fbpx
Christopher Bakken: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

Christopher Bakken: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

Ο ποιητής, μεταφραστής, συγγραφέας και σεφ Κρίστοφερ Μπάκεν γεννήθηκε στο Μάντισον του Γουισκόνσιν και σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Χιούστον και της Κολούμπια, απ’ όπου απέκτησε διδακτορικό στη λογοτεχνία και τη δημιουργική γραφή και μάστερ στην ποίηση αντίστοιχα. Υπηρέτησε ως υπότροφος Fulbright στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου και διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Allegheny College. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές (Και μετά την Ελλάδα, τι..., Goat Funeral και Eternity & Oranges), καθώς και ένα γαστρονομικό οδοιπορικό με τον τίτλο Μέλι, ελιές, χταπόδι: Περιπέτειες στο ελληνικό τραπέζι. Συμμετείχε επίσης στην αγγλική μετάφραση της ανθολογίας The Lions’ Gate: Selected Poems of Titos Patrikios. Ακόμα, διευθύνει το πρόγραμμα Culinary Crete (www.culinarycrete.com) και εργαστήρια δημιουργικής γραφής στη Θεσσαλονίκη και τη Θάσο (www.writingworkshopsingreece.com). Ο Κρίστοφερ Μπάκεν θα βρίσκεται στην Αθήνα στις 18 και 19 Οκτωβρίου, προκειμένου να λάβει μέρος στο Διεθνές Συμπόσιο της Εταιρείας Συγγραφέων: «Γιατί διαβάζουμε; Ο ρόλος του συγγραφέα και του βιβλίου τον 21ο αιώνα». Ο τίτλος της ομιλίας του, η οποία εντάσσεται στην ενότητα «Το μέλλον της γραφής» είναι: «Απολογισμός και αντίλογος».

Ποια ήταν η πρώτη αφορμή για να βρεθείτε στην Ελλάδα και τι σας ώθησε να συνεχίσετε να την επισκέπτεστε τακτικά, καθώς και να εργάζεστε εδώ, σ’ ένα μικρό νησί;

Πρωτοήρθα στην Ελλάδα το 1992, όταν έπιασα δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολέγιο Ανατόλια. Τότε αγωνιζόμουν να τελειώσω το πρώτο μου βιβλίο και να εξοφλήσω τα φοιτητικά μου δάνεια. Η διδασκαλία φαινόταν ένας καλός τρόπος για να αντιμετωπίσω και τα δύο αυτά θέματα. Έζησα δυο χρόνια στη Θεσσαλονίκη και ο απλούστερος τρόπος να εξηγήσω τι μου συνέβη είναι να πω ότι ερωτεύτηκα την Ελλάδα. Ταξίδεψα πολύ σ’ όλη τη χώρα κι έβαλα τα δυνατά μου για να μάθω την καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα. Εκείνα τα χρόνια μού χάρισαν μια εκπαίδευση των αισθήσεων. Ήταν μια περίοδος απίστευτης πνευματικής εξέλιξης για μένα σε προσωπικό επίπεδο. Από φιλολογική και λογοτεχνική άποψη, υπήρξε το θεμέλιο για σχεδόν όλα όσα έμελλε να δημιουργήσω από κει και πέρα – για το έργο μου στον χώρο της ποίησης και της μετάφρασης, αλλά και στα μη λογοτεχνικά μου πεζά. Παρόλο που τα παραπάνω πραγματοποιήθηκαν αργότερα, στη διάρκεια των δύο εκείνων χρόνων δεν μπορούσα, ουσιαστικά, να γράψω. Έπρεπε να φύγω απ’ την Ελλάδα, ώστε να ξεκινήσει για μένα η διεργασία της κατανόησής της, όπως και να συνειδητοποιήσω τι είχε μεταβληθεί μέσα μου όσο έζησα εκεί και να αρχίσω να βρίσκω τις λέξεις για να το εκφράσω. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ο τίτλος του πρώτου μου βιβλίου ήταν Και μετά την Ελλάδα, τι… Δεν κατάφερα να μείνω για πολύ μακριά απ’ την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, δεν αποφάσισα να επιστρέψω – ήξερα πως έπρεπε οπωσδήποτε να το κάνω. Επρόκειτο για σωματική όσο και για πνευματική ανάγκη. Το ίδιο ισχύει και τώρα, κι έτσι εξακολουθώ να επιστρέφω. Ομολογώ ότι θεωρώ την Ελλάδα πατρίδα μου –ιδίως τη Θάσο– αν και δεν είμαι Έλληνας κι έτσι δεν έχω το δικαίωμα να το αισθάνομαι αυτό. Αλλά στην Ελλάδα αναπληρώνονται τα δημιουργικά μου αποθέματα. Και μερικοί απ’ τους πιο στενούς μου φίλους είναι εδώ. Ελπίζω μια μέρα να βρω έναν τρόπο για να μείνω εδώ οριστικά.

