fbpx
Douglas Cowie: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Douglas Cowie: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Ντάγκλας Κάουι γεννήθηκε το 1977 στο Έλμχερστ του Ιλινόι και από το 1999 ζει μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας. Διδάσκει δημιουργική γραφή στο Royal Holloway του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Έχει μελετήσει την αμερικανική ποίηση και πεζογραφία του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα το έργο του Νέλσον Όλγκριν. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Owen Noon and the Marauder (2005), Sing for Life: Tin Pan Alley (2013) και Sing for Life: Away, You Rolling River (2014). Το μυθιστόρημά του Μεσημέρι στο Παρίσι, πρωί στο Σικάγο (Κριτική, 2018), για την αγάπη της Σιμόν ντε Μποβουάρ και του Νέλσον Όλγκριν, ήταν η αφορμή για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα Μεσημέρι στο Παρίσι, πρωί στο Σικάγο γοητεύτηκα από την ιστορία αγάπης ανάμεσα στους δυο συγγραφείς. Αλήθεια, πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του μυθιστορήματος;

Αρχικά δεν επιθυμούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα, μ’ ενδιέφερε η δουλειά του Νέλσον Όλγκριν, για αρκετό καιρό όμως δεν ήξερα αρκετά για τη ζωή του, ώσπου διάβασα πριν από αρκετά χρόνια τη βιογραφία του από την Μπετίνα Ντρου (Bettina Drew, Nelson Algreen: A Life on the Wild Side). Ως τότε, δεν είχα ιδέα για τη σχέση του με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, όμως ένιωθα ότι κάτι έλειπε από το βιβλίο αυτό. Εκείνη περίπου την εποχή σκέφτηκα ότι θα μου άρεσε να γράψω ένα βιβλίο για τη ζωή και το έργο του Όλγκριν, όχι ως βιογραφία αλλά πιο πολύ ως μια κρίση πάνω στο έργο και κάποιες πλευρές της ζωής του. Τελικά έγραψα ένα εκτενές δοκίμιο για το αφηγηματικό του ύφος κι αποφάσισα ότι δεν θα ήθελα να εκδώσω μια πλήρη μελέτη, επειδή στο μυαλό μου τριγύριζε συνέχεια το θέμα της σχέσης του με τη Γαλλίδα συγγραφέα. Ένας φίλος έριξε την ιδέα για μυθιστόρημα οπότε έψαξα λίγο περισσότερο το θέμα, κι αφού για μια δεκαετία δεν ήθελα να το δεχτώ, κατάλαβα ότι ερευνώντας λίγο περισσότερο και γράφοντας μια ιστορία κάπως φανταστική, θα μπορούσα ίσως να αντιληφθώ όλα αυτά που μου διέφευγαν απ’ την ανθρώπινη σχέση τους.

Αντιλαμβανόμαστε ότι γνωρίζετε πολλά γι’ αυτή τη σχέση. Πώς ξεκινά κανείς να γράψει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή δυο διάσημων συγγραφέων; Δεν φοβάται να αναμετρηθεί με ένα τέτοιο θέμα;

Όχι, δεν νομίζω – διάσημοι ή όχι, εξακολουθούσαν να είναι άνθρωποι. Έχοντας πραγματοποιήσει την έρευνά μου, έβλεπα τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι οι βιογράφοι και οι κριτικοί, κι αυτό μου έδινε τη σιγουριά ότι το αποτέλεσμα θα έφερνε στην επιφάνεια κάτι καινούργιο.

Η σχέση της Μποβουάρ και του Όλγκριν ξεκινά στο Σικάγο. Πώς κατάφεραν να την κρατήσουν πολλά χρόνια;

Αυτή είναι μια καλή ερώτηση, την οποία σκέπτομαι ακόμα και τώρα. Η απόσταση που τους χώριζε νομίζω πως ήταν ο λόγος για τον οποίο κράτησε τόσο πολύ η σχέση τους. Μέσα από την αλληλογραφία, ο δεσμός τους εξελίχθηκε όπως καθένας προσπαθούσε να φανταστεί τη ζωή του άλλου, έτσι κατά κάποιον τρόπο όλα εξελίχθηκαν μέσα από το γράψιμο, η σχέση τους δηλαδή είχε μια φύση πραγματικά λογοτεχνική – και μιλάμε για δυο συγγραφείς πάρα πολύ καλούς. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι ήταν άνθρωποι δύσκολοι στο θέμα της συμβίωσης, είναι φανερό ότι η απόσταση συντέλεσε καθοριστικά στη διατήρηση της επαφής επί μακρό χρονικό διάστημα.

