fbpx
James Davidson: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

James Davidson: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

Ο Δρ Τζέιμς Ντέιβιντσον είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Warwick. Ειδικεύεται στη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας και έχει εκπονήσει σχετικά συγγράμματα, όπως τα Consuming Passions: Appetite, Addiction and Spending in Classical Athens (1994) και Courtesans & Fishcakes: The Consuming Passions of Classical Athens (1997). Η εκτενής μελέτη του The Greeks and Greek Love: A Radical Reappraisal of Homosexuality in Ancient Greece (2008) κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019 στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε έξοχη μετάφραση του Λύο Καλοβυρνά και με τον τίτλο Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως: Μια ριζοσπαστική επανεκτίμηση της ομοερωτικής φιλίας στην αρχαία Ελλάδα. Με αφορμή την ελληνική έκδοση του βιβλίου, ο συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα στις αρχές Δεκεμβρίου του 2019, προκειμένου να παραχωρήσει συνεντεύξεις και να παραστεί σε εκδηλώσεις, και έδωσε διάλεξη στο Μουσείο Ηρακλειδών, όπου πραγματοποιήθηκε η επίσημη παρουσίαση του έργου του. Ιδιαίτερα προσιτός και ευπροσήγορος, δέχτηκε να μας μιλήσει διεξοδικά για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την αρχαία Ιστορία και τους μύθους σε συνάρτηση με τη σύγχρονη πραγματικότητα, καθώς και για τη χρόνια φιλολογική διαμάχη του με τον κορυφαίο (εκλιπόντα, πλέον) καθηγητή της Οξφόρδης, Σερ Κένεθ Ντόβερ.

Μου κίνησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον η ανοιχτή διαφωνία σας με τις θέσεις του Σερ Κένεθ Ντόβερ. Τυχαίνει να έχω μεταφράσει στα ελληνικά μέρος της εκτενέστατης εισαγωγής του στους Βατράχους του Αριστοφάνη, για λογαριασμό ενός εκδότη που δυστυχώς απεβίωσε πριν ολοκληρωθεί το εγχείρημα. Με αφορμή τη μετάφραση, μάλιστα, για ένα διάστημα αλληλογραφούσα μαζί του…

Η δική μου πρώτη επαφή με τον Ντόβερ ήταν μέσα απ’ τα σχολικά βιβλία. Στο Γυμνάσιο μελετούσαμε την εισαγωγή του στις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Δεκαεξάχρονα παιδιά τότε, τη βρίσκαμε απίστευτα διασκεδαστική. Περιέχει μια ενότητα η οποία αφορά ένα ανδρικό μόριο, που η περιγραφή του υποτίθεται πως αλλάζει ανάλογα με το σημείο της φράσης όπου θα μπει η στίξη. Στα αρχαία κείμενα δεν υπήρχαν σημεία στίξης, άρα το ζήτημα είναι, στην ουσία, ανυπόστατο. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ο αείμνηστος Σερ Κένεθ ήθελε πάση θυσία να αποδείξει πως απεχθανόταν την υποκρισία και τις υπεκφυγές και υπηρετούσε αδέκαστα την αλήθεια, την οποία είχε βαλθεί να ξεσκεπάσει, όσο δυσάρεστη και αν ήταν. Έτσι αντιλαμβανόταν την επιστημονική προσέγγιση της Ιστορίας. Αυτό ακριβώς πραγματεύομαι κι εγώ στο βιβλίο μου: την ιδέα μιας υγιούς –ως προς την ιδεολογική της τοποθέτηση, τουλάχιστον– αντιμετώπισης της Ιστορίας, ξεκινώντας από τις απαρχές της, με τον ευγενή στόχο μιας αντικειμενικής, απροκατάληπτης διερεύνησης του πηγαίου υλικού. Η ειρωνεία, ωστόσο, είναι ότι μια παρόμοια μέθοδος μπορεί, τελικά, να αποβεί εις βάρος της αλήθειας. Το υπερβολικό «σκάλισμα» ίσως αποδειχθεί επιζήμιο σε βάθος χρόνου – όπως ένας φιλόδοξος αρχαιολόγος που προκειμένου να φτάσει σ’ έναν θρυλούμενο θησαυρό, σκάβει με τόσο μένος ώστε καταστρέφει ό,τι ξεθάβει στο μεταξύ, χάνοντας το ταξίδι για χάρη ενός αμφίβολου προορισμού.

Είναι επίσης συναρπαστικός ο τρόπος με τον οποίο αναλύετε τους αιτιολογικούς μύθους, σε αλληλουχία με ιστορικά στοιχεία και γεγονότα.

Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά (όπως και ο Πλάτων στο Συμπόσιο) μας δίνει μια εκπληκτική εικόνα της αντίληψης που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για τον κόσμο: στη διάρκεια του ταξιδιού τους, οι Αργοναύτες με την κάθε τους κίνηση δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα. Αντιστρέφοντας τη ροή του χρόνου, οι μύθοι μάς οδηγούν σε εποχές τελετουργιών και μυστηρίων, όπου δεν υπήρχαν δούλοι, ούτε ήταν κανείς αναγκασμένος να εργάζεται. Εποχές όπου δεν υφίσταντο οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα, ούτε ο έρωτας, ούτε ο γάμος, ούτε η ομοφυλοφιλία, ούτε πράγματα καθημερινής χρήσης, όπως, ας πούμε, το κρασί. Μας πηγαίνουν, δηλαδή, πίσω στον καιρό του «πρώτου ευρετή» («primus inventor» στα λατινικά). Το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα εικονίζει τη φιλονικία της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο συγγραφέα Μάρκο Τερέντιο Βάρρωνα, στην αρχαία Αθήνα το δικαίωμα ψήφου ανήκε μόνο στις γυναίκες. Επειδή όμως εκείνες ψήφισαν όλες την Αθηνά, ο Ποσειδώνας πήρε το αίμα του πίσω αφαιρώντας τους τα πολιτικά τους δικαιώματα. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν ίσχυε ποτέ από ιστορική άποψη. Επομένως, διαπιστώνουμε πως ό,τι σήμερα θεωρούμε προφανές και αυτονόητο, είχε μια απαρχή, την οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει ο μύθος, πλάθοντας έναν διαφορετικό κόσμο, μια διαφορετική πραγματικότητα. Εξάλλου, για να δηλώσουμε τον αιτιολογικό μύθο στα αγγλικά χρησιμοποιούμε τη λέξη «aetiology», που η ρίζα της είναι ελληνική. Το σύμπαν στο οποίο ζούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σημείωνε «σωρευτική» πρόοδο, με την προσθήκη όλο και περισσότερων νέων στοιχείων και συστατικών. Βίωναν το παρόν τους στην εν εξελίξει πορεία του – το άκρως αντίθετο του χριστιανισμού, ο οποίος πρεσβεύει την κυκλικότητα, απαξιώνοντας το παρόν και προσβλέποντας σ’ ένα μέλλον που ταυτίζεται με το παρελθόν, δηλαδή τον Παράδεισο.

Γι’ αυτό, άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φέρει τους θεούς στα μέτρα τους…

Όντως, είναι τρομερά ενδιαφέρον το ότι οι θεοί έπρεπε να συντηρούνται με κάποιον τρόπο, κάποιον μηχανισμό που δεν νομίζω να τον κατανόησε ποτέ κανείς. Οι θεοί είχαν ανάγκη τις θυσίες, το νέκταρ και την αμβροσία, που τους εξασφάλιζε την αθανασία, την προστασία από τη φυσική φθορά. Ξεχώριζαν απ’ τους θνητούς χάρη στη διατροφή τους. Ο Θεός των χριστιανών, αντίθετα, μένει ίδιος κι απαράλλαχτος, ανεξάρτητα απ’ τους ανθρώπους. Όταν η θεά Δήμητρα, πενθώντας την κόρη της, την Περσεφόνη, αφάνισε τις σοδειές, αυτό σήμαινε πως οι υπόλοιποι θεοί θα στερούνταν τις θυσίες προς τιμήν τους. Ήταν ένα είδος απεργίας ενάντια στους θεούς. Κι έτσι το πρόβλημα το είχαν εκείνοι, όχι οι θνητοί. Σχετικός είναι και ο μύθος του Γανυμήδη, που πάντα αντιμετωπιζόταν σαν μια μάλλον τετριμμένη, ανάλαφρη ιστορία. Κατά την έρευνά μου, όμως, παρατήρησα ότι η αρχαία Ολυμπία –που δεν ήταν απλώς ένας χώρος αθλητικών διοργανώσεων, αλλά το σπουδαιότερο ιερό κέντρο στην Ελλάδα– είναι γεμάτη αγάλματα του Γανυμήδη. Ακόμα, μια κύλικα άφθαστης τέχνης και ομορφιάς, που με όχι και τόσο νόμιμο τρόπο είχε βρεθεί στο μουσείο Γκέτι τον 19ο αιώνα και τελικά επιστράφηκε στην Ιταλία, παριστάνει στη μια πλευρά της την Ηώ με τον θνητό ήρωα Κέφαλο και στην άλλη τον Δία να κυνηγάει τον Γανυμήδη, ο οποίος κερνά αμβροσία ή νέκταρ δίπλα σ’ έναν βωμό με καπνούς από πρόσφατη θυσία. Άρα δεν πρόκειται για κωμική απεικόνιση των τσιλημπουρδημάτων του Δία, αλλά για μια παράσταση με βαρύνουσα σημασία: η ουσία της θυσίας διυλίζεται και προσφέρεται στον άνακτα των θεών.

Ο «ελληνικός έρωτας» δεν ήταν ένα φαινόμενο με πανομοιότυπες εκφάνσεις, ούτε, σε τελευταία ανάλυση, ήταν πια και τόσο διαδεδομένος. Απλώς οι αρχαίοι Έλληνες δεν τον έτρεμαν όπως εμείς.

