fbpx
«Τελευταία αναγγελία για Σαν Φρανσίσκο» του Guillaume Musso

«Τελευταία αναγγελία για Σαν Φρανσίσκο» του Guillaume Musso

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Γκιγιόμ Μισό Τελευταία αναγγελία για Σαν Φρανσίσκο (μτφρ. Γιώργος Ξενάριος), που θα κυκλοφορήσει στις 11 Μαΐου από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.

 

GUILLAUME MUSSO

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ

Παρίσι 7:30
Το πολυτελές αμάξωμα με τα μεταλλικά νεύρα μιας Jaguar XF, τελευταίο μοντέλο, έτρεχε γρήγορα στο ψυχρό, ατσάλινο γαλάζιο του Περιφερειακού του Παρισιού. Φτιαγμένη με πανάκριβα υλικά
–λευκό δέρμα, ξύλο καρυδιάς και επεξεργασμένο αλουμίνιο–, η καμπίνα του αμαξιού απέπνεε πολυτέλεια, άνεση και ασφάλεια. Στο πίσω κάθισμα ήταν ακουμπισμένες μερικές βαλίτσες Louis Vuitton, μαζί με μια τσάντα του γκολφ κι ένα τεύχος του Figaro Magazine.
«Είσαι σίγουρη πως θες ν’ ανοίξεις το μαγαζί σήμερα;» ξα-
ναρώτησε ο Ραφαέλ.
«Αγάπη μου!» έβαλε τις φωνές η Μάντλιν. «Το συζητήσαμε το θέμα αυτό».
«Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τις διακοπές μας για λίγο…» επέμεινε. «Οδηγώ ως την Ντοβίλ, διανυκτερεύουμε στο Normandy και αύριο τρώμε στους δικούς μου».
«Δελεαστική πρόταση, δεν λέω, αλλά… η απάντηση είναι όχι. Επιπλέον, έχεις κι ένα ραντεβού με πελάτη, για να πάτε στην οικοδομή».
«Οκέι, εσύ αποφασίζεις», συνθηκολόγησε ο αρχιτέκτονας κι έστριψε στο μπουλβάρ Ζουρντάν.

