fbpx
«In Absentia» του Μανόλη Πολέντα
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας / Alexios Mainas

«In Absentia» του Μανόλη Πολέντα

1. 

Τι εστί χάρισμα
και τι να χαρίζεις ό,τι έχεις
για μιαν ελπίδα που ήταν ιδέα

όταν η ιδέα έχει εγκαταλείψει την ελπίδα – 

ας άντεχα να θυμηθώ  
τα τελευταία λόγια που αντάλλαξα – με ποιον εαυτό; –  
την τελευταία φορά που μίλησα. Ας  
άντεχα να μετρήσω τη δυστυχία ανάποδα.
Να κερδίσω χάνοντας. Να ελαχιστοποιήσω το άχρηστο αυτό   
Χάος    και το χρέος του  
απέναντί μου.
Ίσως και να ανασυντεθεί – μα πια μόνον από μόνο του.

Μιλώ βραχνά αλλά τουλάχιστον μιλώ ακόμα 
γιατί υπάρχει ακόμα το νερό 
που κυλούσε πάνω στην πέτρα και είχε νόημα. Και το  
σάπιο σκαρί που με κουβαλάει κι εμένα λίγο πιο πέρα 
ας το συντρόφευαν ας το οδηγούσαν τα δελφίνια που   
είδα φεύγοντας    ανοιχτά της Κρήτης

ας μ’ έφερναν κι εμένα στα μέτρα τους.  

Θα συνουσιαστείς ξανά, θεέ, με τους ανθρώπους   

κι ας πηγαίνει ο χρόνος χαμένος 
όταν περιμένεις να περάσει.  

Και του ανθρώπου η ώρα συννέφιασε 
βρέχει έξω η μέσα του καταιγίδα 
ή και αντίστροφα.   
Ενδοχώρα 
ανείπωτη, χωρίς σαγήνη καμία, 
συνουσιάζεται κι αυτή τώρα με το σκοτάδι 
τη μελλούμενη μοναξιά. 

Κοίταζα έξω και κάπνιζα. Αφύσικος 
διάδοχος του φωτός 
χαμογελούσα με γνώση και πικρία 
δε χρειάστηκε να γράψω κανένα ποίημα  

στην καταδίκη  
του ξένου χρόνου.

 

2.

Μοιάζει να είν’ αργά 
και ο κόσμος δεν είναι μεγαλύτερος 
οι μάχες που δεν έμοιαζαν να χάνονται 
χαθήκαν όπως η αξία που φέρουν τα ψεύτικα χαμόγελα 
κι εσύ δεν πρόλαβες – ναι, απέτυχες κι εσύ   
να συντηρήσεις του φωτός σου τις δυνάμεις.   
Οι κερασιές ανθίζαν  
την ίδια ώρα που οπισθοχωρούσαν οι δυνάμεις. 
Η ιδέα και η ελπίδα.  
Μόνος τώρα, να, γνέφω στα ωραία και αληθή 
με τόσες απώλειες σε έμψυχο υλικό. 

Μπήκαν σε μικρές φυλακές 
για να ζήσουν εν ειρήνη οι ήχοι  
των ματαιωμένων προσδοκιών των ανθρώπων.  
Φύγανε, ματωμένοι, ματαιωμένοι κι αυτοί, 

πριν σημαδέψουν μία, κάλπικη έστω, 
υπόδειξη πως κανένας παράδεισος δεν πρόσφερε τις πιθανότητες 
να ανοίξουν φτερά  
αλάργο το τοπίο πάνω   
από το πέλαγο γι’ αυτούς με το χαμόγελο της προσδοκίας 
κι εσύ, θε μου, και πάλι αναλαμβάνεις την ευθύνη 
[και οι λαοί δεν αφουγκράζονται τους ποιητές].
Και πρέπει να βρω άλλον τρόπο να πολεμήσω. 

 

3.
Ντιβερτιμέντο

Τυχαίνει να ξυπνάς πολύ πρωί καμιά φορά 
ή μάλλον νύχτα ακόμη 
για να σιγουρευτείς πόσο θλιβερό 
είν’ το αλάνθαστο και πόσο αδρανής μπορείς να μείνεις μέσα στο όνειρο 
που δεν είδε ξημέρωμα, γλώσσα σεμνή, ψυχρή που με ακρίβεια  
κόβει την ψυχή, καίει τον ποιητή. 

