fbpx
Γιώργος Γκόζης: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ

Γιώργος Γκόζης: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ

Ο Γιώργος Γκόζης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ με μεταπτυχιακό τίτλο στην εκκλησιαστική Ιστορία, Χριστιανική Γραμματεία, Αρχαιολογία και Τέχνη και με ειδίκευση στην Αγιολογία. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 2000. Δύο χρόνια μετά, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Νεφέλη το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Ο νυχτερινός στο βάθος. Στην επέτειο των είκοσι χρόνων η Θραύση κρυστάλλων, από τις Εκδόσεις Ποταμός, σηματοδοτεί το πέρασμά του από τη μικρή φόρμα, με την οποία «αναδύθηκε συγγραφικά», σε αυτή του μυθιστορήματος. Ίσως επειδή σε αυτή τη φάση της ζωής του, του ταιριάζει περισσότερο η έκταση του μυθιστορήματος, όπως εξομολογείται στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.

Η Θραύση κρυστάλλων διατηρεί μια ελάχιστη χρονική απόσταση από το Μητερικό της Θράκης και μια κάπως μεγαλύτερη από τη νουβέλα Γκουανό. Ο συγγραφέας, σε αυτές τις χρονικές ζυμώσεις που μεσολάβησαν, τι διατήρησε και τι απώλεσε μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του;

Διατήρησε τη σταθερή επιθυμία αυτό το έργο να βγει στο φως έπειτα από υπαναχωρήσεις έξι ετών. Την καταβύθιση στη γλώσσα. Το καθαρό βλέμμα και την ψυχραιμία να παρατηρεί τον πολιτικό διχασμό των τελών του ’80, κυρίως όμως να αναβιώσει τον άγουρο εφηβικό έρωτα που στο μεταξύ είχε ενηλικιωθεί. Πεζογραφικά, άφησε, αλλά δεν εγκατέλειψε τη σύντομη έκταση του διηγήματος και της νουβέλας. Η μικρή φόρμα ήταν εκείνη με την οποία αναδύθηκα συγγραφικά, αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι κάθε τεχνίτης είτε ως τσαγκάρης είτε ως λογοτέχνης οφείλει να δοκιμάζει την τέχνη του έστω και σε κόντρα ρόλους. Για να είμαι ειλικρινής, είχα αποκτήσει μία ευχέρεια στο διήγημα, κάποιος ενδεχομένως να αποκαλούσε εαυτόν στιλίστα, εγώ το ονομάζω όπως η πυγμαχία «κλείσιμο στα σκοινιά». Σε αυτή τη φάση της ζωής μου, μου ταιριάζει περισσότερο η έκταση του μυθιστορήματος. Επίσης, απώλεσα οικειοθελώς το ένδυμα του συγγράμματος, το Μητερικό της Θράκης επέχει θέση διδακτορικής διατριβής. Η Θραύση κρυστάλλων ήθελα να είναι ακαριαία και αιχμηρή.

Παράλληλα με τη δύσκολη εφηβεία και την ενηλικίωση των δυο παιδιών, η ενηλικίωση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ένα αρραγές κομμάτι που τροφοδοτεί την ιστορία, διέρχεται μέσα από τον κλυδωνισμό σκανδάλων της ύστερης εφηβείας της στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σε αυτό το όμορφο συγγραφικό παζλ έρωτα – σύγχρονης ιστορίας, που το κάθε κομμάτι ζητά αντάλλαγμα από το άλλο, ποιες οι τυχόν δυσκολίες που έπρεπε να υπερκεραστούν κατά τη συγγραφή;

Το συνηθέστερο ζήτημα που ανέκυψε πολλαπλά ήταν το βιωματικό στοιχείο σε σχέση με την εγγύτητα από τα γεγονότα, και δεν εννοώ τη χρονική: ως αποστασιοποιημένος από υλικό και χαρακτήρες, θα είχα αποξενωθεί – άλλο ψυχραιμία, άλλο ψυχρότητα. Ως εμπλεκόμενος συναισθηματικά, θα είχα παρασυρθεί από μεροληψία. Πώς κινείται κανείς στη μεθόριο της αφήγησης; Η λύση ήταν να εξομολογηθώ σ’ εμένα και σε κάθε αναγνώστη πως δεν είμαι ιστοριογράφος, αλλά συγγραφέας μυθοπλασίας. Προσπάθησα δηλαδή σαν παραμυθάς να πω το παραμύθι μου όσο πιο πιστευτά μπορούσα.

Τα τελευταία περιστατικά κατάχρησης εξουσίας επιτείνουν ίσως τον ισχυρισμό ότι ζούμε σε μια εποχή θραύσης κρυστάλλων. Στην ώριμη 47επτάχρονη, οσονούπω, μεταπολιτευτική Ελλάδα ποιοι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν;

Το εκφράζετε πολύ κομψά. Τους δύο αυτούς αιώνες του νέου ελληνικού μας κράτους, κάθε που η εξουσία αδιακρίτως κυβερνήσεων προσπαθεί να επιβληθεί με την καταστολή σημαίνει πως δεν πείθει με επιχειρήματα τους πολίτες. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα παραμένει ελλειμματική στην εκπαίδευση πολιτών, αντ’ αυτού εκτρέφει οπαδούς συνήθως κομμάτων: πολίτες-πελάτες, αναξιοκρατία, η καπηλεία της πατρίδας από σιμωνίτες, διεφθαρμένοι μέχρι το μεδούλι ψευδεπίγραφοι άριστοι, αλλά μάλλον καταλήγω πως αυτή η ανατροφοδότηση παθογενειών υφίσταται επειδή η σχέση μας με την εξουσία είναι τελικά συγκοινωνούντων δοχείων: αναφέρω στο βιβλίο μία φράση που αποδίδεται στον Λεφ Τολστόι και τη μελοποίησε η ποστ-πανκ μπάντα The The: όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά κανένας τον εαυτό του. Ο κίνδυνος είναι προφανώς η διαιώνιση όλων αυτών ή η παραίτηση. Να, κάπου εκεί είμαστε.