Η σχέση θεών και θνητών –δηλαδή η πίστη στο θεϊκό στοιχείο μέσα στα συμφραζόμενα της εποχής εκείνης– σας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα.

Ναι, βέβαια. Και σε έμμεση συνάρτηση μ’ αυτό, διαπίστωσα επανειλημμένα πως το θέμα της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα παρουσιάζεται είτε ως κάτι το αξιογέλαστο, είτε ως ταμπού. Κανείς δεν το παίρνει στα σοβαρά. Τέτοια ζητήματα πολύ εύκολα τείνουν να περιθωριοποιούνται – και ειδικά το συγκεκριμένο αποτελεί την κύρια αιτία καβγάδων με τους συναδέλφους μου. Υπάρχουν άπειρα βιβλία σχετικά με τον ελληνικό πολιτισμό, τους αθλητικούς αγώνες ή τη φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα, μέσα στα οποία βρίσκουμε αναφορές στον λεγόμενο «ελληνικό έρωτα», ή αλλιώς «ελληνικό έθιμο». Οι συγγραφείς τους καταφέρνουν να μιλούν γι’ αυτό χωρίς να το συζητούν. Μα δεν βλέπουν ότι η Ελλάδα βρίθει από αγάλματα γυμνών αντρών; Είναι δυνατόν να πρόκειται για απλή σύμπτωση; Όλοι, όμως, ποιούνται την νήσσαν. Ισχυρίζονται ότι δεν έχουν πρόβλημα, αλλά στην πραγματικότητα έχουν και παραέχουν.

Δεν αποβάλλει κανείς εύκολα τις αντιλήψεις με τις οποίες γαλουχήθηκε…

Έτσι είναι, δυστυχώς. Μου έκανε, μάλιστα, εντύπωση το ότι ο Πλάτων το είχε ήδη προβλέψει. Στους Νόμους, όπου περιγράφει ένα σύστημα πιο εφαρμόσιμο απ’ ό,τι στην Πολιτεία, εμφανίζεται αρνητικά διακείμενος απέναντι στην ομοφυλοφιλία, καθώς και στη μοιχεία, υποστηρίζοντας τη συγκράτηση των ορμών και την παραγωγική δραστηριότητα προς όφελος της πόλης και εξισώνοντας την ομοφυλοφιλία με την αιμομιξία. Επιστρατεύει, λοιπόν, τους μύθους (όπως του Οιδίποδα) για παραδειγματισμό. Ο χριστιανισμός, που βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον Πλάτωνα, δεν έλαβε καν υπόψη του την αντίφαση ανάμεσα στους Νόμους και το Συμπόσιο. Και για να απαντήσω στην προηγούμενη ερώτησή σας, αυτήν ακριβώς την αντίφαση ενσαρκώνει ο Γανυμήδης. Στον Φαίδρο, όπου η στάση του Πλάτωνα απέναντι στις ομόφυλες σχέσεις είναι θετική, γίνεται επίσης αναφορά στον Γανυμήδη: η αμβροσία που κερνά είναι σύμβολο του Ίμερου, του ερωτικού πάθους, ενώ η μεταμόρφωση του Δία σε αετό συμβολίζει την ψυχή, η οποία ανεβαίνει πετώντας στα ουράνια. Υπέροχη εικόνα και πολύ δυνατή. Το αλληγορικό αυτό επίχρισμα του μύθου έγινε εξαιρετικά δημοφιλές κατά την Αναγέννηση – χάρη, επιπλέον, στην ετυμολογία του ονόματος «Γανυμήδης» που προτείνει ο Ξενοφών (από το «γάνυται μήδεα», δηλαδή «απολαμβάνει τις σκέψεις»), χαρακτηρίζοντας τον νεαρό οινοχόο του Δία «ηδυγνώμονα» μάλλον παρά «ηδυσώματο». Έτσι, ο αναγεννησιακός καθολικισμός μετέτρεψε τον Γανυμήδη σε σύμβολο θρησκευτικής πίστης και ευλάβειας, ενώ, απ’ την άλλη, δεν έπαψε να τον θεωρεί προσωποποίηση της ειδωλολατρικής έκλυσης των ηθών. Η μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε τόσο εναντίον τους, όσο και ως θεμέλιο της χριστιανικής φιλοσοφίας, που πρεσβεύει την πνευματικότητα – πράγμα στο οποίο συνίσταται η κεντρική αντίφαση της μετα-ειδωλολατρικής Ευρώπης.

Κάτι ανάλογο με το Άσμα Ασμάτων, που αν και είναι γαμήλιο τραγούδι με απροκάλυπτα ερωτικό περιεχόμενο, έχει συμπεριληφθεί στα ιερά κείμενα.

Πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Κάθε φορά, οι νεότερες ιδέες αφομοιώνουν τις παλιές, προσαρμόζοντάς τες στο δικό τους πνεύμα. Ωστόσο, η Ιστορία είναι περίπλοκη – ποτέ δεν μπορούμε να πούμε πως η μια πλευρά κέρδισε και έκλεισε το θέμα. Γιατί πάντα καραδοκεί ο καταχωνιασμένος αντίλογος, που με την πρώτη ευκαιρία θα βγει στην επιφάνεια.

Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά διαβάζοντας την ανάλυσή σας για τις απαγωγές θνητών από θεούς, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι επρόκειτο για ανθρωποθυσίες…

Διόλου απίθανο. Πολλοί από τους αιτιολογικούς μύθους περιγράφουν, ουσιαστικά, το τελετουργικό μιας ανθρωποθυσίας. Μου έρχεται στον νου η θυσία της Ιφιγένειας – σε μια παραλλαγή του μύθου, ωστόσο, τη θέση της Ιφιγένειας παίρνει ένα ελάφι. Στην Αυλίδα υπήρχε ναός της Αρτέμιδας, όπου πιθανότατα θυσιάστηκε κάποτε ένα άγριο ζώο. Κάθε κοινωνία, στις απαρχές της, έχει σκοτώσει ανθρώπους με τελετουργικό τρόπο. Οι Κέλτες, οι αρχαίοι Βρετανοί, οι Μάγιας, οι Αζτέκοι… Σίγουρα υπήρξε και κανιβαλισμός. Όταν ο Γανυμήδης απάγεται απ’ τον Δία, μεταφέρεται στο κέντρο του κόσμου, γι’ αυτό και μένει αιώνια νέος. Αντίθετα, ο Κέφαλος γερνά, διότι η Ηώς τον πήγε στην άκρη –τη δύση– του κόσμου. Η θηλυκή θεότητα είναι επικίνδυνη, γιατί απορροφά την ενέργεια του αγαπημένου της, τον «ξεζουμίζει», ενώ ο Δίας έχει τον Γανυμήδη στα πούπουλα. Από μια διαφορετική σκοπιά, οι συγκεκριμένοι μύθοι ίσως αφορούν το πέρασμα του χρόνου και την εναλλαγή των εποχών.

Πότε πρωτοεμφανίστηκε ο όρος «ελληνικός έρωτας»;

Όσο και αν έψαξα, δεν κατάφερα να βρω την πρώτη «επίσημη» καταγραφή του. Η πιο κοντινή έκφραση που συνάντησα ήταν «το ελληνικό έθιμο» ή «η συνήθεια των Ελλήνων». Υποθέτω ότι καθιερώθηκε μέσα στον 19ο αιώνα, περισσότερο ως ευφημιστική υπεκφυγή. Είναι όρος μάλλον παλιομοδίτικος – και όταν τον έβαλα στον τίτλο του βιβλίου μου, οι εκδότες φοβήθηκαν πως κανείς δεν θα καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσα. Γι’ αυτό και προσθέσαμε τον επεξηγηματικό υπότιτλο. Τον 19ο αιώνα, όμως, η έκφραση «ελληνικός έρωτας» σήμαινε κάτι πολύ συγκεκριμένο – λειτουργούσε, ας πούμε, καλυπτικά. Η αμφισημία της ήταν χρήσιμη τα χρόνια εκείνα. Κι εγώ ήθελα να τη διατηρήσω, μαζί με την ιστορική διάσταση του θέματος. Διότι η αμφισημία είναι η μόνη αλήθεια.

Εξάλλου, δεν περιορίζεστε στον ομόφυλο έρωτα…

Φυσικά. Αναφέρομαι, λόγου χάρη, στις εταίρες, στις οποίες, μάλιστα, ήταν αφιερωμένο το πρώτο μου βιβλίο. Κι εκείνες τις καλύπτει ένα μυστήριο. Ήταν πόρνες με τη σημερινή έννοια ή όχι; Αναζητώντας με τη σειρά τους την αλήθεια, οι φεμινίστριες –στις οποίες οφείλουμε να αναγνωρίσουμε σπουδαιότατα επιτεύγματα ως και μέσα στη δεκαετία του ’60– για μια ακόμα φορά κατέληξαν σε υπεραπλουστεύσεις. Θεώρησαν τις εταίρες αποκλειστικά «σκεύη ηδονής». Μα έλα που δεν ήταν ακριβώς έτσι… Η Ασπασία, η Φρύνη, η Λαΐς, η Θαΐς, η Νέαιρα, δεν ήταν αντικείμενα αγοραπωλησίας. Κι εδώ, όπως και στην περίπτωση της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα, σκοπός μου ήταν να τονίσω την εξέχουσα σημασία της αμφισημίας. Οι ίδιες οι εταίρες, άλλωστε, δεν ήθελαν να ξέρει κανείς τι γινόταν στα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους. Δεν είχαν «πελάτες», αλλά «φίλους» –«αγαπητικούς» θα τους αποκαλούσαμε σήμερα–, κανένας απ’ τους οποίους δεν είχε ιδέα πού όδευε η κατάσταση. Μπορεί να επρόκειτο για σχέση διαρκείας, μπορεί και όχι. Στην ουσία, ήταν ένα παιχνίδι ελευθερίας, όπου η ανδρική σεξουαλικότητα λειτουργούσε μέσω της απουσίας καθορισμένου ρόλου. Και η αμφισημία αυτή καθαυτήν, η μυστικοπαθής διακριτικότητα που περιέβαλλε την όλη υπόθεση, εμπεριείχε το στοιχείο της ερωτικής σαγήνης. Οι αρχαίοι Έλληνες ξόδευαν πρόθυμα περιουσίες ολόκληρες για χάρη των εταιρών – εθίζονταν σ’ αυτές, όπως στον τζόγο. Συχνά οι εταίρες της αρχαίας Ελλάδας παρομοιάζονται –όχι άστοχα– με τις Γιαπωνέζες γκέισες, που δεν πουλούσαν ωμά σεξ, αλλά προσφέρονταν να συμμετάσχουν σ’ ένα εκλεπτυσμένο παιχνίδι. Όσο κι αν μια εταίρα στηριζόταν οικονομικά στους «φίλους» της, είναι άδικο να μιλάμε για υποκρισία και σεξουαλική εκμετάλλευση. Καλό είναι να αποφεύγουμε τους αφορισμούς, ιδίως για θέματα που εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να τα γνωρίζουμε σε βάθος.