Θα περιγράφατε τον εαυτό σας ως «αναγεννησιακό άνθρωπο»; Σε καιρούς που ευνοούν την εξειδίκευση σ’ έναν μόνο τομέα (ή σε λίγους, συνήθως σχετικούς μεταξύ τους), πώς γίνεται αποδεκτή απ’ το κοινό η επαγγελματική και δημιουργική δραστηριότητα σε πολλαπλά πεδία;

Δεν θα ήθελα να κολακέψω τον εαυτό μου υιοθετώντας έναν τέτοιο τίτλο. Η λίστα των πραγμάτων που δεν μπορώ να κάνω είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη όσων μπορώ! Δεν τραγουδάω πολύ καλά ούτε ξέρω να παίζω λαούτο. Γνωρίζω ελάχιστα πράγματα για τα πουλιά. Δεν έχω ιδέα από ιστιοπλοΐα. Ασχολούμαι όμως με πολλά διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, είμαι σοβαρός σεφ, κάποτε υπήρξα καλός ποδοσφαιριστής και αγαπώ τη δουλειά του καθηγητή, εφόσον το επάγγελμά μου παρακινεί την ισόβια αναζήτηση της γνώσης. Μου αρέσει να μαθαίνω για τα πάντα, ακόμα κι αν στο τέλος δεν αισθάνομαι ότι ξέρω και πάρα πολλά. Κάνω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου για να βιώσω τη ζωή του πνεύματος, δίχως στην πορεία να λησμονώ τη ζωή του σώματος. Το ενδιαφέρον μου για τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα πηγάζει πιθανώς από το γεγονός ότι είμαι λιγάκι αχόρταγος. Όπως και οι καρχαρίες, μπορεί να σκάσω αν σταματήσω να κινούμαι για πολύ. Όσο για το κοινό, δεν είμαι βέβαιος. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως θεωρώ την περιέργεια μια απ’ τις σπουδαιότερες αρετές, ακόμα κι αν μου προξενεί ένα είδος μόνιμης ανησυχίας.

Η βάση της δημιουργικής διαδικασίας είναι η ίδια σε όλα τα πεδία; Τι είναι εκείνο που παρακινεί έναν δημιουργικό άνθρωπο να αναζητήσει ποικίλες μορφές έκφρασης;

