fbpx
Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

συνέντευξη στον Ιορδάνη Κουμασίδη

Συμβαίνει να έχω διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Πάντα ανακαλύπτω κάτι ιδιαίτερα γοητευτικό στη γραφή του. Επιπλέον, με θέλγει το γεγονός πως ανοίγεται και σε ένα «μετά-πεζογραφικό» λόγο, με κείμενα που κινούνται στο μεταίχμιο δοκιμίου, χρονογραφήματος, κριτικής, συνέντευξης, ημερολογίου – ή ότι εμπλέκει τη μουσική ή το σινεμά στις αναφορές του. Μέσα στο 2012 κυκλοφόρησαν τα Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας και Η πιο κρυφή πληγή από τις εκδόσεις Ίκαρος. Η έλευσή του στη Θεσσαλονίκη ήταν μια καλή ευκαιρία για να συνομιλήσουμε για όλα αυτά, με επίκεντρο ασφαλώς την Πιο κρυφή πληγή.

Ζούμε σε μια εποχή όπου η παραφιλολογία ή η απειλή ενός εμφυλίου εμφανίζονται όλο και συχνότερα και όπου ο πολιτικός ανταγωνισμός των παρατάξεων εννοείται μέχρι τη φυσική εξόντωση του αντιπάλου. Το τελευταίο σου μυθιστόρημα, Η πιο κρυφή πληγή, έχει ως σημείο αναφοράς τα Δεκεμβριανά, που ιστορικά αποτελούν τα πρώτα βήματα του μεταπολεμικού κόσμου αλλά και το προοίμιο του Εμφυλίου. Παίρνοντας ως δεδομένο ότι έχουμε διαβάσει πολλά λογοτεχνήματα σχετικά με αυτόν, ήθελα να σε ρωτήσω: γιατί λοιπόν ο Εμφύλιος; Είναι ενδεχομένως μια πιο σπαραχτική, συγκρουσιασκή συνθήκη, αφορμή αφήγησης;

Η κρίση ξανακάνει τον Εμφύλιο επίκαιρο. Όμως, με είχαν σφραγίσει αφηγήσεις που άκουγα μικρός και είχα εμμονή με τα Δεκεμβριανά του '44. Όσο για την ιδέα της Πιο κρυφής πληγής, μου ήρθε στις συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων. Υπήρχε ένα κλίμα ευφορικό, ερωτικό, τότε. Αλλά και μια αίσθηση αφύπνισης του λαϊκού στοιχείου, μια απειλή ταραχών.

Στην πραγματικότητα, Η πιο κρυφή πληγή μιλάει για έναν έρωτα ο οποίος γεννιέται και ανθίζει σε ένα χάσμα ανάμεσα σε δύο περιόδους όπου κυριαρχούσε η συλλογικότητα. Η πρώτη περίοδος είναι η Μεταπολίτευση, η δεύτερη οι Αγανακτισμένοι.

Το μυθιστόρημά μου είναι σαν να υποδεικνύει ότι όλα αυτά τα χρόνια, ενδιάμεσα, η πρόσληψη της πολιτικής, της συλλογικότητας, περνούσε μέσα από τον έρωτα. Ιδανική πρώτη ύλη για ένα μυθιστόρημα. Ο έρωτας ως φορέας της πολιτικής στα χρόνια του ατομικισμού.

Το όλο «παιχνίδι» του βιβλίου, αλλά θα έλεγα και της λογοτεχνίας σε μεγάλο βαθμό, της κατασκευής του μύθου, βασίζεται στην αντίστιξη και τη συμπλοκή Ιστορίας (με γιώτα κεφαλαίο) και της ιστορίας, της μικρής, προσωπικής. Δηλαδή κατά έναν τρόπο σε μια σχέση προσώπων έναντι των καταστάσεων που τους υπερβαίνουν. Έχω την εντύπωση πως θεωρείς ότι το βιβλίο σου δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Εντούτοις, πατά πάνω στο παιχνίδι που περιέγραψα παραπάνω.

