fbpx
Antonio Ferrari: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Antonio Ferrari: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

O Αντόνιο Φεράρι γεννήθηκε στη Μόντενα και εργάζεται στην Corriere della Sera από το 1973, αρχικά ως ειδικός απεσταλμένος και τώρα ως κεντρικός αρθρογράφος και σχολιαστής. Τη δεκαετία του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ασχολήθηκε με την τρομοκρατία, και ειδικότερα με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Ήταν φίλος του δημoσιογράφου Βάλτερ Τομπάτζι, με τον οποίο γύρισε όλη την Ιταλία σε διάφορες δημοσιογραφικές αποστολές και τον οποίο δολοφόνησαν άγνωστοι τρομοκράτες το 1980. Ήταν οι ίδιοι τρομοκράτες που απείλησαν πολλές φορές τον Φεράρι και τον ανάγκασαν να ζήσει για δύο χρόνια με συνοδεία αστυνομικών, μέχρι που μετακινήθηκε ως απεσταλμένος στο εξωτερικό – στη Μέση Ανατολή, στη βόρεια Αφρική και στα Βαλκάνια. Έστειλε ανταποκρίσεις από πολλά πολεμικά μέτωπα και πήρε συνεντεύξεις από όλους τους ηγέτες της περιοχής. Ανάμεσα στα έργα του, Το μυστικό (μτφρ. Δημήτρη Μαμαλούκα, Εκδόσεις Κέδρος, 2019), το οποίο μας έδωσε την αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί, είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του Μυστικού;

Δεν το αποφάσισα εγώ, αλλά η εφημερίδα μου, η Corriere della Sera, και η εταιρεία μου, η Rizzoli Libri, μου ζήτησαν να το γράψω – όχι, σχεδόν μου το επέβαλαν. Η Corriere κόντευε να διαλυθεί από το σκάνδαλο της πραξικοπηματικής μασονικής Στοάς P2, καθώς εμπλεκόταν όλη η ηγεσία της: ο ιδιοκτήτης, ο διευθύνων σύμβουλος, ο διευθυντής, συν μια σειρά γνωστών δημοσιογράφων και δορυφόρων της. Ήταν ένα τρομακτικό σοκ για τη σύνταξη της Corriere, κι έπειτα δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία της είδησης που είχε σταλεί με τέλεξ σε όλες τις ιταλικές και διεθνείς εφημερίδες. Πράγματι, ο αποστολέας ήταν ο Ιταλός πρωθυπουργός, ο Φλαμίνιο Πίκολι. Χίλιες ερωτήσεις συνωθούνταν στο μυαλό μας. Μετά θα μαθαίναμε ότι ο Πίκολι περίμενε περισσότερο από έναν μήνα, προτού δημοσιεύσει τον κατάλογο του τεράστιου χταποδιού που είχε αγκαλιάσει την Ιταλία, και ιδιαίτερα την Corriere, στην οποία έχω αφιερώσει και αφιερώνω σχεδόν εδώ και πενήντα χρόνια την εργασία μου και τον επαγγελματικό μου ενθουσιασμό. Το σκάνδαλο ήταν τεράστιο και το υγιές τμήμα της Corriere ζήτησε από μένα, που ζούσα με συνοδεία (μετά τη δολοφονία του συναδέλφου μου Βάλτερ Τομπάτζι) και παρακολουθούσα τις υποθέσεις της τρομοκρατίας, να γράψω ένα βιβλίο. Ήταν Μάιος του 1981. Φέρθηκα σκληρά και με ευθύτητα σ’ εκείνους που ήρθαν σε επαφή μαζί μου. Τους ενημέρωσα ότι θα έγραφα πράγματα σοβαρά και ενοχλητικά, και μου είπαν να τα γράψω όλα. Ήταν τέτοιο το σκάνδαλο, ώστε πείστηκα αφελώς ότι κι αυτοί ήθελαν να εξιλεωθούν. Κοίταξα στα μάτια τον διευθυντή της Rizzoli Libri: «Μην ανησυχείς. Σε έξι μήνες περιμένουμε το κείμενο. Θα δεις. Πήγαινε στο λογιστήριο και ζήτα να σου δώσουν μια προκαταβολή». Επέμεινα: «Θα γράψω ένα βιβλίο, μα όλα θα είναι ξεκάθαρα. Ακόμη και μερικά μυστικά που συνδέονται με την υπόθεση Μόρο. Όλοι θα καταλάβουν, ακόμη κι αν αλλάξω ημερομηνίες και ονόματα. Είστε σύμφωνος;». «Καλή δουλειά!» ήταν η επιγραμματική απάντησή του. Σαν σε ταφόπλακα, όμως.