Για να πω την αλήθεια, η δημιουργικότητα είναι για μένα ένα μυστήριο. Δεν ξέρω από πού προέρχεται η καλλιτεχνική ικανότητα. Η πατροπαράδοτη απάντηση –ότι είναι θεϊκό χάρισμα– σίγουρα ισχύει. Δεν είμαι θρήσκος, αλλά βλέπω την κάθε τέχνη σαν ένα είδος προσευχής, αφού απαιτεί αφοσίωση και πίστη σε κάτι. Είμαι όμως επίσης σίγουρος ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της δημιουργικότητας δεν οφείλεται σε τίποτα περισσότερο από τη σκληρή δουλειά – και το γράψιμο είναι μια δουλειά πολύ σκληρή. Το ίδιο και η μαγειρική, αν και την απολαμβάνω περισσότερο απ’ το γράψιμο. Το τελετουργικό τόσο της συγγραφής όσο και της μαγειρικής απαιτεί σχολαστική προετοιμασία, επανάληψη και κόπο. Μπορεί πού και πού να υπάρχουν σπίθες έμπνευσης, αλλά μονάχα αν πρώτα ενστερνιστώ τις πιο πεζές πτυχές της διαδικασίας. Η έφεση που οδηγεί τη δημιουργικότητά μου –στην ποίηση, στη μετάφραση, στη μη λογοτεχνική πεζογραφία, καθώς και στη μαγειρική– προέρχεται από την επιθυμία μου να επικοινωνήσω με άλλους ανθρώπους, να σκεφτώ και να αισθανθώ μαζί τους, να δοκιμάσω και να γευτώ τον κόσμο.

Προσπαθώ συνειδητά να αποδώσω την Ελλάδα που υπάρχει σήμερα –αυτήν την ιδέα, αυτόν τον τόπο– γιατί την Ελλάδα αυτήν ερωτεύτηκα.

Μπορεί να διδαχτεί η ποιητική γραφή; Διδάσκετε επίσης πεζογραφία;

Η ποιητική γραφή δεν διδάσκεται, αλλά μπορεί οπωσδήποτε να μαθευτεί. Πρόκειται για ενδιαφέρον παράδοξο. Το ίδιο ισχύει και για την πεζογραφία. Υπάρχει ένας μονάχα αληθινός τρόπος να μάθουν οι συγγραφείς να γράφουν, κι αυτός είναι το να διαβάζουν. Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν μεγάλο συγγραφέα που δεν έχει διαβάσει τα πάντα. Ένα πράγμα που κάνω προκειμένου να βοηθήσω τους νέους συγγραφείς είναι να τους κατευθύνω προς σπουδαία βιβλία. Αλλά τους διδάσκω και πώς να διαβάζουν: αργά, προσεκτικά και με το γεμάτο ζήλο βλέμμα ενός μαθητευόμενου της λογοτεχνίας. Αυτό το είδος ανάγνωσης γίνεται σταδιακά όλο και πιο σπάνιο εδώ στην ψηφιακή εποχή, δεν παύει όμως να αποτελεί το σημαντικότερο μέρος της εκπαίδευσης ενός συγγραφέα. Στη συνέχεια, ο δάσκαλος της συγγραφής αναλαμβάνει τον ρόλο του διορθωτή. Πρώτα απ’ όλα, βοηθώ τους νέους συγγραφείς να αντιληφθούν πώς να μη γράφουν. Είναι πιο εύκολο από το να τους εξηγώ πώς να γράφουν. Μια και χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή για να διαβάσει κανείς τα πάντα και να γράψει κάτι απαράκαμπτο, καλό είναι να έχει έναν διορθωτή που να του δείχνει αυτά τα πράγματα – έτσι, τουλάχιστον, ίσως κερδίσει λίγο χρόνο.

Το να γράφει κανείς ποίηση είναι «πιο εύκολο» από το να γράφει πεζό; Υπάρχει αυτή η αντίληψη μεταξύ ατόμων που αποφασίζουν να παρακολουθήσουν μαθήματα συγγραφής;