Ναι, η αλήθεια είναι ότι παίζω με τη σύμβαση του ιστορικού μυθιστορήματος, αλλά μέσα από τόσα κάτοπτρα, ώστε σχεδόν αυτοαναιρείται. Η ιστορία μου είναι σύγχρονη, και το αλληθώρισμα προς τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο γίνεται μέσω μιας ποικιλίας εμβόλιμων υλικών, από φωτογραφίες μέχρι θεατρικές διασκευές. Ένα παιχνίδι, όπως το λες, ανάμεσα στη συλλογική Ιστορία και την ατομική, όπου κερδίζει η τελευταία, δηλαδή η υπαρξιακή συνθήκη, ο έρωτας. Η ιστορική παράμετρος έχει νόημα μόνο αν λειτουργεί στο παρόν. Αλλιώς είναι για ακαδημαϊκή μελέτη.

Το άφθονο υλικό από το παρελθόν, και συγκεκριμένα από τον Εμφύλιο, στην Πιο κρυφή πληγή ισοσταθμίζει την αναιμική παρουσία της Ιστορίας στις μέρες μας. Πώς αλλιώς να εκφράσεις αυτό που ζούμε; Στροβιλιζόμαστε στη δίνη της κρίσης, μουδιασμένοι και ανήμποροι. Υπάρχει πολλή κατάπτωση και κανένα θάρρος. Τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο, και δε βλέπεις σχεδόν τίποτα ελπιδοφόρο.

Η χώρα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο. Η άρχουσα τάξη αδιαφορεί για το γεγονός ότι οι φτωχοί συνθλίβονται, ενώ οι παθογένειες και οι κακοδαιμονίες της κοινωνίας επιταχύνουν το ξήλωμα του υφάσματος. Εάν δε γίνουν διορθωτικές κινήσεις και μάλιστα γρήγορα, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.

Σ’ αυτό το επερχόμενο αιματοκύλισμα, θα αναγκαστούμε εκ των πραγμάτων όλοι μας να επιλέξουμε στρατόπεδο. Στην πραγματικότητα, έχουμε επιλέξει ήδη, απλώς δεν το ξέρουμε. Πάντως, να κρατηθείς ουδέτερος ή να υπάρξεις ως ανήσυχος μεμονωμένος – αυτό ξέχνα το. Είναι ό,τι ακριβώς εξερευνά το μυθιστόρημα Η εξαφάνιση του Αριστοτέλη Νικολαΐδη που έχω ενσωματώσει στην Πιο κρυφή πληγή. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα καταλήξεις σαν τον ήρωα του Νικολαΐδη και της θεατρικής διασκευής μου, δηλαδή τρελός.

Στο βάθος, λοιπόν, η πιο κρυφή πληγή είναι τώρα, ή μάλλον αύριο. Παρά τις μεγάλες δόσεις Ιστορίας που περιέχει, το μυθιστόρημά μου στρέφεται αποκλειστικά στο παρόν, όσο και στο μέλλον. Είναι ένα μυθιστόρημα που υποδύεται το ιστορικό, προκειμένου να γίνει ακόμα πιο σύγχρονο, για να μην πω μελλοντολογικό.

Τέλος, είναι το πιο πολιτικοποιημένο βιβλίο μου, κι όμως δοξάζει έναν έρωτα παθιασμένο και ρομαντικό. Έτσι ώστε να αναβαθμίζεται και να εξυψώνεται και η ίδια η πολιτική, που τόσο έχει ξεπέσει και τόσο την έχουμε ανάγκη σήμερα.