Ντανφέρ-Ροσρό, Μονπαρνάς, Ρασπάιγ: το αυτοκίνητο διέσχισε ένα μεγάλο κομμάτι του 14ου διαμερίσματος πριν σταματήσει στον αριθμό 13 της οδού Καμπάν-Πρεμιέρ, μπροστά από μια σκούρα πράσινη πόρτα.
«Να περάσω το βράδυ από το μαγαζί να σε πάρω;»
«Όχι, θα έρθω να σε βρω με τη μοτοσικλέτα».
«Θα ξεπαγιάσεις!»
«Μπορεί, αλλά τη λατρεύω την Triumph μου!» απάντησε εκείνη δίνοντάς του ένα φιλί.
Η αγκαλιά τους κράτησε μέχρι να τους κορνάρει ένας βιαστικός ταξιτζής και να τους βγάλει απότομα από το συννεφάκι τους.
Η Μάντλιν έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και έστειλε ένα τελευταίο φιλί αποχαιρετισμού στον αγαπημένο της. Πληκτρολόγησε τον κωδικό στο κουδούνι της βαριάς ξύλινης πόρτας της εισόδου και μετά βρέθηκε στη δενδρόφυτη εσωτερική αυλή. Εκεί, στο ίδιο επίπεδο με τον κήπο, βρισκόταν το διαμέρισμα που νοίκιαζε από τότε που είχε έρθει στο Παρίσι.
«Μπρρρ! -15 έχει εδώ μέσα!» είπε τουρτουρίζοντας καθώς έμπαινε στο μικρό δίπατο διαμέρισμα, κλασικό ατελιέ ζωγράφου, όπως χτίζονταν στη συνοικία αυτή του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα.
Άναψε μ’ ένα σπίρτο το θερμοσίφωνο, που δούλευε με γκάζι, κι έβαλε μπρος τον βραστήρα, για να φτιάξει ένα τσάι.
Το παλιό ατελιέ είχε από καιρό μεταμορφωθεί σ’ ένα όμορφο δυάρι, με σαλόνι, μια μικρή κουζίνα κι ένα υπνοδωμάτιο στο μεσοπάτωμα. Ωστόσο η ψηλοτάβανη κατασκευή, οι μεγάλοι υαλοπίνακες στον κεντρικό τοίχο και το ξύλινο πάτωμα θύμιζαν πολύ την αρχική –καλλιτεχνική– χρήση του και έδιναν χαρακτήρα στο διαμέρισμα.
Η Μάντλιν έβαλε στο ραδιόφωνο έναν σταθμό τζαζ, έλεγξε αν είχαν ανάψει τα καλοριφέρ και απόλαυσε το τσάι της λικνίζοντας το κορμί της στον ρυθμό της τρομπέτας του Λούις Άρμστρονγκ μέχρι να ζεσταθεί το σπίτι για τα καλά.
Έκανε ένα ντους στα γρήγορα, βγήκε από το μπάνιο τουρτουρίζοντας και πήρε από την ντουλάπα ένα ισοθερμικό μπλουζάκι, ένα τζιν κι ένα χοντρό μάλλινο πουλόβερ. Έτοιμη πια να φύγει, δάγκωσε ένα κομμάτι Kinder Bueno ενώ φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν και τύλιγε στον λαιμό της το πιο ζεστό κασκόλ της.
Η ώρα ήταν οχτώ όταν καβάλησε τη μηχανή της. Το μαγαζί της ήταν δίπλα, αλλά δεν ήθελε να ξαναπεράσει από το σπίτι πριν συναντήσει τον Ραφαέλ. Με το μαλλί της να ανεμίζει, κάλυψε τη μικρή απόσταση των εκατό μέτρων στο δρομάκι που λάτρευε. Εδώ είχαν γράψει τα ποιήματά τους ο Ρεμπό και ο Βερλέν, εδώ είχαν αγαπηθεί ο Αραγκόν και η Έλσα Τριολέ, κι εδώ είχε γυρίσει το τέλος της πρώτης του ταινίας ο Γκοντάρ, εκείνη τη θλιμμένη σκηνή όπου ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, «με κομμένη την ανάσα», σωριάζεται στο έδαφος, με μια σφαίρα στην πλάτη, μπροστά στα μάτια της Αμερικανίδας μνηστής του.
Η Μάντλιν έστριψε στο μπουλβάρ Ρασπάιγ και πήρε την οδό Ντελάμπρ μέχρι να φτάσει στον Ολάνθιστο Κήπο, το μαγαζί της, το καμάρι της, που το είχε ανοίξει πριν από δυο χρόνια.
Ανέβασε το ρολό μ’ έναν αόριστο φόβο. Ποτέ δεν είχε λείψει τόσο πολύ. Όσο ήταν διακοπές στη Νέα Υόρκη, είχε αναθέσει το κουμάντο του μαγαζιού στον Τακούμι, τον Γιαπωνέζο μαθητευόμενο που τελείωνε την εκπαίδευσή του στην επαγγελματική σχολή ανθοκομίας του Παρισιού.
Όταν μπήκε μέσα στο κατάστημα, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο Τακούμι είχε ακολουθήσει τις οδηγίες της κατά γράμμα. Ο νεαρός Ασιάτης είχε κάνει τις προμήθειες την προηγούμενη μέρα από την αγορά του Ρενζίς και ο χώρος ήταν γεμάτος φρέσκα λουλούδια: ορχιδέες, λευκές τουλίπες, κρίνα, αλεξανδρινά, ελλέβορους, νεραγκούλες, μιμόζες, ασφόδελους, βιολέτες και αμαρυλλίδες. Στο μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που το είχαν στολίσει μαζί, ήταν αναμμένα όλα τα φωτάκια, ενώ από το ταβάνι κρέμονταν συνθέσεις από γκι.
Χαλαρή πια, έβγαλε το μπουφάν, φόρεσε την ποδιά της, πήρε τα εργαλεία της –κλαδευτήρι, ποτιστήρι, σκαλιστήρι– και άρχισε χαρούμενη να κάνει τις πιο επείγουσες δουλειές: καθάρισε τα φύλλα ενός φίκου, μεταφύτευσε μια ορχιδέα, κλάδεψε ένα μπονσάι.
Η Μάντλιν είχε φτιάξει το ανθοκομικό της εργαστήρι όπως ακριβώς το είχε φανταστεί: σαν έναν τόπο μαγικό, ποιητικό, ένα συννεφάκι όπου θα μπορούσε κανείς να ονειροπολεί, μια νησίδα γαλήνης μακριά από την τύρβη και τη βία της πόλης. Ήθελε οι πελάτες της, όποιες και αν ήταν οι δυσκολίες και τα βάσανα της ημέρας, να αφήνουν έξω τις έγνοιες τους μόλις έμπαιναν στο μαγαζί της. Ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, η ατμόσφαιρα στον Ολάνθιστο Κήπο ήταν μαγευτική, παρέπεμπε σε αρώματα παιδικής ηλικίας και σε παλιές παραδόσεις.
Μόλις ξεμπέρδεψε με τις «πρώτες βοήθειες», η κοπέλα έβγαλε έξω τα έλατα, τα τοποθέτησε μπροστά από τη βιτρίνα και, στις εννιά ακριβώς, άνοιξε το μαγαζί.
Βλέποντας τον πρώτο πελάτη να μπαίνει, χαμογέλασε –στους κύκλους του επαγγέλματος μια παλιά παροιμία έλεγε πως αν ο πρώτος πελάτης ήταν άντρας, η μέρα θα πήγαινε καλά–, αλλά μόλις άκουσε αυτό που της ζήτησε, το πρόσωπό της πήρε μια σκυθρωπή έκφραση: ήθελε να παραδώσουν μια ανθοδέσμη στη γυναίκα του ανώνυμα. Αυτό ήταν το καινούριο κόλπο που έκαναν οι ζηλιάρηδες σύζυγοι: έστελναν λουλούδια στη γυναίκα τους ανώνυμα και περίμεναν να δουν την αντίδρασή της. Αν, όταν γυρνούσε ο άντρας στο σπίτι, η γυναίκα δεν του έλεγε τίποτα για τα λουλούδια, προέκυπτε το συμπέρασμα πως είχε εραστή… Ο άντρας πλήρωσε τον λογαριασμό κι έφυγε από το ανθοπωλείο, χωρίς να νοιαστεί καθόλου τι είδους λουλούδια θα έμπαιναν στην ανθοδέσμη. Έτσι, η Μάντλιν άρχισε να φτιάχνει μόνη της τη σύνθεση –την οποία θα παρέδιδε ο Τακούμι μετά τις δέκα στο υποκατάστημα μιας τράπεζας στην οδό Μπουλάρ–, όταν μέσα στο ανθοπωλείο άρχισε να ακούγεται το «Jumpin’ Jack Flash». Η ιδιοκτήτρια του ανθοπωλείου έσμιξε τα φρύδια. Το διάσημο κομμάτι των Rolling Stones ακουγόταν μέσα από το σακίδιό της, εκεί που βρισκόταν το τηλέφωνο εκείνου του τύπου, του Τζόναθαν-κάπως. Δίστασε να απαντήσει και, μέχρι να αποφασίσει, το τηλέφωνο είχε σταματήσει να χτυπάει. Για ένα λεπτό ακολούθησε σιωπή, ώσπου ένας σύντομος, κοφτός ήχος φανέρωσε ότι κάποιος είχε στείλει μήνυμα.
Η Μάντλιν σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Δεν θα άκουγε ποτέ ένα μήνυμα που δεν προοριζόταν για την ίδια… Είχε και δουλειές να κάνει! Κι έπειτα δεν της καιγόταν καρφάκι γι’ αυτόν τον Τζόναθαν-κάπως, έναν τύπο τόσο δυσάρεστο κι αγροίκο. Κι έπειτα…
Μια ακατανίκητη περιέργεια την έκανε να πατήσει την οθόνη αφής και να κολλήσει το κινητό στο αυτί της. Από τη συσκευή ακούστηκε η μπάσα και διστακτική φωνή μιας Αμερικανίδας με ελαφρώς ιταλική προφορά, η οποία με δυσκολία συγκρατούσε τους λυγμούς της.