Σήκω, 
μην άφησες πνοή πίσω σου ξεχασμένη στων αλόγων τις ράχες 
να δεις τον κόκκινο ουρανό, το αίμα του χρόνου μπροστά 
τους ακαμάτηδες νεκρούς που σκιάζουν τις ρυτίδες 
ανάμεσα στην αγάπη και τον πόνο της 
στην άδικη εξουσία    στην απουσία. Δε γίνεται 
εδώ να τελειώσει γονατισμένη η δικαιοσύνη για το δίκιο 
χαμένη, αδικοχαμένη να τη χλευάζουν   
τα τρένα που περνούν με σκελετούς κολλημένους στα παράθυρα 
να κοιτούν χωρίς να βλέπουν 
τα συντρίμμια. Σήκω, θα έρθω κι εγώ  
τώρα που δεν μπορώ να θυμηθώ πού άφησα τον ορίζοντα 
τις πιο ατίθασες της δικαιοσύνης στρατιές  τον πόθο που πασχίζει   
τρεκλίζοντας να ξαναβγεί στον ήλιο.     

 

4.   
(Σε Μι ύφεση ελάσσονα) 

Φταίει όμως κι η Άνοιξη
που πάτησε πάνω στα συντρίμμια και φέτος πέρασε 
φθαρτή χωρίς όμως να μείνει λίγο εδώ 
να μοιραστεί 
την απώλεια, να κοιταχτεί 
να δει πόσο κι εκείνη μικραίνει 
όταν μακραίνει η αδικία 
μικραίνει το δίκιο των πολλών 
μοιάζει να τυφλώνεται ο ίδιος ο θεός  
δεν υπάρχει.    

Μοιάζει να μην υπάρχει   
να μην αγαπά ούτε καν το κενό που αγάπησε 
που θέλησε και κάποτε μπόρεσε να γεμίσει με όραμα 
που να αξίζει για την άλλη γενιά 
’κείνη που έρχεται που ήρθε και πέρασε 
αφήνοντας πίσω της κι άλλα συντρίμμια 
της αδικίας. Τον χρόνο να κάνει πίσω. Να μην καταλαβαίνει 
το διάβα του. 
Να ακυρώνει τους ποιητές που σαγηνεύει και εκμαυλίζει κάθε φορά 
να αφήνει ορφανούς εκείνους που σάστισαν μπροστά στην ομορφιά της 
κι εξαφανίστηκαν. Που, τέλος πάντων, δεν άντεξαν τη θλίψη 
που υπέκυψαν και μείναν πίσω γιατί ήταν απ’ την αρχή μπροστά ή πιο μπροστά.

Φταίει όμως κι η Άνοιξη 
που δεν μου έδειξε ως τώρα 
την καταδίκη μου… 

 

Ο Μανόλης Πολέντας γεννήθηκε το 1955 στα Χανιά. Σπούδασε στις ΗΠΑ και είναι κάτοχος πτυχίου στα Οικονομικά, Master’s στην Πολιτική Οικονομία, Master’s και Ph.D. στη Συγκριτική Λογοτεχνία με έμφαση στην Αγγλική, Ρομαντική, Βικτοριανή και Μοντέρνα Ποίηση. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ, δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός. Η τελευταία ατομική ποιητική συλλογή του έχει τίτλο Βροχή στο Ναύπλιο (Εκδόσεις Ταξιδευτής, 2014). Υπό έκδοση είναι η συλλογή του In Absentia.   

 

Γιώργος Δουατζής
Related Articles
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Κερδίζει έδαφος η φύση» του Βασίλη Παπά

ΣΤΕΛΙΔΑ-ΝΑΞΟΣ (στη Μαριόγκα και στον Βασίλη Κ.) Το βράδυ της Ανάστασης   ο κόσμος αναμένει στην Παντάνασσα να δει πεδίον μάχης τον αυλόγυρο της εκκλησιάς  και μες στο πανδαιμόνιο  να τελεστεί το τυπικόν, παρεμπιπτόντως. Σήμερα Πάσχα στη...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Έναν σωσία βλέπω, όμως πρωτόγνωρο» του Αγαθοκλή Αζέλη

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Μπαινοβγαίνουν οι Γενάρηδες Με σειρά προτεραιότητας Στο χοτ σποτ υφίστανται Κεκανονισμένο σωματικό έλεγχο Μα όλο και κάτι κατορθώνουν Ανεπιθύμητο να το περάσουν Ενώ άλλοι ακαίρως Παραβιάζουν την...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Ανακουφίζεται ο λυγμός απ’ τα δεσμά του» της Πόπης Αρωνιάδα

ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΕΙΣ Το σκοτάδι δε με τρομάζει  έχω κατακτήσει  τον έρωτα του απόλυτου.  Στην αόρατη πίσσα  ανθίζουν αισθήσεις  απ’ την ενσωμάτωση της ύλης  με τη φαντασία  κι ανακουφίζεται ο λυγμός  απ’ τα δεσμά του.  Το φως μήτε που μ’...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.