Σκεφτόμουν πως πολλοί χρησιμοποιούν την ιστορικότητα για λόγους εντυπωσιασμού αλλά και ευκολίας: είναι πιο ελκυστικό να βάζεις τον Ελευθέριο Βενιζέλο ή τον λόρδο Βύρωνα να μιλά παρά ένα «μέσο» άνθρωπο της αντίστοιχης εποχής. Επαφορμή αυτού που ανέφερες περί «εμβόλιμων υλικών» θα ήθελα να μου πεις όμως και δυο πράγματα για τη διακειμενικότητα: στο μυθιστόρημα, εκτός από την εκτενή αναφορά στο πεζογράφημα του Αριστοτέλη Νικολαΐδη, συναντούμε επίσης τον Ηράκλειτο, τους Σαίξπηρ, Μπέκετ, Τζόις, Λουντέμη, αλλά και πολλές κινηματογραφικές αναφορές. Θεωρείς τη διακειμενικότητα και την εγκιβωτισμένη αφήγηση βασικό τρόπο σύνθεσης;

Δεν υπάρχουν κανόνες. Όλα είναι θεμιτά και όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Ο Αριστοφάνης επιλέγει ως ήρωές του υπαρκτούς ποιητές, όπως ο Ευριπίδης. Ούτε και διακειμενικότητα υπάρχει κατ’ ουσίαν. Όσο για τις εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, τις συναντάμε πολύ προτού εφευρεθεί ο όρος. Αυτά είναι επινοήσεις θεωρητικών της λογοτεχνίας, και δεν μπορείς να αφηγηθείς ούτε ένα ανέκδοτο, αν έχεις μόνο τέτοια πράγματα στο κεφάλι σου.

Όλα όσα περιλαμβάνονται σε μια ιστορία που αφηγούμαι –από τις σκηνές και τις καταστάσεις που επινοώ, μέχρι τα θραύσματα από άλλα βιβλία και τις διασκευές– παρατίθενται μόνο και μόνο για να γίνω πιο πειστικός. Τίποτα περισσότερο.

Θα ήμουν ευτυχής αν δεν αναγκαζόμουν να χρησιμοποιώ όλα αυτά τα τερτίπια, αλλά η ίδια η ζωή τα χρησιμοποιεί, εγώ απλώς τη μιμούμαι. Με άλλα λόγια, προκύπτουν σχεδόν παρά τη θέλησή μου, και καταφεύγω σ’ αυτά μόνο και μόνο επειδή μου φαίνεται ότι έτσι γίνεται πολύ πιο πειστικός ο ήρωας που επιχειρώ να ζωντανέψω.

Στην προκειμένη περίπτωση, ένας ηθοποιός που έχει έμμονη ιδέα με τα Δεκεμβριανά του ’44, χάρη σ’ έναν ισόβιο έρωτα που εξακολουθεί να τον παιδεύει στην εποχή των στιγμιαίων ερώτων.

Μου άρεσαν ιδιαίτερα στο βιβλίο σου ορισμένες «περιφερειακές» περιγραφές: για παράδειγμα η περιγραφή ενός πάρτι νέων που κινούνται, χορεύουν σαν «ένα μοναδικό, πολυκέφαλο σώμα» (σελ. 193), ή η συνάντηση του αφηγητή με έναν παλιό γνωστό όπου «για κάποιο λόγο, με το κατοικίδιο, ο Άρης μου φάνηκε ακόμα πιο μοναχικός και ηττημένος» (σελ. 332). Θεωρείς ότι ορισμένες τέτοιες περιγραφές, που δεν εντάσσονται αφηγηματικά ακριβώς στον σκληρό πυρήνα ξετυλίγματος της ιστορίας, μπορούν να κλέψουν την παράσταση;

Εάν σε αγγίζουν περισσότερο οι περιφερειακές σκηνές, εικόνες, περιγραφές, τότε μάλλον υπάρχει πρόβλημα. (Συνήθως, τα έκανε θάλασσα ο αφηγητής ή ο αναγνώστης· ή και οι δύο.) Από την άλλη, σε ένα τόσο καλειδοσκοπικό γραπτό –που περιέχει από φωτογραφικά ντοκουμέντα του ’44 έως μαρτυρίες «μπαχαλάκηδων» από τους Αγανακτισμένους στο Σύνταγμα– όλα είναι πιθανά. Μπορεί, όντως, να εντυπωθεί σε κάποιους το ένα ή το άλλο.