Για μένα, το να γράφει κανείς ποίηση δεν παραλλάσσει και πολύ απ’ την αγωνία. Νιώθω πιεστικά την ανάγκη να γράψω, αλλά το βρίσκω δύσκολο κάθε φορά που η ποίηση με καλεί. Δεν γίνεται ποτέ ευκολότερο και η πίστη στις ικανότητές μου δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό. Δεν θα ’λεγα πως η πεζογραφία μού φαίνεται ευκολότερη, παρόλο που τη βρίσκω λιγότερο επώδυνη. Η ποίηση απαιτεί συμπίεση και διύλιση – είναι τέχνη «γλυπτική» και αφαιρετική. Η πεζογραφία είναι αθροιστική: είναι τέχνη της πρόσθεσης. Υποθέτω ότι ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται εκ φύσεως το πεζό κείμενο μού αφήνει περισσότερο χώρο για χαλάρωση, για ν’ αφήσω τις προτάσεις μου να απλωθούν. Στο πεζό, ταξιδεύω συχνά στα πεδία της μνήμης, κι έτσι η ανασύνθεση των βιωμένων στιγμών συχνά φωτίζεται μ’ ένα είδος αναγνώρισης. Σε σύγκριση μ’ αυτό, η ποίηση δίνει την εντύπωση ότι ξεκινά απ’ το τίποτα, οπότε κάθε σημάδι πάνω στη σελίδα ενέχει την πάλη με το ίσαμε τώρα άγνωστο και ακόμα ανείπωτο. Τα άτομα που παρακολουθούν μαθήματα συγγραφής, συχνά έρχονται νομίζοντας πως ξέρουν τι κάνουν. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν διαβάσει μερικά λογοτεχνικά βιβλία και ίσως πιστεύουν ότι είναι εύκολη υπόθεση. Αλλά, φυσικά, δεν είναι. Σπάνια συμβαίνει το ίδιο με άτομα που παρακολουθούν μαθήματα ποιητικής γραφής. Η ανάγνωση της ποίησης είναι πράγμα δυσεύρετο –εννοώ ότι ελάχιστοι ασχολούνται μ’ αυτό στις μέρες μας– ώστε στην αρχή είναι σαν να μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα. Είναι, λοιπόν, πιο εύκολο να πείσεις τους ποιητές για το πόση δουλειά έχουν μπροστά τους. Οι νέοι ποιητές πολύ σύντομα ανακαλύπτουν την ταπεινότητα. Και όσοι παρακολουθούν μαθήματα συγγραφής non fiction (κειμένων που δεν εντάσσονται σε κάποιο λογοτεχνικό είδος), κατά κανόνα δεν είναι καν βέβαιοι για το τι είδος είναι αυτό. Έτσι, έχουν ελάχιστη επίγνωση των ίδιων τους των δυνατοτήτων. Και αυτό είναι αναζωογονητικό.

Η ποιητική γραφή δεν διδάσκεται, αλλά μπορεί οπωσδήποτε να μαθευτεί. Πρόκειται για ενδιαφέρον παράδοξο. Το ίδιο ισχύει και για την πεζογραφία.

Είναι συχνότατο φαινόμενο εδώ στην Ελλάδα να γράφουμε όλοι ποιήματα, ενώ σε άλλες χώρες η τάση αυτή δεν είναι τόσο διαδεδομένη. Σε τι μπορεί να οφείλεται αυτό;