Στις μέρες μας, δυστυχώς, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο: κυριαρχεί η τάση να κολλάμε κατηγορηματικές ταμπέλες στα πάντα.

Έχετε δίκιο. Στον εικοστό πρώτο αιώνα, κοντεύουμε να χάσουμε την ικανότητα να διακρίνουμε αποχρώσεις – αν δεν την έχουμε κιόλας χάσει. Και το χειρότερο, έχουμε πειστεί πως με τον τρόπο αυτόν θα βλέπουμε πιο καθαρά τον κόσμο. Έτσι, όμως, καταργούμε τις διαστρωματώσεις των εννοιών, ώσπου η ουσία, στο τέλος, μας διαφεύγει. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, αναφέρθηκα προηγουμένως στις αποχρώσεις της λέξης «έρωτας». Όταν ένας σύγχρονος Άγγλος λέει «eros» και «erotic» ή «erotica» δεν εννοεί το ίδιο μ’ έναν σύγχρονο Έλληνα που χρησιμοποιεί τις λέξεις «έρωτας» και «ερωτικός». Ομολογώ πως τη λεπτομέρεια αυτή δεν τη γνώριζα. Στη νέα ελληνική γλώσσα (αντίθετα απ’ ό,τι στην αγγλική, μετά τον 19ο αιώνα) οι συγκεκριμένες λέξεις δεν έχουν απαραίτητα σεξουαλική χροιά: ο όρος «ερωτική ποίηση» αναφέρεται στο συναίσθημα, όχι σε πορνογραφικές περιγραφές της ερωτικής πράξης. Το ίδιο και στην αγγλική, ως τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα. Αργότερα, όμως, η έννοια χρωματίστηκε σεξουαλικά. Όταν, λοιπόν, μεταφράζουμε τις λέξεις αυτές από τα αρχαία ελληνικά κείμενα, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας την αρχική τους σημασία. Άλλος ένας λόγος για τον οποίο συχνά επικρίνω τους συναδέλφους μου: δεν προσέχουν καθόλου, πέφτουν μέσα σ’ εκείνη ακριβώς την παγίδα που υποτίθεται ότι ξέρουμε πώς να αποφεύγουμε. Έτσι, όταν αποδίδουν, ας πούμε, τον Ερωτικό λόγο του Δημοσθένη ως «erotic essay», που σημαίνει «πορνογραφικό δοκίμιο», πώς να μη βγω απ’ τα ρούχα μου; Από κει και πέρα, είναι πανεύκολο να παρερμηνευθεί η λέξη «εραστής», η οποία, κατά τον φίλο μας τον Σερ Κένεθ, δηλώνει όχι αυτόν που αγαπά, ή έστω πολιορκεί ερωτικά κάποιον άλλον, αλλά αυτόν που έχει τον ενεργητικό ρόλο στο σεξ. Και στην εξωφρενική αυτή παρανόηση στηρίχτηκαν θεωρίες ολόκληρες. Ο Φουκό είχε δίκιο όταν έγραφε πως οι ακαδημαϊκοί, με το προκάλυμμα της ρητορικής παρρησίας, κατασκευάζουν ένα δικό τους «παιχνίδι αλήθειας», όπου αποφασίζουν αυθαίρετα τι θα είναι αποδεκτό και τι όχι. Αυτό, ίσα ίσα, επιδιώκω να καταδείξω στο βιβλίο μου.

Κι εγώ εκτίμησα ιδιαίτερα το ότι αμφισβητείτε αντιλήψεις που ως τώρα θεωρούνταν δεδομένες, αν και πηγάζουν από παρανοήσεις και παρερμηνείες αιώνων.