Θα προτιμούσα μια καθαρόαιμη αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος, αναμφισβήτητα. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εφικτό. Ορίζεται από άλλες συνθήκες, που έχουν να κάνουν με την κάθε ιστορία συγκεκριμένα.

Στην Πιο κρυφή πληγή μπήκα όπως μπαίνει και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Η δική μου κουνελότρυπα είναι η αναφορά στο Περιστέρι, τη συνοικία όπου μεγάλωσα, δηλαδή ολόκληρο το δεύτερο κεφάλαιο. Αντέγραψα ένα αυτοβιογραφικό κειμενάκι από την Υψηλή τέχνη της αποτυχίας, με τίτλο το τοπωνύμιο.

Ώρες ώρες, θα προτιμούσα κι εγώ να ήταν ένα άλλο βιβλίο Η πιο κρυφή πληγή –όπως και πολλά άλλα γραπτά μου–, αλλά κάτι τέτοιο απλώς δε συμβαίνει.

Ας πούμε όμως δυο κουβέντες και για την Υψηλή τέχνη της αποτυχίας. Αυτή η συλλογή κειμένων σου της τελευταίας δεκαετίας ακολουθεί τον κλασικό, αιρετικό, μη κανονιστικό τρόπο γραφής σου. Θα έλεγα πως «λογοτεχνίζει», είναι σε ένα βαθμό δοκιμιακός λόγος που δεν είναι δοκιμιακός. Θα επικεντρωθώ στις αναφορές στα βιβλία σου. Όταν γράφει κανείς εκτενώς για τα βιβλία του, κινδυνεύει να εξηγήσει/ερμηνεύσει τα πάντα, φτάνοντας ακόμα και σε ένα επίπεδο θεωρίας της λογοτεχνίας;

Ευχαριστώ πολύ για τον τρόπο ανάγνωσης, αλλά και για την απορία στο τέλος. Σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και μη μυθοπλαστικά βιβλία σαν την Υψηλή τέχνη της αποτυχίας είναι προϊόντα καθαρόαιμης απελπισίας. Πράγμα που, υπό μία έννοια τουλάχιστον, υποδηλώνεται με σαφήνεια και στο διανοητικό ακροβατικό του τίτλου.

Από κει και πέρα, για τα βιβλία μου έχω πει περισσότερα απ’ όσα πρέπει, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ελπίζω να μην εμπόδισα κανέναν να τα εξηγήσει/ερμηνεύσει, αλλά κυρίως να τον ώθησα να τα διαβάσει.

Με παρηγορεί το γεγονός ότι οι ορθές ερμηνείες ενός έργου τέχνης παραμένουν όσες κι αυτοί που μπορούν να το προσεγγίσουν, δηλαδή άπειρες. Και δε λογαριάζω πόσες ορθές ερμηνείες μπορεί να δώσει ο καθένας. Εν ολίγοις, καλώς ορίσατε στο βασίλειο του υποκειμενισμού.

Θα προτιμούσες κάποιος να έχει διαβάσει από πριν τα βιβλία σου που αναφέρονται στην Υψηλή τέχνη ή η ίδια να γίνει μια αφορμή για αυτό;

«Νίψονανομήματαμημόνανόψιν».

Η πιο κρυφή πληγήΗ πιο κρυφή πληγή
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Ίκαρος
461 σελ.
Τιμή € 17,90
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Ηρώ Σκάρου: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Η Ηρώ Σκάρου κατάγεται από την Ικαρία. Μεγάλωσε στη Σύρο και στην Αθήνα. Με σπουδές στη φιλοσοφία και μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων, εργάστηκε κυρίως στην εκπαίδευση και στο μάρκετινγκ....

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Τατιάνα Αβέρωφ: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η Τατιάνα Αβέρωφ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε Ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και εργάστηκε είκοσι χρόνια ως ψυχολόγος. Ήταν εισηγήτρια σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ,...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Τόλης Νικηφόρου: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938, σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάστηκε κυρίως ως σύμβουλος εσωτερικής οργάνωσης επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Λονδίνο....

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.