Εκπλήσσομαι που το ακούω αυτό, γιατί στην Αμερική δεν συνηθίζεται σχεδόν καθόλου το να γράφει κανείς ποίηση. Δεν με ξαφνιάζει, όμως, το ότι είναι πιο συνηθισμένο στην Ελλάδα να γράφει (και να διαβάζει, νομίζω) κανείς ποίηση, αφού η ποίηση είναι τόσο βαθιά συνυφασμένη με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Κάθε Έλληνας που γνωρίζω ξέρει απέξω πολλά, πάρα πολλά τραγούδια και μπορεί να τα τραγουδήσει. Δεν είναι διόλου σπάνιο οι στίχοι αυτών των τραγουδιών να έχουν γραφτεί από σπουδαίους ποιητές: τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Γκάτσο. Πολλοί απ’ τους ποιητές αυτούς έζησαν επίσης και δημιούργησαν μέσα στις σκοτεινότερες εποχές της ελληνικής Ιστορίας. Έχουν, λοιπόν, μια ηρωική πλευρά που ο ελληνικός λαός την επευφημεί. Υπάρχει μια αίσθηση φιλότιμου απέναντι στην ελληνική ποίηση, έτσι δεν είναι; Αντίθετα, οι περισσότεροι σημερινοί Αμερικανοί θα τρόμαζαν να ονομάσουν έστω και έναν εν ζωή ποιητή, πόσο μάλλον έναν νεκρό. Η φράση «διάσημος ποιητής» είναι σίγουρα οξύμωρη για την Αμερική. Ο τελευταίος Αμερικανός ποιητής που αξιώθηκε ευρεία αναγνώριση από το κοινό ήταν πιθανότατα ο Άλεν Γκίνσμπεργκ (θέλω να πω, εμφανίστηκε σε βίντεο των U2… δείγμα διασημότητας, σωστά;). Και πιο πριν, υπήρχε ο Ρόμπερτ Φροστ. Σήμερα, παρ’ όλα αυτά, τυπώνεται στην Αμερική μεγάλος αριθμός καλών ποιημάτων. Κατά τη γνώμη μου, η αμερικανική ποίηση του καιρού μας διακρίνεται από εξαιρετική ρωμαλεότητα και υφολογική ποικιλία, ενώ πάμπολλοι ανεξάρτητοι εκδότες βγάζουν θαυμάσια βιβλία. Στις ΗΠΑ είναι μια τέχνη σχετικά αόρατη, υγιέστατη ωστόσο.

Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες ή/και οι δυσκολίες που παρουσιάζει η μετάφραση της ποίησης, σε σύγκριση με αυτήν της πεζογραφίας; Είναι πάντα εύκολο να αποδοθεί το ακριβές νόημα ενός ποιήματος σε μια άλλη γλώσσα;

Είναι πολύ εύκολο να μιλάμε για το τι χάνεται στη μετάφραση – και οι απώλειες είναι αναπόφευκτες. Προτιμώ να στέκομαι στο τι βρίσκεται στη μετάφραση: για μένα, είναι το έργο τόσο πολλών συγγραφέων που λατρεύω, τόσων ποιημάτων, ιστοριών και δοκιμίων που αγαπώ. Χάρη στους μεταφραστές, έχω διαβάσει Καβάφη, Μποντλέρ, Κάφκα, Γκαρσία Μάρκες, Χικμέτ. Δυστυχώς, η μετάφραση είναι μάλλον άχαρη δουλειά –και, σίγουρα, κακοπληρωμένη– αλλά απολύτως απαραίτητη αν θέλουμε να συντηρήσουμε τα υψηλότερα επίπεδα διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών, καθώς και μεταξύ των δημιουργών. Θεωρώ τη μετάφραση ύψιστη μορφή εμβριθούς ανάγνωσης. Ο καλός μεταφραστής προσεγγίζει με πολλή αγάπη το πρωτότυπο κείμενο. Αν πρώτος αυτός δεν εργαστεί σκληρά ώστε να εντοπίσει και να κατανοήσει σε βάθος τις λεπτότερες αποχρώσεις του πρωτότυπου κειμένου, δεν είναι δυνατόν να συναρμολογήσει ένα κείμενο εξίσου πλούσιο σε αποχρώσεις στο μετάφρασμα. Δεν είναι τυχαίο που οι καλύτεροι μεταφραστές είναι οι ίδιοι συγγραφείς. Όσον αφορά την ποίηση, είναι πρωταρχικής σημασίας το να εμπεδώσουμε ότι δεν υπάρχουν ακριβείς έννοιες. Τα σπουδαιότερα ποιήματα είναι γεμάτα αμφισημία και υπαινικτικότητα, άρα πρόκειται πάντα για κάτι το ανέφικτο. Η πρόκληση είναι να πραγματοποιηθεί μια μετάφραση η οποία διατηρεί την ευρύτητα και την αίσθηση δέους του πρωτότυπου ποιήματος, τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τα πράγματα, τη δυναμική της ομιλίας του πάνω στη σελίδα.

