fbpx
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα

Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους φυτρώνουν γένια και νύχια, ενώ οι κορμοί των δένδρων λικνίζονται και βγάζουν στεναγμούς. Οι άνδρες τούς περιεργάζονται καχύποπτα, δίχως να τους πλησιάζουν και προσεκτικά πατούν τη γη πιο πέρα. Κάτω τους υποδέχεται πραγματική ζούγκλα, στην οποία τα πάντα τρεμουλιάζουν και κουνιούνται. Οι ανεπαίσθητοι ψίθυροι, που συνοδεύονται από βογκητά, αντηχούν στη θαμνώδη περιοχή. Ανάμεσα στους γιγαντιαίους κορμούς δένδρων κελαρύζει ρυάκι. Το νερό γάργαρο, σχεδόν λευκό, με μαργαριταρένιες ανταύγειες που σκορπίζονται αυτοστιγμεί, όμοια με λαμπυρίσματα του φεγγαριού. Φεγγάρι δεν υπάρχει – πάνω από τη συστάδα των κλωναριών ο ουρανός είναι κατάστικτος μονάχα από αδιάφορα, ξένα αστέρια. Οι άνδρες γεμίζουν τις χούφτες τους με το νερό που λαμποκοπά, το οποίο κάνει την επιδερμίδα να δείχνει άσπρη, σαν να μην πρόκειται για παλάμες, αλλά για όστρακα από φίλντισι. Πλένουν τα πρόσωπά τους και αυτά ομοίως λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Μια ζεστή αναλαμπή αναβλύζει από τα χείλη, τα μάτια, από τα ξερά μαλλιά. Μοιάζουν με παραμυθένια πλάσματα, που κατοικούν σε μυστικό βασίλειο. Το νερό είναι γλυκό, γρήγορα σε ξεδιψάει και χορταίνει το στομάχι.

«Είναι σαν σιρόπι από χουρμάδες», λέει ο άνδρας από τη Γαλικία, ο οποίος δούλευε στο μαγειρείο.

Οι άνδρες χαλαρώνουν στο απαλό χορτάρι, το ρυάκι νανουρίζει το μυαλό, τα δένδρα αναδεύονται εκεί ψηλά και σύντομα οι ταξιδιώτες βυθίζονται σε έναν λήθαργο λησμονιάς.

Το πρωί ξυπνάνε από τα χάδια του ήλιου, γεμίζουν τα παγούρια τους με νερό και κατευθύνονται προς το δάσος. Τους υποδέχονται λουλούδια σαν τεράστια γεννητικά όργανα, κρεμασμένα πάνω από τα κεφάλια τους, πού και πού γλιστράνε τις υγρές γλώσσες τους στα πρόσωπά τους. Η υγρασία αυτού του φιλιού αναζωογονεί το δέρμα, αποπνέει δροσιά. Περνούν δίπλα από τα δένδρα, από τα κλαριά των οποίων κρέμονται φρούτα με πρωτοφανή σχήματα. Μερικά είναι μεγάλα, στο ανθρώπινο μπόι, άλλα χωράνε στην άκρη ενός δάχτυλου, μερικά μοιάζουν με βελονάκια, τα οποία λιώνουν ηδονικά πάνω στη γλώσσα, ενώ κάποια άλλα θυμίζουν ζωντανά όντα – που πάλλονται, ψιθυρίζουν, αναπνέουν. Έτσι και τα δαγκώσεις, από μέσα τους αναβλύζουν χυμοί, οι οποίοι ξυπνούν αναμνήσεις από ορτσάτα[1] και πετιμέζι, αλλά και γεμίζουν το στόμα με νέες, άγνωστες γεύσεις. Μαλακά σαν χαλιά από μούσκλια, μπαλόνια από τσαμπιά, πολύχρωμα σέπαλα, από τα οποία αναβλύζει λαμπερό μέλι, που μοιάζει με χρυσάφι – το θαυμαστό δάσος προσφέρει αναπάντεχες απολαύσεις. Πέφτουν πάνω σε φυτά, τα οποία αναρριχώνται γύρω τους και σφηνώνουνστα αχαμνά τους, προκαλώντας απίστευτη ηδονή. Από μανιτάρια που ορθώνονται σαν καθεδρικοί ναοί, στα κορμιά των κονκισταδόρων πέφτει γύρη, η οποία τους κάνει να αναριγούν. Ένα άνθος σαν φουσκάλα με διαστάσεις πύργου κουδουνίζει σαν καμπάνα και ζαλίζει τους κουρασμένους ταξιδιώτες.