Γιατί το μυθιστόρημά σας έμεινε ανέκδοτο για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες;

Γι’ αυτό που μόλις σας εξήγησα. Στην αρχή ήταν όλοι σύμφωνοι. Μόλις το ξανασκέφτηκαν, τρόμαξαν. Τα έβαζα όχι μόνο με τις δυνάμεις εξουσίας της χώρας μου, αλλά και με τους Αμερικανούς, τον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ (στο βιβλίο τον αποκαλώ Γκρόνιντζεν), τους Σοβιετικούς και, κυρίως, ορισμένους διανοούμενους της Αριστεράς, χαβιάρι και σαμπάνια, που τόσο άρεσαν σε αστές κυρίες του Μιλάνου και της Ρώμης. Τέλος πάντων, ήξερα ότι άγγιζα πολύ ευαίσθητες χορδές, αλλά το έγραψα και το βιβλίο παρέμεινε αποκλεισμένο για τριάντα έξι χρόνια. Τα πρώτα δεκαπέντε ερχόταν κάθε τόσο ένα διευθυντικό στέλεχος με καλές προθέσεις και μου έλεγε ότι αργά ή γρήγορα θα κυκλοφορήσει. «Κάνε υπομονή, αλλά εκτιμάμε τις καταστάσεις». «Μα τι εκτιμάτε, αφού εσείς μου ζητήσατε να το γράψω!» Εκείνες τις στιγμές είχα την επίσημη διαβεβαίωση ότι η εξουσία ήταν ένα τεράστιο χταπόδι και πολλές περιστάσεις που είχα ζήσει με βοήθησαν να καταλάβω ότι είχα τολμήσει πάρα πολύ. Οι δυνάμεις της εξουσίας, αν τις χαϊδέψεις, σε καθορίζουν· αν κρατήσεις όμως όρθια την πλάτη σου, αργά ή γρήγορα θα προσπαθήσουν να σε χτυπήσουν. Ακόμη και σήμερα, που ευτυχώς το βιβλίο κυκλοφόρησε από άλλον εκδότη, ξέρω ότι ενόχλησε, επειδή αποκάλυψε όσα δεν έπρεπε να αποκαλυφθούν. Ευτυχώς, το κουράγιο δεν μου έλειψε ποτέ. Πιστέψτε με, όμως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξακολουθώ να το πληρώνω.

Ο Μόρο και ο Μπερλινγκουέρ ήταν δύο μαχητές, πεπεισμένοι ότι υπηρετούσαν μια δίκαιη υπόθεση. Όλο αυτό όμως δεν άρεσε ούτε στην Ουάσινγκτον ούτε στη Μόσχα.