Μα το επιστημονικό μου καθήκον το επιβάλλει. Όπως, ας πούμε, το να επιχειρήσω να ανασκευάσω μια πεποίθηση τόσο βαθιά ριζωμένη, ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να αποβληθεί: την ιδέα ότι η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα συνδεόταν άρρηκτα με την εκπαίδευση. Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα βρίσκουμε, βέβαια, σχετικές αναφορές, αλλά απ’ τα συμφραζόμενα είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται για μια νεοφανή τοποθέτηση, μια ιδανική λύση την οποία επινόησε και προτείνει ο Πλάτων, και όχι για ευρέως διαδεδομένη πρακτική της εποχής του. Αν συνέβαινε σε μεμονωμένες περιπτώσεις, σίγουρα δεν ήταν ο κανόνας. Δυστυχώς, με τέτοιου είδους παρανοήσεις μεγάλωσαν γενιές και γενιές.

Δεν ήταν δυνατόν, εξάλλου, να πρόκειται για καθιερωμένη πρακτική.

Φυσικά και όχι, και χαίρομαι που γίνεται κατανοητό. Καλώς ή κακώς, η εκπαίδευση συνδεόταν –και εξακολουθεί να συνδέεται– με την πολιτική και την εξουσία (ή/και την οικονομική υπεροχή) μάλλον, παρά με τον έρωτα. Οι ιδιωτικοί δάσκαλοι των πλούσιων νεαρών Αθηναίων φρόντιζαν για τη μελλοντική καταξίωση των μαθητών τους, κυρίως μέσω της πολιτικής και της κοινωνικής επιρροής – και δεν αποκλείεται ορισμένοι να εκμεταλλεύονταν τη θέση τους. Αν στην πορεία προέκυπτε η ανάγκη άλλου είδους «συναλλαγής», εννοείται πως ήταν μέσα στο παιχνίδι του δούναι και λαβείν, όπου δεν είχε καμιά θέση ο εξιδανικευμένος «παιδαγωγικός» έρωτας. Η αλήθεια, όπως πάντα, βρίσκεται κάπου στη μέση. Και η δική μου αρχή είναι να μην εκφράζομαι ποτέ αφοριστικά. Δεν επιδιώκω ούτε φιλοδοξώ να λύσω μια και καλή το ζήτημα, αλλά να εκθέσω την πολυπλοκότητά του. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν χαρακτηριζόταν από ομοιομορφία – δεν μπορούμε, επομένως, να κάνουμε συλλήβδην εκτιμήσεις. Ο «ελληνικός έρωτας» δεν ήταν ένα φαινόμενο με πανομοιότυπες εκφάνσεις, ούτε, σε τελευταία ανάλυση, ήταν πια και τόσο διαδεδομένος. Απλώς οι αρχαίοι Έλληνες δεν τον έτρεμαν όπως εμείς. Δεν έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε μ’ ένα θέμα ειδικού ενδιαφέροντος για ομοφυλόφιλους μελετητές. Εγώ, απ’ την πλευρά μου, δεν έχω να προτείνω τίποτα καινούργιο. Αυτό που με νοιάζει είναι να θέσω τα ερωτήματά μου, να ανακινήσω το ζήτημα ώστε να προκαλέσει νέες συζητήσεις, αντιδράσεις και προσεγγίσεις. Ακόμα περιμένω! Απ’ την άλλη, έχω παρατηρήσει το εξής τραγελαφικό: στα αμερικανικά πανεπιστήμια, όποιος δεν έχει έφεση στα γράμματα μπορεί να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, ώστε να αναπληρώσει τους βαθμούς του. Κι έτσι, η διδακτέα ύλη περιλαμβάνει βιβλία σχετικά με τον αθλητισμό στην αρχαία Ελλάδα. Ξέρετε, οι Αμερικανοί παριστάνουν τους απελευθερωμένους και τους ανοιχτόμυαλους, στην πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ «κουμπωμένοι», ιδίως απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Η ειρωνεία, εδώ, είναι ότι με το να προωθούν τον αθλητισμό ως εναλλακτική ακαδημαϊκή σπουδή, εκθέτουν τους φοιτητές σε υλικό και περιβάλλον κατεξοχήν ομοερωτικό…

