειρήθηκε από τον Ντάριο Αρτζέντο μια πιστή μεταφορά του κατά Στόκερ Δράκουλα σε τεχνολογία 3D, με τον Τόμας Κρέτσμαν στον αντίστοιχο ρόλο και τον Ρούτγκερ Χάουερ ως Βαν Χέλσινγκ, ορκισμένο εχθρό του απέθαντου Κόμη, ενώ το 2013 και το 2020 προβλήθηκαν δυο «αναχρονισμένες» τηλεοπτικές του εκδοχές, με τον Τζόναθαν Ρις Μέγιερς και τον Κλάις Μπανγκ αντίστοιχα. Στοιχεία του, επίσης, βρίσκουμε στις τρεις πρώτες σεζόν –αφιερωμένες στον γοτθικό τρόμο– της σειράς Penny Dreadful (2014-2016).

Αξίζει εδώ να αναφερθούμε και σε μια πακιστανική ταινία, Το ζωντανό πτώμα (1967), και τη συνέχειά της, Το σφαγείο (2007), οι οποίες «διασταυρώνουν» τον Δράκουλα του Στόκερ με τον Φρανκενστάιν της Μέρι Σέλεϊ, επιχειρώντας μια (ψευδο)επιστημονική ερμηνεία της δημιουργίας των βαμπίρ: στην προσπάθειά του να κατασκευάσει το ελιξίριο της αθανασίας, ένας υπερφιλόδοξος γιατρός διαπράττει το τραγικό σφάλμα να το δοκιμάσει στον εαυτό του, με τις γνωστές μακάβριες παρενέργειες. Και βέβαια, στο σερβικό ποιητικό θρίλερ Η πεταλούδα (1973) του Τζόρτζε Καντίγεβιτς, στηριγμένο στο διήγημα του θεατρικού συγγραφέα, μεταφραστή και δοκιμιογράφου Μίλοβαν Γκλίσιτς «Ύστερα από ενενήντα χρόνια» (1880), το οποίο αφηγείται το καταδικασμένο, τρομακτικό όσο και συγκινητικό ειδύλλιο μεταξύ ενός αθώου χωριατόπουλου και μιας παράξενης κοπέλας που κρύβει ένα στοιχειωμένο μυστικό – ενώ μέρος της υπόθεσής του είναι δανεισμένο από τον τοπικό θρύλο του βρικολακιασμένου μυλωνά Σάβα Σαβάνοβιτς, ενός από τα διασημότερα βαμπίρ της βαλκανικής λαϊκής μυθολογίας.

Η αινιγματική, διφορούμενη φύση των βρικολάκων προσφέρει πρώτης τάξεως άλλοθι για την εξερεύνηση των «απόκρημνων» περιοχών της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και σεξουαλικότητας – εξ ου και το αρκετά δυσεύρετο, άτυπο... fanfiction του διαβόητου «εικονοκλάστη» Μπορίς Βιάν (ορμώμενου, ίσως, από το χαμένο πρώτο κεφάλαιο του Δράκουλα του Στόκερ –ξεκάθαρη παραπομπή στην Καρμίλα του Λε Φανού–, το οποίο, μετά τον θάνατο του συγγραφέα, ανακτήθηκε και συμπεριλήφθηκε ως αυτόνομο διήγημα σε συλλογή με τον τίτλο Ο καλεσμένος του Δράκουλα και άλλες αλλόκοτες ιστορίες), γραμμένο μέσα στη δεκαετία 1946-1956, με αφηγητή/πρωταγωνιστή έναν νεαρό συμβολαιογράφο που επισκέπτεται τον Κόμη των Καρπαθίων στον πύργο του και, φυσικά, δεν τη βγάζει καθαρή από καμιά απολύτως άποψη. Στο σύντομο αλλά άκρως περιγραφικό αυτό γραπτό κλείνει το μάτι η ιδιότυπη αισθησιακή παρωδία τρόμου Ο έρωτας δαγκώνει (1992), πλαισιώνοντας με μια εκσυγχρονισμένη προσχηματική ιστορία το γλαφυρότατο «προκείμενο» και αλλάζοντας το σχεδόν κωμικά αποτρόπαιο πρωτότυπο τέλος.