Τι ήταν αυτό που σας άρεσε στη δημοσιογραφία, ώστε να την κάνετε επάγγελμα;

Μα κι ο πατέρας μου δημοσιογράφος ήταν και το όνειρό μου, από τα παιδικά μου χρόνια, ήταν να ακολουθήσω τον δρόμο του. Δυστυχώς, ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν ακόμη παιδάκι εννιά χρονών, με δύο αδέλφια μικρότερα από μένα. Πριν από το πανεπιστήμιο έκανα ιδιαίτερα μαθήματα. Ήμουν έτοιμος για όλα, αρκεί να βοηθούσα τη μητέρα μου. Έπειτα, ένας φίλος του πατέρα μου μου πρότεινε να πηγαίνω κάθε μέρα στο λιμάνι της Τζένοβα (ζούσαμε εκεί), να αντιγράφω τον κατάλογο των πλοίων που είχαν προσορμίσει, τις κινήσεις στην αποβάθρα και τους αριθμούς τηλεφώνου. Μετά έπρεπε να τα πηγαίνω όλα αυτά στην πρώτη μου εφημερίδα, Il Secolo XIX. Άρχισα έτσι, ως χρονικογράφος, και ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα έφτανα στην Corriere della Sera, ότι θα γινόμουν απεσταλμένος της μεγαλύτερης ιταλικής εφημερίδας και αρθρογράφος κύριων άρθρων.

Τα άρθρα σας και τα σχόλιά σας ενόχλησαν πολλούς στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Επειδή γράφατε για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες;

Φοβάμαι πως ναι. Όλα όμως άρχισαν νωρίτερα, όταν έγραψα για τις φασιστικές σκευωρίες με σημαντικές διευθετήσεις. Με τη σφαγή στην πλατεία Φοντάνα στο Μιλάνο, το 1969, χάσαμε πολλοί την ηθική μας αγνότητα και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Καταλάβαμε, παρ’ όλες τις παραπλανήσεις, ότι πίσω τους βρίσκονταν οι δυνάμεις εξουσίας. Μετά ήρθαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Και φοβάμαι ότι κατάλαβα αρκετά γρήγορα πως τα δύο φαινόμενα χρησίμευαν, έστω και από αντίθετα μέτωπα, στους ίδιους δολοπλόκους, στους ίδιους μαριονετίστες. Θα ήθελα να σας θυμίσω ένα επεισόδιο-κλειδί. Οι δυνάμεις της εξουσίας είχαν διαλέξει για την πλατεία Φοντάνα, σαν τέλειο ένοχο, έναν αναρχικό χορευτή, ο οποίος ονειρευόταν τη δόξα του παλκοσένικου και συγχρόνως έκανε εμπρηστικές δηλώσεις εναντίον όλων. Τέλεια επιλογή. Προσπάθησαν και βρήκαν έναν Μιλανέζο ταξιτζή, ο οποίος στις 12 Δεκεμβρίου ορκίστηκε ότι ήταν αυτός, ο Πιέτρο Βαλπρέντα, που στις δέκα και κάτι πήρε το ταξί με τις βαλίτσες γεμάτες βόμβες με κατεύθυνση την πλατεία Φοντάνα. Ο Βαλπρέντα έλπιζε σε μια συνεργασία με τη Rai και στις 12 Δεκεμβρίου βρισκόταν στη Ρώμη. Δεκαετίες αργότερα, η σπουδαία χορεύτρια Κάρλα Φράτσι είπε ότι, όταν έμαθε για τη σύλληψη του Βαλπρέντα, τηλεφώνησε στο αρχηγείο αστυνομίας του Μιλάνου, για να εξηγήσει ότι πριν από έξι ώρες, εκείνη τη 12η Δεκεμβρίου, είχε συναντήσει τον χορευτή στη Ρώμη, στην οδό Τεουλάντα. Παράλογο. Τότε δεν υπήρχαν τα υπερταχύτατα τρένα και ο Βαλπρέντα ήταν άφραγκος. Αλλά από την αστυνομία είπαν στη Φράτσι: «Ξεχάστε το, κυρία. Μην ανακατεύεστε. Είναι πολύ ευαίσθητο ζήτημα».