Γιατί ο ομοερωτισμός έχει συνδεθεί συγκεκριμένα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ υπάρχουν καταγεγραμμένα δείγματά του και σε άλλους πολιτισμούς;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Τον 19ο αιώνα γράφτηκε μια εξαιρετική μελέτη από τον εξερευνητή Σερ Ρίτσαρντ Μπέρτον, ο οποίος μετέφρασε επίσης τις Χίλιες και μία νύχτες. Σύμφωνα με τη θεωρία του –που δεν στάθηκε δυνατό να διασταυρωθεί–, υπάρχει η επονομαζόμενη απ’ τον ίδιο «Σωταδική ζώνη» (από το όνομα του αρχαίου κωμικού ποιητή Σωτάδη του Κρητός), ένας γεωγραφικός χώρος που εκτείνεται απ’ τη νοτιοανατολική Μεσόγειο ως την Ασία και την Αμερική, Βόρεια και Νότια, μέσα στον οποίο η σοδομία όχι μόνο ήταν γνωστή στους γηγενείς πληθυσμούς, αλλά και αποδεκτή κοινωνικά. Επίσης, οι Άγγλοι και Αμερικανοί στρατιώτες που συνεργάζονταν με Αφγανούς σε πολεμικές επιχειρήσεις, συχνά ανέφεραν την αδυναμία των τελευταίων στα όμορφα αγόρια. Μια πιθανή εξήγηση –ίσως απλοϊκή, αλλά η μόνη που βγάζει νόημα– είναι ότι οι γυναίκες στα μέρη εκείνα δεν πολυβγαίνουν απ’ το σπίτι, οπότε είναι πολύ πιο εύκολο να συναφθούν στενές σχέσεις μεταξύ των αντρών.

Κι εδώ συνέβαινε κάτι παρόμοιο, στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Οι πασάδες είχαν στην υπηρεσία τους όμορφους νεαρούς, Τούρκους και Έλληνες, οι οποίοι εκτελούσαν και άλλου είδους καθήκοντα.

Βλέπετε, λοιπόν, ότι υπάρχει ένας κοινός παράγοντας: η θρησκεία – αν και δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω τον ρόλο της στο συγκεκριμένο φαινόμενο. Ο Πέρσης θεολόγος και ποιητής Ρούμι, για παράδειγμα, υμνούσε με πάθος την αντρική ομορφιά. Μα και στη δική του περίπτωση, το πάθος μετατρέπεται σε ύμνο προς τον Θεό – κάτι αντίστοιχο με τον έρωτα του Δάντη για τη Βεατρίκη, ο οποίος είχε χαρακτήρα πνευματικό. Οι αρχαίοι Έλληνες, πάλι, εκδηλώνονταν με τρόπο κυριολεκτικά μνημειώδη: δεν δίσταζαν να αναπαραστήσουν τα πάθη τους σε κάθε μορφή τέχνης. Δεν τα έκρυβαν πίσω από θρησκευτικές αλληγορίες – απεναντίας, τα διαλαλούσαν. Γι’ αυτό, ίσως, έγιναν πιο γνωστοί ως θεράποντες του ομόφυλου έρωτα.

Και ακόμα περισσότερο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ένα από τα βιβλία της Παλατινής Ανθολογίας είναι αφιερωμένο στην «Παιδική Μούσα»…

Ναι, το βιβλίο ΧΙΙ, του Στράτωνος. Της εποχής εκείνης είναι επίσης ο ποιητής Θεόκριτος, ο αγαπημένος του Όσκαρ Ουάιλντ. Και όμως, η συνεχιζόμενη επικράτηση του φαινομένου δεν ανέκοψε τη διαιώνιση του είδους. Οι πληθυσμοί αυξάνονταν αντί να μειώνονται. Κατά τους κλασικούς χρόνους, η πυκνότητα του πληθυσμού είχε φτάσει στο ζενίθ. Μονάχα στα τέλη του 19ου αιώνα παρατηρήθηκε ξανά παρόμοια αύξηση. Άρα η ομοφυλοφιλία δεν εμπόδιζε τους Έλληνες να αναπαράγονται…

Μάλλον διαχώριζαν τις δραστηριότητές τους – το ότι είχαν γυναίκα και παιδιά ήταν, προφανώς, άλλο θέμα. Η παράδοση επέβαλλε τον γάμο, τη δημιουργία οικογένειας, ανεξάρτητα απ’ τις ερωτικές προτιμήσεις.

Σίγουρα. Κι έπειτα, το ότι η ομοφυλοφιλία εκδηλωνόταν ανοιχτά δεν σήμαινε πως όλοι οι Έλληνες ήταν ομοφυλόφιλοι. Υπάρχει, βέβαια, και μια πολιτισμική διάσταση στο ζήτημα: ένας όμορφος νεαρός με χιλιάδες θαυμαστές ήταν κάτι ανάλογο με κάποιον που σήμερα έχει εκατομμύρια ακολούθους σ’ ένα κοινωνικό δίκτυο. Στην αρχαία Ελλάδα, εντούτοις, το να «σπιτωθεί» ένας νέος άντρας από τον μεγαλύτερο εραστή του ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο, αν όχι και αδιανόητο. Μπορούσε κανείς να ζει με άτομο του ίδιου φύλου εφόσον ήταν συνομήλικό του, μα όχι μεγαλύτερο. Επρόκειτο για άγραφο κανόνα, που η παραμικρή του παραβίαση γινόταν αντικείμενο κουτσομπολιού και διακωμώδησης. Γιατί, αν και επιφανειακά η αρχαία ελληνική κοινωνία έδινε την εντύπωση ενός παραδείσου για τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ποτέ δεν έλειπαν οι παρεκκλίσεις…

Ο άνθρωπος αγαπά τους κανόνες, νιώθει ασφάλεια όταν ξέρει πως υπάρχουν, κι ας μην τους ακολουθεί.