«Λημέρι θαυμάτων», ψιθυρίζει ο Ερνάν.

«Ο κήπος αυτός των απολαύσεων είναι η τελευταία δοκιμασία πριν από την κορυφή», ακούγεται η φωνή του Αγκιλάρ. «Κάτι μου λέει πως δε θα ήταν καλό να μείνουμε πολλή ώρα εδώ. Πρέπει να συνεχίσουμε αμέσως προς τα πάνω». Και σε λίγο προσθέτει: «Αν τα καταφέρουμε να περάσουμε».

«Δεν υπάρχουν δρόμοι εδώ, δεν υπάρχουν κατευθύνσεις. Ακόμα και η ίδια η κορυφή δε φαίνεται», λέει ο Ερνάν. «Το έδαφος κυματίζει πάνω-κάτω. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν ανηφορίζουμε ή κατηφορίζουμε».

«Δεν έχουμε χρόνο να χανόμαστε στη ζούγκλα», απαντάει ο Αγκιλάρ. Ο καπετάνιος μοιάζει με ζωντανό πτώμα, όμως οι εντολές του δε σηκώνουν αντίρρηση. «Θα κατασκηνώσουμε εδώ και θα στείλουμε ιχνηλάτες για να διαπιστώσουν προς τα πού βρίσκεται η κορυφή. Τότε θα ξεκινήσουμε όλοι μαζί. Τροφή και νερό έχουμε άφθονα. Στον καταυλισμό θα έχουμε φρουρό, θα εναλλασσόμαστε σε βάρδιες. Ταυτόχρονα, μικρές ομάδες θα ψάχνουν για τον δρόμο. Μην μπαίνετε προς τα μέσα, αλλιώς το δάσος θα σας καταπιεί. Κρατήστε και τη φωτιά αναμμένη, έτσι ώστε οι ιχνηλάτες εύκολα να μπορέσουν να βρουν τον δρόμο της επιστροφής».

Στήνουν τον καταυλισμό σε μια ρηχή, τόση δα κοιλάδα και επιλέγουν τους φρουρούς, ενώ οι υπόλοιποι ξεκινούν για να εξερευνήσουν τη ζούγκλα. Ο Αγκιλάρ ορίζει τις ομάδες, καθώς και ποια θα ξεκινήσει προς τα πού. Ο ίδιος κατευθύνεται προς μια κατακόρυφη κοιλότητα, όχι μακριά από την τοποθεσία του καταυλισμού. Σκιερή πλαγιά κατεβαίνει και χάνεται ανάμεσα σε πυκνή λόχμη και χοντρούς κορμούς δένδρων. Ο Αγκιλάρ μπαίνει στην πυκνή βλάστηση και γρήγορα χάνεται από τα μάτια των φρουρών – καταραμένο φάντασμα, το οποίο επιστρέφει σε άλλους κόσμους.

«Επιτέλους, μόνος!» αναφωνεί εκείνος, ενώ κατηφορίζει σκοντάφτοντας σε κοτρόνες και ρίζες.

Έχει αφήσει το άλογό του δίπλα στο ρυάκι εκεί κοντά, επειδή ο δρόμος δεν του επιτρέπει να πάει καβάλα. Η κούραση σφίγγει σαν μέγγενη τα πόδια του. Όταν μπροστά στα μάτια του απλώνεται μια λίμνη στρογγυλεμένη σαν αυγό, με γάργαρο καθαρό νερό που τέτοιο δεν έχει ξαναδεί μέχρι τότε, αποφασίζει να ξεκουραστεί και να απολαύσει για λίγο τη θέα. Η λίμνη ανοίγει μπροστά στα μάτια του τη στιγμή κατά την οποία ο ήλιος χαμηλώνει πάνω από τις κορφές των δένδρων. Το ηλιοβασίλεμα γεμίζει τον ουρανό με πορτοκαλιές εκρήξεις. Ο Αγκιλάρ κάθεται σε έναν βράχο πλάι στο νερό για να χαρεί τις ουράνιες φλόγες, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στη λίμνη, πριν πέσει το σούρουπο. Το πρόσωπό του αποστεωμένο και αδυνατισμένο, το φτερό στο καπέλο του ξεφτισμένο από τον ήλιο κι έχει πάρει πια το χρώμα του γιασεμιού.