Τι ήταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, για να μάθουν και οι νεότεροι;

Ήταν ανατρεπτικές ομάδες της άκρας Αριστεράς στις οποίες πίστεψαν πολλοί, όπως γράφω στο βιβλίο. Άλλοι υποψιάζονταν πως ήταν χειραγωγούμενοι. Κι άλλοι γνώριζαν πως ήταν πιόνια σκοτεινών διεθνών παιχνιδιών. Με δυο λόγια, υπήρχε λίγο απ’ όλα. Οι ιδεαλιστές, που μολονότι αποδέχονταν τη βία, ήθελαν να αλλάξουν την κοινωνία· οι πονηροί, που το εκμεταλλεύονταν για να εμφανίζονται σαν ηγέτες άσπιλοι και γενναίοι, και υπήρχαν οι πραγματικοί υπηρέτες, έτοιμοι για οποιαδήποτε συμφωνία με τον διάβολο. Για παράδειγμα, η υπόθεση της γαλλικής σχολής Hyperion και της ετεροκατευθυνόμενης διαχείρισης της τρομοκρατίας έπρεπε να παραμείνει μυστική. Μετά έχουμε τον ρόλο των διάσημων καθηγητών με τη λαχτάρα για την ένοπλη πάλη. Την οποία θα έκαναν οι άλλοι φυσικά, παιδιά τα οποία είχαν μετατραπεί σε κρέας για τα σφαγεία. «Κάψε, νεαρέ, κάψε». Ναι, αναφέρομαι και στον Τόνι Νέγκρι, τον οποίο ξέρω ότι εδώ, στην Ελλάδα, τον έχουν σε μεγάλη εκτίμηση ορισμένοι κύκλοι της Αριστεράς. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Corriere με έστειλε στο Παρίσι για να περιγράψω τη ζωή των εκπατρισμένων Ιταλών. Ένα βράδυ, στο ξενοδοχείο, δέχτηκα ένα δέμα γεμάτο με πολυγραφημένα χαρτιά. Ένα σημείωμα στα γαλλικά, που μπορεί να το είχε στείλει κάποιος υπάλληλος της Rizzoli France, με προειδοποιούσε για μιαν αχρειότητα. Το βιβλίο μου περίμενε πάντα να ολοκληρωθούν οι εκτιμήσεις, αλλά στο μεταξύ η Rizzoli ετοιμαζόταν να βγάλει το βιβλίο του Νέγκρι Il treno di Finlandia (Το τρένο της Φινλανδίας). Στο δέμα υπήρχε το φωτοαντίγραφο. Ο τότε διευθυντής, Πιέρο Οστελίνο, ένας φιλελεύθερος, δεν επενέβη. Προφανώς, ξέσπασε σκάνδαλο στον εκδοτικό οίκο. Αποφάσισαν αμέσως να μη βγάλουν το βιβλίο του Νέγκρι. Φυσικά, όπως μπορείτε να φανταστείτε, η εταιρεία δεν μου φέρθηκε καθόλου τρυφερά.

Γιατί συνέλαβαν και σκότωσαν τον Άλντο Μόρο;

Επειδή ο Μόρο σκεφτόταν να ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο των ΗΠΑ, επιδιώκοντας έναν ιστορικό συμβιβασμό με το ΚΚΙ του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ –έναν πραγματικό κύριο–, που είχε καταφέρει να ξεφύγει από το ασφυκτικό αγκάλιασμα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Μόρο και ο Μπερλινγκουέρ ήταν δύο μαχητές, πεπεισμένοι ότι υπηρετούσαν μια δίκαιη υπόθεση. Όλο αυτό όμως δεν άρεσε ούτε στην Ουάσινγκτον ούτε στη Μόσχα. Ως συνήθως, στην αμερικανική δημοκρατία υπήρχαν δύο όψεις: εκείνη του Λευκού Οίκου, που τότε καθοδηγούσε ο ειλικρινής δημοκράτης Τζίμι Κάρτερ, και η παράλληλη εξουσία, οι δυνάμεις του πραγματικού κακού. Ένας σύμβουλος των τελευταίων στάλθηκε στη Ρώμη για να παρακολουθήσει την απαγωγή του Μόρο, στοχεύοντας να τον δει νεκρό, όπως δήλωσε ο ίδιος. Στη Μόσχα συμφωνούσαν. Ο ιστορικός συμβιβασμός ήταν αφόρητος και για τη σοβιετική ηγεσία.