Υπάρχει κάποιο έργο σας, σε οποιονδήποτε τομέα, που πιστεύετε ότι σας εκφράζει περισσότερο;

Θα έλεγα πως το πιο πρόσφατο γραπτό μου είναι ίσως εκείνο που με αντιπροσωπεύει πιο πολύ. Το έργο που έχω ήδη παραγάγει, πολύ σύντομα απομακρύνεται μέσα στο παρελθόν – καμιά φορά το ατενίζω με χαρά, μόνο και μόνο επειδή αναγνωρίζω το πρόσωπο που το έγραψε, και ας μην είμαι πια ακριβώς εγώ το πρόσωπο αυτό. Μ’ ενδιαφέρει όμως να επανεφευρίσκω διαρκώς τον εαυτό μου και το έργο μου. Θα ήθελα, λοιπόν, να πιστεύω ότι το έργο μου μεταβάλλεται συνεχώς, με τον ίδιο περίπου ρυθμό με τον οποίο κι εγώ αλλάζω.

Η φράση «διάσημος ποιητής» είναι σίγουρα οξύμωρη για την Αμερική.

Πολύ μεγάλο μέρος του έργου σας είναι εμπνευσμένο από την ελληνική λογοτεχνία και μυθολογία. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό, και γιατί τα συγκεκριμένα θέματα έχουν τόση σημασία για σας;

Πρώτα απ’ όλα, θα έλεγα πως η ελληνική λογοτεχνία και μυθολογία αποτελούν τμήμα της απέραντης πολιτισμικής δεξαμενής που πιθανότατα θα είχα επισκεφθεί ακόμα και αν δεν είχα έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Όταν ήμουν νεότερος, η πνευματική μου ζωή είχε εμπλουτιστεί βαθύτατα από την ανάγνωση του Ομήρου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη. Όσο κι αν με ενδιαφέρει η παράδοξη ομοιότητα του αρχαίου κόσμου με τον δικό μας (είναι αδύνατον να μην παρατηρήσουμε σε ποιο βαθμό οι αρχαίοι μύθοι εξακολουθούν να έχουν αντίκτυπο στις μέρες μας), πάντα μου τραβούσε εξίσου το ενδιαφέρον η απόλυτη παραδοξότητα του αρχαίου κόσμου, οι διαφορές και η τεράστια απόστασή του από μας. Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα, πιστεύω πως η φαντασία μου σύντομα πήρε αρχαιολογικές διαστάσεις: περνούσα όλο μου τον καιρό περιδιαβάζοντας στην εξοχή, εξερευνώντας τα διάφορα στρώματα της Ιστορίας και νιώθοντας δέος για το πόσο στοιχειωμένη έδειχνε η κάθε γωνιά του τοπίου. Νομίζω πως από τότε άρχισα να ξεδιπλώνω την ιδέα της Ελλάδας στην ποίησή μου, γιατί η ιδέα της Ελλάδας είναι η δική μας ιδέα. Αυτό δεν σημαίνει ότι περιφρονώ τη σύγχρονη Ελλάδα, ούτε τους Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, που έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία για το έργο μου. Προσπαθώ συνειδητά να αποδώσω την Ελλάδα που υπάρχει σήμερα –αυτήν την ιδέα, αυτόν τον τόπο– γιατί την Ελλάδα αυτήν ερωτεύτηκα. Το πεζογράφημά μου Μέλι, ελιές, χταπόδι είναι ένας εκτενής ύμνος στην ελληνική κουζίνα, στην ουσία, όμως, χρησιμοποιώ τα στοιχεία της ελληνικής διατροφής (ελιές, ψωμί, κρασί, ψάρια κ.λπ.), ως αφορμές για να εμβαθύνω όσο περισσότερο γίνεται στα μυστήρια και την Ιστορία του τόπου αυτού. Και φυσικά, είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω πολλά υπέροχα φαγητά στην πορεία.