Θα απολαύσω για λίγο ακόμα το δειλινό και όταν πέσει το σκοτάδι, θα πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Στο σκοτάδι θα δω εύκολα τη φωτιά, σκέφτεται ο Αγκιλάρ. Να όμως που μια τρομερή αμφιβολία καρφώνεται ξαφνικά στο μυαλό του: Κι αν αυτό είναι το τελευταίο ηλιοβασίλεμά μου; Αν αύριο δεν είμαι πια ανάμεσα στους ζωντανούς και ποτέ πια δεν ανοίξωτα μάτια; Μήπως αυτή είναι η τελευταία ομορφιά, που μου αποκαλύπτει το μυστικό της;

Και παραμένει ξαπλωμένος στον βράχο, κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα στα φλεγόμενα υψώματα κάτω από το αργοπορημένο φως, στο σούρουπο που όλο και πυκνώνει, το οποίο προσδίδει στη φύση ολόγυρα τη μυστικότητα ενός παραδεισένιου κήπου. Τα σύννεφα χρωματίζονται μενεξεδιά, ο ήλιος αγγίζει τα κατσάβραχα και να που από στιγμή σε στιγμή θα κρυφτεί πίσω τους. Ο κόσμος γίνεται σιωπηλός. Σιωπηλός είναι και ο Αγκιλάρ, δεν ξεκολλάει τα μάτια του από τον πύρινο δίσκο πάνω από το βουνό, δεν ξεκολλάει τα μάτια από την πυρκαγιά που φουντώνει πάνω στην επιφάνεια του νερού. Ξεκούραση και γαλήνη διαποτίζουν τα πάντα. Οι σκιές μεγαλώνουν, το μυαλό του καπετάνιου αιωρείται ανέμελα, όμως η νύχτα δε θέλει να πέσει. Το ηλιοβασίλεμα συνεχίζει να αποκαλύπτεται – τερατώδες λουλούδι από φωτιά και αίμα. Για αρκετή ώρα ο Αγκιλάρ κοιτάει με μισόκλειστα τα μάτια, βγάζει έναν αναστεναγμό, ανασηκώνεται στον αγκώνα του, αλλά ο ύπνος τον παρασέρνει. Τινάζει το κεφάλι και κοιτάζει γύρω – του φαίνεται σαν να βρίσκεται από ώρες εδώ, ενώ ταυτόχρονα ο ήλιος κάθεται καρφωμένος στις κορυφές των δένδρων απέναντι, δεν κουνιέται φύλλο, ούτε το παραμικρό. Όπως εκείνες οι σταγόνες κεχριμπαριού που έχουν παγιδέψει μικρογραφίες συμπάντων, που τρεμουλιάζουν κάτω από την ηλιαχτίδα, λες και η ζωή πάλλεται μέσα τους σε άλλους, άγνωστους ρυθμούς, ενώ το ρετσίνι εδώ και πολύ καιρό έχει πετρώσει κάθε ζωή. Επιτέλους, η πείνα βγάζει τον καπετάνιο από τον λήθαργο της ενατένισής του και εκείνος αποφασίζει να μην περιμένει να πέσει η νύχτα, αλλά να ξεκινήσει για τον καταυλισμό.

Με το που επιστρέφει, τον περιμένει μια έκπληξη. Στον καταυλισμό κυβερνά το χάος, ο Ερνάν Κoρτές αδίκως μοιράζει διαταγές, πολλοί από τους άνδρες είναι ξαπλωμένοι χάμω σε μια παραζάλη, άλλοι τρέχουν ολόγυμνοι ανάμεσα στα δένδρα.