Πώς αντέδρασε τότε ο πολιτικός κόσμος;

Ο ιταλικός πολιτικός κόσμος ήταν σαστισμένος στα λόγια και αμφίσημος στις πράξεις. Πιστεύω ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγματική βούληση να σώσουν τον Μόρο. Ναι, είχαν δημιουργηθεί οι δύο παρατάξεις: εκείνη της αποφασιστικότητας και εκείνη της διαπραγμάτευσης. Εκτός όμως από μερικές αναλαμπές, η μοίρα του Μόρο ήταν προδιαγεγραμμένη και, κατά την άποψή μου, ήδη από την αρχή.

Ήταν σωστοί οι χειρισμοί διαπραγμάτευσης που έκανε η πολιτική ηγεσία με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες;

Χείριστοι και μολυσμένοι από αμφισημία. Επαναλαμβάνω: δεν ξέρω ποιος ήθελε πραγματικά να ελευθερωθεί ο πρόεδρος της Χριστιανικής Δημοκρατίας (DC). Δεν είχε ούτε θωρακισμένο αυτοκίνητο. Σκέφτομαι ότι η τελευταία Επιτροπή Μόρο, η οποία εξέτασε και τις θέσεις του βιβλίου μου, ανέλυσε πολύ προσεκτικά όλα τα σκοτεινά σημεία μιας τρομακτικής ιστορίας. Σημεία που ελάχιστοι επιθυμούν πραγματικά να αποκαλυφθούν. Ακόμη και σήμερα. Για παράδειγμα, προσπάθησαν να μας πουλήσουν μιαν αλήθεια νερωμένη. Ακόμη και σήμερα δεν είμαστε βέβαιοι πού κρατούσαν φυλακισμένο τον Μόρο. Ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας Λεονάρντο Σάσα, ο οποίος με τίμησε με την εκτίμηση και τη φιλία του, με ρώτησε τι σκέφτηκα διαβάζοντας τα λίγα γράμματα του Μόρο από τη φυλάκισή του (τα άλλα, τα περισσότερα, λες και εξαφανίστηκαν). Απάντησα ότι τον πρόεδρο της Χρ. Δ. οφείλεις πάντα να τον ερμηνεύεις. Όταν έγραφε «είμαι υπό μία πλήρη και ανεξέλεγκτη κυριαρχία», έδινε δύο έμμεσες πληροφορίες: ότι βρισκόταν υπό μία μεγάλη συγκυριαρχία που ξέφευγε από ελέγχους. Επειδή μπορεί να ανήκε σε έναν θεσμό, πιθανόν θρησκευτικό. Ο Σάσα μού έσφιξε θερμά το χέρι.

Στο βιβλίο αναφέρετε μια σειρά δολοφονιών και πολύ τρόμο. Γιατί υπήρξε εκείνη την εποχή τόση βία στην ιταλική κοινωνία;

Αρχικά η βία ήταν μία άτυπη κόρη του 1968 και της κοινωνικής επανάστασης που είχε προκαλέσει. Μετά εμφανίστηκαν στη σκηνή οι δολοπλόκοι, κυρίως Αμερικανοί αλλά και Ιταλοί. Είναι προφανές ότι όταν ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί η εξουσία είχε γίνει πολύ μεγάλος, άρχισαν οι δολοφονίες. Ορισμένες από ανάγκη, άλλες από σκοπιμότητα.