Τζόναθαν, εγώ είμαι, η Φραντσέσκα. Πάρε με στο τηλέφωνο, σε παρακαλώ. Πρέπει να μιλήσουμε, πρέπει να… Το ξέρω πως σε πρόδωσα, το ξέρω πως δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί τα κατέστρεψα όλα. Γύρνα πίσω, σε παρακαλώ, κάν’ το για τον Τσάρλι και για μας. Σ’ αγαπώ… Το ξέρω, δεν θα καταφέρεις να το ξεχάσεις ποτέ, αλλά θα με συγχωρήσεις. Μόνο μία ζωή έχουμε, Τζόναθαν, και είμαστε φτιαγμένοι για να την περάσουμε μαζί και να κάνουμε κι άλλα παιδιά. Έλα, ας συνεχίσουμε τα σχέδιά μας, ας συνεχίσουμε τη ζωή μας όπως πριν. Χωρίς εσένα δεν έχει νόημα πια η ζωή…

Η φωνή της Ιταλίδας έσβησε μέσα σε μια απέραντη θλίψη, και το μήνυμα σταματούσε εκεί.
Η Μάντλιν έμεινε ακίνητη γι’ αρκετά δευτερόλεπτα, συγκλονισμένη απ’ αυτά που είχε ακούσει και καθηλωμένη από τις ενοχές. Ανατρίχιασε ολόκληρη κι ύστερα ακούμπησε στον πάγκο το κινητό, μουσκεμένο ακόμη από τα δάκρυα της άγνωστης γυναίκας. Αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει.

 

Γιώργος Δουατζής
Related Articles

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.