«Καπετάνιε!» φωνάζουν μερικοί από τους ναυτικούς, που θυμίζουν ρεμπέτ ασκέρ. «Τρεις μέρες λείπατε. Σας περάσαμε για νεκρό».

«Τρεις μέρες; Μα τι στο διάολο;...»

«Ο Σαλγκάδο ανακάλυψε τον δρόμο προς τα πάνω», τον διακόπτει απότομα ο Ερνάν. Η φωνή του ακούγεται σκληρή, το βλέμμα του είναι αρπακτικό, δεν υπάρχει ίχνος από την προηγούμενη διστακτικότητα. «Στα βάθη του δάσους, πέρα από κείνον τον βράχο υπάρχει μια σκάλα, σκαλισμένη στην ίδια την πέτρα. Εκείνη οδηγεί ευθεία προς την κορυφή».

Ο Αγκιλάρ κοιτάει προς τον Σαλγκάδο, τον άνθρωπο-πουλί, κουρνιασμένο στην κορόνα ενός γιγαντιαίου δένδρου με τα μάτια στυλωμένα στους ουρανούς.

«Όμως είχαμε δυσκολίες», συνεχίζει ο Ερνάν. «Χάσαμε μερικούς από τους δικούς μας. Και αυτοί οι ανεπρόκοποι εδώ δεν θέλουν ούτε να ακούσουν να συνεχίσουν την πορεία προς την κορυφή, έχουν γίνει ένας αδάμαστος συρφετός».

Ένας από τους ναύτες στέκεται δίπλα στο άλογο του Αγκιλάр και δε σταματά να χαχανίζει. Στο πιγούνι του τρέχουν αφρισμένα σάλια, ενώ χώνει στο στόμα του σπόρους που έχει κόψει από κάποιο κοντινό ξέφωτο. Οι σπόροι θυμίζουν χνουδωτές χάντρες, οι οποίες πάλλονται ανεπαίσθητα, λες και στο εσωτερικό τους κρύβεται μια μικρή καρδιά.

«Χάσαμε τον Γιόραν».

«Τον Γιόραν;» απορεί ο καπετάνιος. Πώς είναι δυνατόν ο σκληρός Σουηδός, ο οποίος κατέσφαξε τον ίδιο του τον πατέρα και περιπλανήθηκε τον χειμώνα, να έχει κατανικηθεί από λουλούδια και χορταράκια;

«Τελευταία φορά τον είδαμε σε ένα μικρό ξέφωτο στο δάσος. Ήταν γυμνός και το κεφάλι του στεφανωμένο από φύλλα. Όταν τον φωνάξαμε, μας είπε πως δεν ξέρει ποιος είναι ο Γιόραν και δεν έχει δει κανέναν εδώ γύρω. Προσπαθήσαμε να τον πιάσουμε, όμως εκείνος πήδηξε μες στα ψηλά χορτάρια. Τα μαλακά λεία φύλλα χλόης τον αγκάλιασαν τρυφερά. Είδαμε πως το χορτάρι έγειρε προς τον σκληρό Γιόραν, λες και ήθελε να τον φιλήσει, να τον ρουφήξει διψασμένα ολόκληρο, ενώ στο τέλος όλο αυτό το κουβάρι λαγνείας κύλησε, βγάζοντας ανήκουστους ήχους, και εξαφανίστηκε μες στη ζούγκλα. Από τότε κανείς ούτε τον άκουσε, ούτε τον είδε».

Ο Αγκιλάρ δεν κουνιέται πάνω στη σέλα, δε λέει τίποτα. Ο ναύτης δίπλα του συνεχίζει να σαλιαρίζει.

Σε λίγο ο Ερνάν λέει: «Χάσαμε και τον Φερνάντες, το αγόρι με το εβένινο μαχαίρι. Εκείνο που ήταν υπεύθυνο για την τροφοδοσία. Ήταν λάθος να τον αφήσεις να φυλάει σκοπιά».