Κατά πόσο αυτά που αναφέρετε στο μυθιστόρημα έχουν σχέση με την πραγματικότητα;

Έχω τα στοιχεία να απαντήσω «σχεδόν όλα». Για την υπόθεση της γαλλικής σχολής Hyperion δεν έπρεπε να μιλήσω. Ήταν κρατικό μυστικό. Η εφημερίδα μου, έχοντας μολυνθεί από την Ρ2, δημοσίευσε τα μυστικά ενός ανθρώπου των μυστικών υπηρεσιών, αποκαλύπτοντας την υπόθεση της Hyperion. Σ’ εκείνο το σημείο, όπως μου αποκάλυψε ένας θαρραλέος δικαστής, οι έρευνες πάγωσαν. Και εκείνες οι δυνάμεις εξουσίας που ήθελαν να εξαφανίσουν τον Άλντο Μόρο πήραν το πάνω χέρι.

Αυτό που με ξανανιώνει είναι οι νέοι και η περιέργειά τους. Αυτοί είναι οι πραγματικές πέτρες όπου σκοντάφτει η μνήμη.

Είχατε συνέπειες στη δημοσιογραφία από το θάρρος να λέτε τη γνώμη σας για τα πολιτικά πράγματα;

Το λέω κυρίως στους νέους. Όποτε πας να αγγίξεις αυτά τα θέματα, κινδυνεύεις και το πληρώνεις πάντα. Το πληρώνω και σήμερα, στα εβδομήντα τρία μου χρόνια, έχοντας βγει στη σύνταξη και παραμένοντας συνεργάτης της εφημερίδας μου, που την αγαπώ εδώ και σαράντα οκτώ χρόνια. Αν ξέρατε πόσοι μου έχουν πει: «Μα γιατί το έκανες;» Πάντα απαντούσα: από το πάθος για την αλήθεια, τουλάχιστον αυτή που εμείς οι δημοσιογράφοι καταφέρνουμε να πλησιάσουμε.

Σήμερα ποια είναι η κατάσταση στην ιταλική δημοσιογραφία; Έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο;

Φοβάμαι πως όχι. Ο κόσμος έχει αλλάξει, αλλά εμείς μείναμε πίσω.

Ποια είναι η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού στο μυθιστόρημά σας;

Υπέροχη. Έπειτα από πολλά χρόνια, η επιθυμία να μάθουμε δεν έσβησε. Αυτό που με ξανανιώνει είναι οι νέοι και η περιέργειά τους. Αυτοί είναι οι πραγματικές πέτρες όπου σκοντάφτει η μνήμη. Ικανοί να ξεσηκώσουν και τους γονείς τους.

Πώς νιώθετε που το μυθιστόρημά σας μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα;

Πραγματικά ευτυχής. Η Ελλάδα είναι η δεύτερη ψυχή μου. Τους ευγνωμονώ όλους και ξέρω ότι πολλοί κύκλοι της ελληνικής Αριστεράς με εκτιμούν και με αγαπούν.

Τι σκέφτεστε για την Ελλάδα και τους Έλληνες;

Τα καλύτερα. Η απόδειξη είναι ότι παντρεύτηκα Ελληνίδα, μια γυναίκα καλλιεργημένη και βαθυστόχαστη.

Τι θα συμβουλεύατε τους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;

Να ξέρουν ότι όσα λέω είναι αλήθεια. Για τα υπόλοιπα ας κρίνουν, αφού διαβάσουν το βιβλίο.

Μετάφραση από τα ιταλικά: Γιώργος Κασαπίδης

 

Το μυστικό
Η αληθινή ιστορία της απαγωγής του Άλντο Μόρο
Antonio Ferrari
μετάφραση: Δημήτρης Μαμαλούκας
Κέδρος
448 σελ.
ISBN 978-960-04-4958-7
Τιμή €17,50
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Lidija Dimkovska: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια Λίντια Ντίμκοφσκα γεννήθηκε το 1971 στη Βόρεια Μακεδονία και ζει στη Σλοβενία. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα και μία συλλογή...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Viivi Luik: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ομορφιά της ιστορίας είναι ένα μυθιστόρημα που αναπαριστά γλαφυρά τη ζωή στα Βαλτικά κράτη κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κυριαρχίας. Με αφορμή την κυκλοφορία του στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.