Και οι δυο συγγραφείς βρίσκονται ακόμη στο χτίσιμο της προσωπικότητας, της σκέψης και της καριέρας τους, χωρίς υπερατλαντική φήμη. Γιατί ο Όλγκριν είναι πιο εγωιστής και αντιμετωπίζει την Μποβουάρ ως «μια συγγραφέα που κάτι είχε γράψει»;

Νομίζω ότι θα διαφωνήσω σ’ αυτό το σημείο. Και οι δυο ήταν αρκετά αλαζόνες σε ό,τι αφορά τα κείμενά τους, μ’ έναν τρόπο θα έλεγα απαραίτητο για όποιον θέλει να γράψει καλά. Η αλήθεια είναι ότι τον καιρό που συναντήθηκαν, ο Όλγκριν ήταν αρκετά γνωστός στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά όχι διάσημος, ενώ η Σιμόν ντε Μποβουάρ είχε κάποια απήχηση στους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, όμως ήταν εντελώς άγνωστη στην Αμερική. Ο Όλγκριν δεν γνώριζε ποια ήταν ακριβώς η γυναίκα που συναντούσε, κι όμως αυτός ακριβώς ήταν ο άνθρωπος που την ενθάρρυνε να γράψει το Δεύτερο φύλο με τον τρόπο που τελικά το έγραψε. Καθώς η Μποβουάρ ερευνούσε το θέμα της, του έστελνε τακτικά χειρόγραφα ζητώντας τη γνώμη του, νομίζω λοιπόν πως είναι ξεκάθαρο ότι νοιαζόταν για τη δουλειά της. Παρά τη συνεργασία τους, βέβαια –κι αυτό είναι κάτι που εμένα τουλάχιστον με κάνει να γελώ– καθένας θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο συγγραφέα.

 Πιστεύω ότι αγαπιόνταν με πάθος αλλά μ’ έναν τρόπο ανυπόφορο, που δεν επέτρεπε σε κανέναν να δείξει το καλό του πρόσωπο.

Μέσα από τα ταξίδια στο Παρίσι και στο Σικάγο, η Γαλλίδα συγγραφέας μάς γνωρίζει τη γαλλική διανόηση αλλά και τον κόσμο που συναναστρέφεται ο Όλγκριν. Γιατί οι παρέες τους ήταν διαφορετικές;

Για έναν και μόνο λόγο: επειδή η καταγωγή τους ήταν εντελώς διαφορετική – η Μποβουάρ προερχόταν από την πολιτιστική και πολιτική πρωτεύουσα της Γαλλίας κι ο Όλγκριν από το Σικάγο, μια πόλη εντελώς αλλιώτικη. Οι χώροι προέλευσής τους ήταν επίσης εντελώς ανόμοιοι, ο Όλγκριν είχε σπουδάσει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι κι ενδιαφερόταν για την κοινωνιολογία, ενώ η Μποβουάρ είχε τελειώσει τη Φιλοσοφική της Σορβόνης και η σκέψη της ήταν κατά βάση θεωρητική, οι σπουδές και τα ενδιαφέροντά της την έφεραν κοντά σε φιλοσοφικές παρέες, ενώ τα ενδιαφέροντα του Όλγκριν τον οδήγησαν σε ανθρώπους περίεργους σαν αυτούς που συναντάμε στα μυθιστορήματά του.

Ο Όλγκριν προτείνει στην Μποβουάρ να την παντρευτεί και να μείνει στο Σικάγο. Αν εκείνη δεχόταν, ποια θα ήταν άραγε η συνέχεια της σχέσης τους;

Νομίζω ότι θα ήταν εντελώς καταστροφικό και για τους δύο κι ούτε μπορώ να φανταστώ πως η Μποβουάρ θα μπορούσε ν’ αποδεχτεί τέτοια πρόταση.