«Τι έγινε;»

«Να, εκεί πέρα είναι. Μπορείς να δεις ο ίδιος», δείχνει ο Ερνάν προς το δένδρο στην άκρη του ξέφωτου γύρω από το οποίο μαζεύονται άνδρες, ακούγονται σφυρίγματα, γιουχαρίσματα, εμπαιγμοί.

«Ο Χουάν, ο άλλος φρουρός, είχε προσέξει πως ο Φερνάντες ήταν ανεξήγητα μαγνητισμένος από το δένδρο αυτό. Δεν σταματούσε να το κοιτάει όλη μέρα, δεν ξεκολλούσε τα μάτια από τα κλωνάρια του. Αρνιόταν ακόμα και να ξαποστάσει ή να φάει. Τη νύχτα σηκώθηκε και παρά την απαγόρευση να βγει κανείς έξω από τον καταυλισμό, κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο Χουάν τού φώναζε να γυρίσει πίσω, αλλά το αγόρι σαν να μην άκουγε – ούτε γύρισε, ούτε απάντησε. Το πρωί τον βρήκαν οι περίπολοι. Το δένδρο κουνιόταν ανεπαίσθητα, η φλούδα του έβγαζε πνιγμένα βογκητά, τα οποία σαν να ερχόντουσαν από την καρδιά του κορμού του. Τα κλωνάρια του ήταν πλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο, σαν δάχτυλα πλεγμένα σε χάδι. Μας πήρε κάμποση ώρα ώσπου να αναγνωρίσουμε τον Φερνάντες. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν δυσδιάκριτα, δεν τα ξεχώριζες από τις ρωγμές του κορμού. Το δένδρο τρεμούλιαζε από την κορυφή μέχρι τις ρίζες, πού και πού ζεστοί χυμοί ανάβλυζαν από όλους τους πόρους του. Ήταν ένα τέρας από ξύλο, φυλλωσιά και σάρκα, που τα ζωήρευε μια αχόρταγη επιθυμία. Ο Φερνάντες και το δένδρο είχαν διεισδύσει ο ένας στο άλλο, σαν να φύονταν μαζί και τώρα βρίσκονταν σε μια συνεχόμενη συνουσία, σε μια ατέρμονη έκσταση».

Αφού ο Ερνάν αφηγήθηκε τι είχε συμβεί, επικρατεί ησυχία – ακούγονται μόνο οι ακαταλαβίστικοι ήχοι που βγάζει ο ναύτης με τους σπόρους. Μερικοί από τους άνδρες περνάνε τρέχοντας, πηγαίνουν κάπου με ορμή.

«Πρόκειται για κήπο της λησμονιάς. Θα μας καταβροχθίσει χωρίς να πάρουμε χαμπάρι», σημειώνει ο Αγκιλάρ και λέει κοφτά: «Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως, η κορφή δεν είναι μακριά. Κάθε στιγμή εδώ είναι ένα βήμα προς τον θάνατο».

«Δεν υπάρχει τρόπος να μαζέψουμε τους άνδρες. Μερικοί δεν θυμούνται ούτε καν το όνομά τους. Άλλοι εξαφανίστηκαν στο δάσος ή έχασαν τα λογικά τους», εξηγεί ο Ερνάν, ρίχνοντας ματιές όλο νόημα προς τον συνομιλητή του, ο οποίος ήδη κραυγάζει:

«Ηλίθιοι! Ελάτε στα συγκαλά σας!»

Του απαντάει μονάχα το χαχανητό του ναυτικού δίπλα του. Ο καπετάνιος τον κοιτάει με πετρωμένο το πρόσωπο και, δίχως να αρθρώσει κουβέντα, βγάζει γρήγορα το σπαθί του κάτω από τoν μανδύα του και με μια κίνηση κόβει το κεφάλι του δύστυχου. Το κεφάλι πετάγεται από το σώμα και κατρακυλάει στο πράσινο λιβάδι με την οργιώδη βλάστηση, πιτσιλώντας το χορτάρι με αίμα. Το κορμί του άνδρα πέφτει και κατρακυλάει ακολουθώντας το κεφάλι του, το αίμα σημαδεύει τα κατάπληκτα πρόσωπα των συντρόφων του. Επικρατεί σιωπή, η οποία διακόπτεται μόνο από τα βογκητά του Φερνάντες και του δένδρου. Σε λίγο η ομάδα ήδη κινείται σε ινδική γραμμή, κατευθυνόμενη προς την πέτρινη σκάλα. Νυχτώνει. Το ζωντανό δάσος παίρνει και άλλα θύματα. Μερικά άτομα εγκαταλείπονται κοντά στον καταυλισμό με το μυαλό πνιγμένο στην παραφροσύνη.