Το 1976, στη «σχισματική» της Συνέντευξη με έναν βρικόλακα, η Αμερικανίδα συγγραφέας Αν Ράις παρουσιάζει τα βαμπίρ σαν όντα ανώτερης ευφυΐας, ικανά για έντονα και βαθιά συναισθήματα, ιδιαίτερα επιρρεπή στο να ερωτεύονται ζωντανούς, ανεξάρτητα από φύλο. Από τη σχέση απέθαντου και θνητού απουσιάζει το σεξουαλικό (όχι όμως και το αισθησιακό) στοιχείο και η ολοκλήρωσή της συνίσταται στη… δαγκωνιά που θα μετατρέψει τον ζωντανό σε βαμπίρ. Τη Συνέντευξη –που δεκαοχτώ χρόνια αργότερα έμελλε να μεταφερθεί εκθαμβωτικά στον κινηματογράφο από τον Νιλ Τζόρνταν, σε σενάριο της ίδιας– ακολούθησαν είκοσι βιβλία συναφούς θεματολογίας, ένα ακόμα απ’ τα οποία διασκευάστηκε για την οθόνη. Πρόκειται για τη Βασίλισσα των καταραμένων (1988), όπου βασίστηκε (πολύ) ελεύθερα το ομότιτλο αυστραλιανό φιλμ του Μάικλ Ράιμερ (2002), ενώ το προγενέστερο Ο βρικόλακας Λεστάτ (1985) έγινε μιούζικαλ και, στη συνέχεια, ταινία μικρού μήκους από τον Βρετανό Ντέιβ ΜακΚιν, με πρωτότυπη μουσική του Έλτον Τζον (2006).

Στεκόμαστε, λοιπόν, στα έργα εκείνα που, με τον τρόπο τους, εισήγαγαν «καινά δαιμόνια» και σε ορισμένες περιπτώσεις επαναπροσδιόρισαν, ουσιαστικά, το είδος.

Μια δεκαετία νωρίτερα απ’ τον Τζόρνταν, ο Τόνι Σκοτ είχε τολμήσει την κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του Γουίτλι Στράιμπερ Η πείνα (1981), με ηρωίδα μια πλούσια απέθαντη που, με συνεργό έναν χαρισματικό τσελίστα, αποπλανά άντρες και γυναίκες, ώστε να τους μετατρέψει σε βαμπίρ για το διαχρονικό «χαρέμι» της. Παρά το προκλητικό της θέμα και τη συμμετοχή του Ντέιβιντ Μπάουι, η ταινία, γνωστή με τον τίτλο Αίμα και πάθος, δεν έκανε την προσδοκώμενη αίσθηση στην εποχή της. Έδωσε, ωστόσο, το έναυσμα για τη δημιουργία της τηλεοπτικής σειράς ανθολογίας The Hunger (2007-2010), με παρουσιαστές τον Μπάουι και τον Τέρενς Σταμπ.

Στη μυθιστορηματική τριλογία The Strain (2009-2011) του καινοτόμου σκηνοθέτη Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και του σεναριογράφου Τσακ Χόγκαν –η οποία διασκευάστηκε σε κόμικ από τους Ντέιβιντ Λάφαμ και Μάικ Χάντλστον (2011-2013) και στη συνέχεια έγινε τηλεοπτική σειρά (2014-2017)–, ένας θανατηφόρος ιός προξενεί πανδημία βαμπιρισμού, οδηγώντας σε καταστάσεις «μετα-αποκαλυπτικού» τρόμου. Παρόμοιο ενδεχόμενο ως αιτία/ερμηνεία της ύπαρξης βρικολάκων είχε θίξει και ο Τόμι Λι Γουάλας, στην ταινία του Vampires: Los Muertos (2002) – συνέχεια του φιλμ Vampires που είχε γυρίσει το 1998 ο Τζον Κάρπεντερ, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζον Στέικλι (1990). Ο κλινικός βαμπιρισμός (η ακατανίκητη επιθυμία ή/και ανάγκη για αίμα), γνωστός και ως σύνδρομο Ρένφιλντ, είναι υπαρκτό φαινόμενο και μπορεί να οφείλεται τόσο σε ψυχολογικούς, όσο και σε βιοχημικούς παράγοντες – όπως η πορφυρία (εκ γενετής ασθένεια με κύριο σύμπτωμα την ανεπάρκεια αιμοσφαιρίνης).