Τις οποίες σατιρίζει ανηλεώς ο Λουκιανός – το «αρνητικό διάστημα» της σάτιρας, ωστόσο, μας δίνει μια εικόνα της κοινωνίας και των ηθών της εποχής.

Ο Λουκιανός είναι εκπληκτικός συγγραφέας. Στους Εταιρικούς διαλόγους του συναντάμε μια απ’ τις πιο επιτυχημένες λεσβιακές σκηνές που έχουν γραφτεί ποτέ. Φανταστείτε να μην είχε διασωθεί το έργο του – τότε θα μας έμενε η εντύπωση ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν παρά μια και μόνη ιδέα για τον ομόφυλο έρωτα. Να, όμως, που ο Λουκιανός μάς παρουσιάζει μια παρενδυτική λεσβία, σε μια σκηνή ξεκαρδιστική, όσο και αποκαλυπτική για τις αντιλήψεις του καιρού του. Ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόταν τότε η σεξουαλικότητα ήταν εξίσου πολυποίκιλος με τον σημερινό. Ακόμα, είναι απολαυστική η περιγραφή των ανθρώπινων αντιδράσεων – διασκεδαστική, ανάλαφρη, ολοζώντανη. Κανένας άλλος αρχαίος πολιτισμός δεν διαθέτει ανάλογα δείγματα γραφής. Εσείς οι Έλληνες ήσασταν και είστε πάντα ευχάριστοι, καλομίλητοι, «έξω καρδιά». Και η ιδιοσυγκρασία σας αντανακλάται στον γραπτό σας λόγο. Μπορεί να είναι η ιδέα μου, αλλά έχω την αίσθηση πως υπάρχει μια ελευθερία, μια ελαστικότητα, μια διάθεση να ακουστούν πολλές φωνές…

Το πρόβλημα –και το παράδοξο, που απηχεί ίσως την αντιφατική στάση του Πλάτωνα– είναι ότι ενώ στην καθημερινή μας αλληλεπίδραση σπάνια περιορίζουμε την εκδηλωτικότητά μας, δυσκολευόμαστε πολύ να συζητήσουμε ορισμένα πράγματα.

Ίσως αν ζούσα για καιρό σ’ ένα παρόμοιο περιβάλλον, θα το κατανοούσα καλύτερα. Κάθε κοινωνία έχει τους δικούς της κανόνες. Στη Βραζιλία, όπου είχα βρεθεί παλιότερα, παρατήρησα ένα άλλου είδους παράδοξο: οι γυναίκες εμφανίζονταν στην παραλία μ’ εκείνα τα υποτυπώδη μπικίνι που δεν καλύπτουν καν τους γλουτούς – ποτέ, όμως, δεν έβγαζαν το πάνω μέρος του μαγιό τους. Το να δείξουν το στήθος τους θεωρείται απρεπές και άσεμνο. Στην Ιαπωνία, πάλι, είναι ταμπού η απεικόνιση του ηβικού τριχώματος, το οποίο έχει άμεσες σεξουαλικές συνδηλώσεις. Εμείς οι Ευρωπαίοι έχουμε μάθει να τρώμε με μαχαιροπίρουνα, στην Ινδία, όμως, τρώνε με τα χέρια – δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν έχουν τρόπους. Κι εδώ στην Ελλάδα, απ’ ό,τι έχω δει, δεν είστε πολύ αυστηροί στο θέμα αυτό – σε μερικά φαγητά, άλλωστε, είναι σχεδόν αδύνατον να χρησιμοποιήσεις μαχαιροπίρουνο. Ο άνθρωπος αγαπά τους κανόνες, νιώθει ασφάλεια όταν ξέρει πως υπάρχουν, κι ας μην τους ακολουθεί. Τι είναι ο πολιτισμός, αν όχι ένα σύνολο οδηγιών που ρυθμίζουν την κίνησή μας μέσα σ’ ένα αχανές πεδίο; Ή ένα σύστημα από φράχτες που ορίζουν την περιοχή του καθενός μας;

 

Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως
James Davidson
μετάφραση: Λύο Καλοβυρνάς
Αλεξάνδρεια
792 σελ.
ISBN 978-960-221-810-5
Τιμή €31,80
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Lidija Dimkovska: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια Λίντια Ντίμκοφσκα γεννήθηκε το 1971 στη Βόρεια Μακεδονία και ζει στη Σλοβενία. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα και μία συλλογή...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Viivi Luik: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ομορφιά της ιστορίας είναι ένα μυθιστόρημα που αναπαριστά γλαφυρά τη ζωή στα Βαλτικά κράτη κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κυριαρχίας. Με αφορμή την κυκλοφορία του στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.