Κάποια στιγμή, φτάνουν στη χαράδρα. Στο σούρουπο, από κάτω τους απλώνεται ένας κάμπος με λουλούδια, που γέμισαν την άβυσσο από άκρη σε άκρη. Γιγαντιαίοι μίσχοι με κεφάλια παρόμοια με ηλιοτρόπια κουνιούνται σαν κοιμώμενα τέρατα, τα οποία αυτή την ώρα μόνο αποπνέουν ψύχρα με στόχο τις καρδιές των ξένων. Μόνο που η απόχρωσή τους δεν είναι στο γνωστό κίτρινο, αλλά φλέγεται σε κόκκινο, σαν σαρκώδη χείλη. Ο καρπός ρίχνει μεστή σκιά στη μέση – μάτι αρπακτικού πουλιού. Τα φυτά έχουν σκύψει τα κεφαλάκια τους προς τη γη και από κει ακούγεται κάτι σαν ψίθυρος, ένα ανεπαίσθητο ποδοβολητό, σαν το ίδιο το χώμα από κάτω να αναριγεί. Λες και από στιγμή σε στιγμή θα σηκώσουν κεφάλια και θα ξεκινήσουν να περπατούν, με βήμα σημειωτόν, μια στρατιά από ηλιοφάγους.

«Θα ορκιζόμουν πως είναι ζωντανά», λέει κάποιος ψιθυριστά.

«Εκτρώματα», σιγοντάρει κάποιος άλλος.

Ο Σαλγκάδο, ο άνθρωπος-πουλί, κάθεται σε έναν βράχο στο χείλος του γκρεμού. «Σύντομα θα ξυπνήσουν», λέει.

«Ας πηγαίνουμε, δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ», δίνει εντολή ο Αγκιλάρ.

Σταματούν κάτω από τεράστια δένδρα, τα οποία τους θυμίζουν βελανιδιές, τους θυμίζουν τα μέρη τους. Τα δένδρα έχουν πλέξει τα κλωνάρια τους σε μια θεσπέσια κορόνα – ένας θόλος από φυλλωσιές κάτω από τον оποίο οι άνδρες βρίσκουν καταφύγιο για τη νύχτα. Στα κλαριά κρέμονται καρποί σαν φανάρια, τα οποία κάνουν τη γη από κάτω να εκπέμπει φως. Οι ταξιδευτές ξαπλώνουν στο χορτάρι, γέρνουν τα κεφάλια, αφουγκράζονται τον ψίθυρο του δάσους. Στα αυτιά τους φτάνει μακρινό τραγούδι – αιθέριοι ήχοι χαϊδεύουν τα αυτιά, κλείνουν τα μάτια, αμβλύνουν την κούραση. Δεν πρόκειται καν για μελωδία, αλλά για έναν τρυφερό αναστεναγμό, ο οποίος κινείται έρποντας ανάμεσα στα κομμένα φυτά, γλιστράει δίπλα στους κορμούς και περπατά στις πλάτες τους. Μια ραστώνη κατακυριεύει τα κορμιά, ένας ακαθόριστος πόθος φωλιάζει στο μυαλό. Πλανεμένοι από το κάλεσμα των νεράιδων, οι άνδρες απλώνουν τα χέρια τους προς τον γκρεμό, μπήγουν τα νύχια στο χώμα, σέρνονται αργά πιο πέρα, τα πρόσωπά τους αποκτούν χαρακτηριστικά παραφροσύνης. Στην άκρη του καταφυγίου τους, εκεί που ο δρόμος πάει πίσω προς τον γκρεμό, ο Αγκιλάρ έχει ανάψει δάδα από κλωνάρια και ρετσίνι, την οποία κουνάει μπροστά στα πρόσωπα των παραφρόνων συντρόφων του, όπως ένας ταξιδευτής στο δάσος κρατάει σε απόσταση τους λύκους. Η φωτιά τούς κάνει να υποχωρήσουν. Από τα αυτιά του καπετάνιου ξεπροβάλλουν δύο βελανίδια – έχει βουλώσει τα αυτιά του, για να μην παρασυρθεί και ο ίδιος από το τραγούδι. Μετά απλώνεται και πάλι σιωπή, οι κονκισταδόρες λουφαζουν στο λιβάδι, καρφώνουν τα μάτια στο σκοτάδι, άυπνοι, αναμένοντάς το να προσπεράσει. Το πρωί, με τις πρώτες ηλιαχτίδες, ξεκινούν προς την κορυφή.