Ο τίτλος της ομιλίας σας, «Απολογισμός και αντίλογος», στο επερχόμενο Συμπόσιο της Εταιρείας Συγγραφέων κινεί έντονα την περιέργεια, ιδίως μάλιστα καθώς συμμετέχετε στην ενότητα που αφορά το μέλλον της γραφής. Στους τωρινούς καιρούς και τις σημερινές κοινωνίες, όπου το γράψιμο (και ίσως και το διάβασμα) ακολουθούν πορεία φθίνουσα, ποια θα μπορούσε να είναι, τελικά, η θέση της λογοτεχνικής (ποιητικής και πεζής) γραφής;

Αν και το Συμπόσιο πρόκειται να συγκεντρώσει μερικά από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά πνεύματα της Ελλάδας –μαζί με μερικούς ξένους συγγραφείς– υποψιάζομαι πως θα προκύψουν περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Πιθανότατα θα αναφερθούμε όλοι στην αγωνία μας για το θέμα που θίγει η ερώτησή σας: το ότι οι συγγραφείς θα εξαφανιστούν, εάν χαθούν οι αναγνώστες. Φαντάζομαι ότι ένας τέτοιος κίνδυνος είναι υπαρκτός. Μα και πάλι, στην ψηφιακή αυτή εποχή, πνιγόμαστε διαρκώς στον γραπτό λόγο και τα βιβλία είναι ευρύτατα διαθέσιμα και προσβάσιμα –ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην Ιστορία– κι αυτό μου εμπνέει μεγάλη αισιοδοξία. Το ερώτημα είναι αν το είδος της γραφής και της ανάγνωσης που θεωρούμε κεφαλαιώδες, πρόκειται να επιβιώσει. Έχω την πεποίθηση πως ναι. Στην ομιλία μου, με τον τίτλο «Απολογισμός και αντίλογος», εξετάζω τον τρόπο με τον οποίο η ανάγνωση της λογοτεχνίας μάς αναγκάζει να επιβραδύνουμε τους ρυθμούς μας, να επικεντρώσουμε την προσοχή μας και να «κάνουμε απολογισμό» των όσων διαβάζουμε, λαμβάνοντας υπόψη μας τις ιδέες που ανακαλύπτουμε στα βιβλία. Ο «απολογισμός» είναι μια μορφή συνειδητής σκέψης, με την προϋπόθεση οι περισσότεροι από μας να αρχίσουν πρώτα να μαθαίνουν απ’ τα διαβάσματά τους. Όσο για τον «αντίλογο», έχω κατά νου τον τρόπο με τον οποίο οι συγγραφείς μάς βοηθούν να αντιληφθούμε και να εκφράσουμε ό,τι είναι απάνθρωπο, απαράδεκτο, ακατονόμαστο. Τα σπουδαία γραπτά κείμενα «αντιλέγουν», τόσο λεκτικά όσο και κοροϊδευτικά, και εκθέτουν απερίφραστα τη γνώμη τους. Δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα ο πλανήτης μας, αυτό πρέπει να θεωρείται πάντοτε καίριο προκειμένου να πάμε μπροστά.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Lidija Dimkovska: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια Λίντια Ντίμκοφσκα γεννήθηκε το 1971 στη Βόρεια Μακεδονία και ζει στη Σλοβενία. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα και μία συλλογή...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Viivi Luik: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ομορφιά της ιστορίας είναι ένα μυθιστόρημα που αναπαριστά γλαφυρά τη ζωή στα Βαλτικά κράτη κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κυριαρχίας. Με αφορμή την κυκλοφορία του στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.