Μου άρεσαν οι στιγμές που και οι δυο, ενώ αγαπιόνταν, είχαν το έργο τους πάνω απ’ όλα και δούλευαν ανεξάρτητα και πολλές φορές σκληρά. Σε αυτό οφείλεται η φήμη τους;

Ασφαλώς. Και οι δύο ήταν εντελώς αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, ενώ στη περίπτωση του Όλγκριν ίσως αυτή ακριβώς η αφοσίωση ήταν η αιτία που τον εμπόδισε να γίνει διάσημος.

Γιατί είναι σκληροί και οι δυο συγγραφείς όταν μαλώνουν μεταξύ τους;

Για ένα εκατομμύριο λόγους, όπως συμβαίνει στον καθένα όταν καβγαδίζει. Πρέπει να σημειωθεί ότι τη στιγμή που καθένας από τους δύο γινόταν κακός με τον άλλον, την ίδια στιγμή ήταν κακός με τον εαυτό του, αυτή την αίσθηση είχα καθώς περιέγραφα τούτες τις σκηνές. Πιστεύω ότι αγαπιόνταν με πάθος αλλά μ’ έναν τρόπο ανυπόφορο, που δεν επέτρεπε σε κανέναν να δείξει το καλό του πρόσωπο.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι η προσπάθεια να ζήσουν μαζί υπήρξε μια απόπειρα να συναντηθεί η γαλλική με τη βορειοαμερικανική κουλτούρα. Ποια είναι η γνώμη σας;

Θεωρώ μια τέτοια άποψη τραβηγμένη, ίσως έχετε υπ’ όψιν τις ταινίες του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Τελικά ήταν ο Όλγκριν εκείνος που διέκοψε τη σχέση τους, πρώτα το 1950 και οριστικά το 1964. Αλήθεια, θα μπορούσε να επιβιώσει μια σχέση μόνο ανάμεσα στις πτήσεις ενός αεροπλάνου;

Ναι, είμαι σίγουρος, τα αεροπλάνα δεν αποτελούσαν πρόβλημα. Ένας από τους λόγους που η σχέση τους τερματίστηκε νομίζω ότι ήταν η εσωστρέφεια του Όλγκριν από τη μια κι απ’ την άλλη η ανάγκη της Μποβουάρ να αναλύει τη ζωή της δημοσιοποιώντας μ’ έναν τρόπο όχι πάντα ειλικρινή κάθε ιδιωτική λεπτομέρεια που αφορούσε αυτήν και τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν.

Τα βιβλία της Γαλλίδας συγγραφέως είχαν αναγνώστες που τα αγαπούσαν πολύ, αλλά υπήρξαν και πολλοί πολέμιοί τους. Για ποιο λόγο συνέβαινε αυτό;

Η δουλειά της Μποβουάρ ειδικά στο Δεύτερο φύλο είναι θαρραλέα, ευφυής, αναλυτική, εκτεταμένη και βάλει ευθέως εναντίον του γαλλικού κατεστημένου. Μια ιδέα με την οποία συμφωνείς σου επιτρέπει να βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά και να σκέφτεσαι καλύτερα για τον εαυτό σου και τον κόσμο, αυτή η ιδέα είναι συναρπαστική. Μια ιδέα όμως που αισθάνεσαι ότι σε απειλεί είναι τρομακτική.

Ποια ήταν η σχέση του Όλγκριν με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ;

Πραγματικά με διασκεδάζει και με γοητεύει η σκέψη ότι ο Σαρτρ και ο Όλγκριν τα πήγαιναν τόσο καλά. Στο τελευταίο παρισινό ταξίδι του Όλγκριν, η Μποβουάρ τον κράτησε σκόπιμα όσο πιο μακριά μπορούσε από τον Σαρτρ, διαφορετικά θα περνούσαν οι δυο τους ατελείωτες ώρες στα μπαρ του Παρισιού.

Το μυθιστόρημά σας θα μπορούσε να ενταχθεί στην κατηγορία της μυθιστορηματικής βιογραφίας;

Όχι, δεν νομίζω, το βιβλίο μου αποτελεί μια προσπάθεια να πω μια ιστορία αληθινή με δυο πρωταγωνιστές, είναι περισσότερο μια απόπειρα κατανόησης μιας σχέσης ανάμεσα σε δυο κανονικούς ανθρώπους με τη χρήση χαρακτήρων λογοτεχνικών.