Η σκάλα ανεβαίνει μπροστά τους, λαξευμένη μέσα στον κίτρινο βράχο – αμέτρητα σκαλοπάτια, τα οποία σκαρφαλώνουν προς τα σύννεφα. Σκάλα προς τον ουρανό, επιχρυσωμένη από τον λαμπερό ήλιο. Σε κάθε πέτρινο σκαλοπάτι είναι χαραγμένη μια απεικόνιση, στην άλλη του άκρη είναι χαραγμένο κάποιο σύμβολο, παρόμοιο με ξενικό γράμμα. Πρώτα ουρανός και πουλιά, μετά θάλασσα, έρημος, δάσος. Και πάνω από όλα επαγρυπνά ένα πελώριο τέρας – ένας δράκος πλεγμένος από φίδια.

«Αέρας, νερό, φωτιά, γη», λέει ο Σαλγκάδο, ο άνθρωπος-πουλί. «Σημαίνει Αζτέκοι. Ο λαός της κορυφής γράφει έτσι το όνομά του».

Ο Αγκιλάρ δεν ξεκολλάει τα μάτια από τον δράκο, έχοντας πάρει την τρομερή στάση πολεμιστή.

«Κετσαλκόατλ.[2] Ο θεός του βουνού», εξηγεί ο Σαλγκάδο.

[Κεφάλαιο από το μυθιστόρημα Χαγκαμπούλα]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ρόφημα από φυτό με γλυκιά γεύση και λευκό χρώμα, το οποίο φτιάχνεται από τσούφα. Δημοφιλές στο Μεξικό και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, ενώ η προέλευσή του χρονολογείται από τον 13ο αιώνα, από τη Βαλένθια.
[2] Κετσαλκόατλ – «το φτερωτό φίδι», μια από τις κυρίαρχες θεότητες των πολιτισμών της Κεντρικής Αμερικής, που απεικονίζεται ως φίδι ή ως φτερωτός δράκος. Οι Αζτέκοι συνέδεαν τον Κετσαλκόατλ με τους ανέμους, τον αέρα και τη γνώση.

 

Ο Τόντορ Π. Τόντοροβ γεννήθηκε το 1977 στη Σόφια, διδάσκει Φιλοσοφία του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, καθώς και Ισλαμική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Είναι επίσης φωτογράφος και καθηγητής Φωτογραφίας στο Τμήμα Πολιτισμικών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου. Έχει συγγράψει τις συλλογές διηγημάτων Παραμύθια για μελαγχολικά παιδιά (2010) και Πάντα η νύχτα (2012), καθώς και τη μονογραφία Η ξεχασμένη επιστήμη. Την υπογραφή του φέρουν δεκάδες επιστημονικές μελέτες, δοκίμια, άρθρα, διηγήματα, ποιήματα και φωτογραφίες. Έχει δημοσιεύσει κείμενα και φωτογραφίες σε καθημερινές εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και άλλες εξειδικευμένες εκδόσεις. Βιβλία και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, κροατικά, ελληνικά, τώρα μεταφράζονται στα αλβανικά. Πρόσφατα το μυθιστόρημά του Χαγκαμπούλα (2023) απέσπασε εύφημο μνεία στο πλαίσιο του Βραβείου Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2024.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.