Πέρα από τα άπειρα λογοτεχνικά κείμενα, ο αριθμός των κόμικς και graphic novels («γραφικών μυθιστορημάτων» – κάτι αντίστοιχο με τα δικά μας Κλασικά Εικονογραφημένα) που καταπιάνονται με τα βαμπίρ και έχουν διασκευαστεί για την οθόνη δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος: έστω και μια απλή καταγραφή όλων τους θα αποτελούσε θέμα και ύλη για ξεχωριστό αφιέρωμα. Το ίδιο ισχύει για τις «καθαρόαιμες» παρωδίες, κινηματογραφικές ή/και τηλεοπτικές, με ανάλογο αντικείμενο. Στεκόμαστε, λοιπόν, στα έργα εκείνα που, με τον τρόπο τους, εισήγαγαν «καινά δαιμόνια» και σε ορισμένες περιπτώσεις επαναπροσδιόρισαν, ουσιαστικά, το είδος.

Η ιαπωνική σειρά μάνγκα κόμικς με τον γενικό τίτλο Hellsing, η οποία αποτίνει φόρο τιμής στον Ολλανδό κυνηγό βρικολάκων Βαν Χέλσινγκ –παίζοντας με το όνομά του και την αγγλική λέξη «Hell», που σημαίνει «κόλαση»–, διασκευάστηκε το 2001 σε σειρά κινουμένων σχεδίων για την τηλεόραση και το 2006 σε εννιά επεισόδια που γυρίστηκαν απευθείας σε βίντεο (η πιο πρόσφατη μεταφορά τιτλοφορείται Hellsing Ultimate και είναι πιστότερη στο πηγαίο υλικό). Μιλώντας για τον Βαν Χέλσινγκ, να μνημονεύσουμε την αμερικανική ταινία με τίτλο το όνομά του και πρωταγωνιστή τον Χιου Τζάκμαν, σε σκηνοθεσία Στίβεν Σόμερς (2004), καθώς και το ομότιτλο καναδικό σίριαλ (2016) με ηρωίδα μια υποτιθέμενη απόγονο του Βαν Χέλσινγκ, το οποίο βασίζεται στην αμερικανική σειρά κόμικς Helsing (καμιά –ή ελάχιστη– σχέση με τα προαναφερθέντα ιαπωνικά μάνγκα).

Θα ήταν παράλειψη να κλείσουμε δίχως μια τιμητική αναφορά στην αγγλική σπονδυλωτή κωμωδία τρόμου Η λέσχη των τεράτων (1980), σκηνοθετημένη από τον Ρόι Γουόρντ Μπέικερ. Όχι μόνο για το ότι βασίζεται σε λογοτεχνικό έργο, μα και επειδή ήρωάς της είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του – πραγματικό, μάλιστα, πρόσωπο: ο Ρόναλντ Τσέτγουιντ-Χέιζ (τον υποδύεται ο Τζον Καραντάιν, που είχε, στα νιάτα του, ενσαρκώσει πέντε φορές τον Δράκουλα), ο οποίος ευτύχησε να δει αρκετές ιστορίες του μεταφερμένες στην οθόνη. Εκτός από τη Λέσχη των τεράτων, διηγήματά του έχουν επίσης περιληφθεί στην ταινία του Κέβιν Κόνορ Οι βρικόλακες βγήκαν από τους τάφους τους (1974). Έξοχο δείγμα σύζευξης θρίλερ και χιούμορ –λαμπρό υπόδειγμα της οποίας είναι η Νύχτα των βρικολάκων του Πολάνσκι (1967)– η Λέσχη των τεράτων αποτελεί ένα ξεκαρδιστικό μετα-λογοτεχνικό και μετα-κινηματογραφικό σχόλιο που κρύβει σοβαρότατες υπαρξιακές αιχμές, αποφεύγοντας με ανεπιτήδευτη κομψότητα τη «στεγνή» παρωδία του είδους.

xorea 151120 2


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η «Κάρι» του Στίβεν Κινγκ σε μια μοναδική προβολή στον «Δαναό»

Οι Εκδόσεις Κλειδάριθμος και ο κινηματογράφος «Δαναός» προσκαλούν το αναγνωστικό και κινηματογραφόφιλο κοινό σε μια ακόμη κινηματογραφική προβολή, μεταφορά ομότιτλου μυθιστορήματος του «Βασιλιά»,...

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η «Λάμψη» του Στίβεν Κινγκ σε μια μοναδική προβολή στον «Δαναό»

Οι Εκδόσεις Κλειδάριθμος και ο κινηματογράφος «Δαναός» προσκαλούν και πάλι το αναγνωστικό και κινηματογραφόφιλο κοινό σε μια μοναδική προβολή. Σε σκηνοθεσία του θρυλικού Στάνλεϊ Κιούμπρικ, η Λάμψη...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.