Παρά τη συνεργασία τους, βέβαια –κι αυτό είναι κάτι που εμένα τουλάχιστον με κάνει να γελώ– καθένας θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο συγγραφέα.

Γιατί οι αναγνώστες ενδιαφέρονται να διαβάζουν λεπτομέρειες για διάσημα πρόσωπα;

Ίσως ακούγεται ειρωνικό, αλλά στην πραγματικότητα δεν μ’ ενδιαφέρουν καθόλου οι διάσημοι άνθρωποι, οι οποίοι φαίνονται συναρπαστικοί επειδή βλέπουμε μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι της ζωής τους, αυτό δηλαδή που αφορά τη δημόσια σφαίρα. Μπορεί ακόμα να μας αρέσει το γεγονός πως μας επιτρέπεται να τους παρακολουθούμε μέσα από την κλειδαρότρυπα, καθώς κάνουν άνω-κάτω τη ζωή τους ή, τέλος, επειδή μας δίνεται η δυνατότητα να ζήσουμε εκ του ασφαλούς τη ζωή τους απαλλαγμένοι από τον συρφετό που τους τριγυρίζει άπληστα. Το ενδιαφέρον μου για την Μποβουάρ και τον Όλγκριν έχει να κάνει με τη λογοτεχνική τους εργασία κι όχι με τη φήμη τους, αυτό που πραγματικά μ’ ενδιαφέρει είναι η ποιότητα του γραπτού τους λόγου, ήθελα να τους αντιμετωπίσω σαν κανονικούς ανθρώπους αναζητώντας την αξία που θα είχαν δίχως το φωτοστέφανο της δόξας τους, αν και στην περίπτωση της Μποβουάρ η φήμη διαμόρφωσε εν πολλοίς τον χαρακτήρα της, άρα δεν γίνεται να την αγνοήσεις εντελώς.

Εσείς διδάσκετε δημιουργική γραφή. Κατά πόσο τα μαθήματα αυτά βοηθούν κάποιον νέο να γίνει συγγραφέας;

Εξαρτάται από το τι εννοείτε «να γίνει συγγραφέας». Τα μαθήματα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα σε νέους –και όχι μόνο– να μελετήσουν τη λογοτεχνία, να σκεφτούν δημιουργικά και να μάθουν να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τη γλώσσα, αυτό νομίζω βοηθάει κάποιον που θέλει να γίνει συγγραφέας, αλλά και κάποιον που θέλει να γίνει οτιδήποτε άλλο. Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής δεν αποτελούν έναν σίγουρο τρόπο για να βγάλει κάποιος ευπώλητα βιβλία –είναι αδύνατο να εντοπίσει κανείς με ακρίβεια αυτόν τον μηχανισμό– όμως σε κάθε περίπτωση είναι μια διαδικασία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη από εκπαιδευτική σκοπιά.

Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;

Εννοείτε κάτι άλλο από το: «Αγοράστε το βιβλίο μου»! Ελπίζω οι Έλληνες αναγνώστες να χαρούν και να μάθουν κάτι από το κείμενό μου κι ακόμα ελπίζω να τους δώσω το ερέθισμα ώστε να ψάξουν λίγο το έργο του Νέλσον Όλγκριν και της Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Απόστολος Σπυράκης

 

Μεσημέρι στο Παρίσι, πρωί στο Σικάγο
Ο έρωτας της Σιμόν ντε Μπωβουάρ με τον Νέλσον Όλγκριν
Ντάγκλας Κάουι
μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης
Κριτική
416 σελ.
ISBN 978-960-586-240-4
Τιμή €16,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Lidija Dimkovska: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια Λίντια Ντίμκοφσκα γεννήθηκε το 1971 στη Βόρεια Μακεδονία και ζει στη Σλοβενία. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα και μία συλλογή...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Viivi Luik: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ομορφιά της ιστορίας είναι ένα μυθιστόρημα που αναπαριστά γλαφυρά τη ζωή στα Βαλτικά κράτη κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κυριαρχίας. Με αφορμή την κυκλοφορία του στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.