Αλίμονο αν οι νέοι άνθρωποι, τα παιδιά μας, πιστέψουν πως ο ρεαλισμός θα αλλάξει τον κόσμο και όχι το όραμα, κι αυτό αναλάβουν να τους το εξηγήσουν κάθε λογής ατάλαντοι κομματικοί.

«Ο πατέρας πέθανε από Οξύ Κίνημα του Μυοκαρδίου», ίσως η φράση που πυροδοτεί την αφήγηση. Σε αυτό το παιχνίδισμα, ας μου επιτραπεί ο όρος, των λέξεων διαφαίνεται μια τρανή αλήθεια. Η πίστη του ανθρώπου σε μια ιδεολογία και η ασυνέπεια των εκπροσώπων της εξαιτίας της «αμμοβολής της Εξουσίας» την οποία υφίστανται. Αυτή η διάψευση, την οποία όμορφα χρωματίσατε μέσα από το πρόσωπο του Πατέρα, τι αναδεικνύει για τη σχέση πολίτη-Πολιτείας;

Σταθερής αναξιοπιστίας και καχυποψίας ή με έναν στίχο του Ανέστη Ευαγγέλου: «παντού οι λύκοι να φυλάνε τα πρόβατα». Πόσο συχνά η πιστότητα των υποσχέσεων προ ταυτίστηκε με την πιστότητα των έργων μετά; Από λόγια χορτάσαμε. Γιατί να εξαιρείται ο πατέρας του αφηγητή, όπως εύστοχα αναφέρετε, της διάψευσης των ιδανικών ή του προσώπου έναντι των απρόσωπων διαδικασιών;

Σε έναν νέο, ηλικιακά, αναγνώστη που πιθανότατα δεν γνωρίζει αυτές τις συνδιαλλαγές της εξουσίας με τους κρυφούς μηχανισμούς της, πώς προσδοκάτε ότι θα επιδράσει το βιβλίο σας;

Ελπίζω στην προσωπική του κινητοποίηση, στο κέντρισμα του ενστίκτου της επιβίωσης, όχι σαν χαστούκι, αλλά σαν τρυφερή παρακίνηση να διαθέτει κριτήριο πίσω από τις επιφαινόμενες προθέσεις. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που παραθέτω υποσελίδιες παραπομπές, ώστε να γίνει κοινωνός μιας πραγματικότητας παλιότερης, αλλά όχι τόσο μακρινής. Η εξουσία έτσι κι αλλιώς είναι διαχρονική έννοια με υπόγειες διαδρομές που θα τις συναντήσει με το πρόσωπο της εποχής του, ας είναι τουλάχιστον υποψιασμένος. Αν για τη γενιά μου ήταν όλα βιωματικά γνώριμα, η γενιά του γιου μου και όσων είναι κάτω από τα τριάντα σήμερα καλό είναι να γνωρίζει πως η αφηγούμενη εποχή, αν και χαμένη στη λήθη του χρόνου, στις μέρες του απλώς αλλάζει ρούχα.

Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, η φτώχεια και η διαμονή σε εργατικές πολίχνες σε βάφτιζαν Συνήθη Ύποπτο. Στον σύγχρονο, πολιτισμένο κόσμο, με τις αποδέλοιπες φασίζουσες δυνάμεις, τι αλλαγές έχουν επιτελεστεί αναφορικά με την ονοματολογία και το χωρικό πλαίσιο;

Μεθοδολογικά οι συνταγές δεν άλλαξαν, η πρωτοτυπία έτσι κι αλλιώς δεν χαρακτηρίζει την κουζίνα αυτών των δυνάμεων. Η εξόφθαλμη προσκύνηση του κλισέ ελληνικού Τύπου στην εξουσία. Η αναβίωση του εθνικισμού πανευρωπαϊκά. Η χρήση των ΜΚΔ στο χάος του διαδικτύου. Χωροταξικά όμως έγιναν άλματα, τώρα εκτός από τον εσωτερικό εχθρό έχουμε και τον εισβολέα από το εξωτερικό. Να σκεφτείτε πως στα τέλη του ’90 ήταν οι Αλβανοί, αν και πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις της άριας φυλής: ήταν λευκοί, ξανθοί και γαλανομάτηδες – αυτό κι αν ήταν κουλό. Μετά ήρθαν οι «Τσετσένοι» και οι «Ρωσοπόντιοι». Εσχάτως το DNA μας κινδυνεύει από τα «λαθροπιθήκια» στα χοτ-σποτ. Εσωτερικά, παρατηρείται μια σταθερότητα: οι «αναρχοάπλυτοι» του «αντιεξουσιαστικού χώρου» και οι «κουκουλοφόροι γενικά», ενώ όλοι γνωρίζουμε πως πρόκειται για σκληρά εργαζόμενους της Ασφάλειας – για τη δική μας Ασφάλεια φυσικά.

Η ενεργή συμμετοχή στις σχολικές εκλογές, πέρα από την εξοικείωση του μαθητή με τις δημοκρατικές διαδικασίες, όπως λέτε, έχει ως στόχο τον εθισμό στον ίδιο τον κομματισμό. Ποια κυρίως τα προβλήματα που δημιουργεί αυτή η εξοικείωση, σε μια σχολική αίθουσα;

Όταν το κριτήριο χάνει την αθωότητά του και από εκεί όπου τα μαθητικά συμβούλια της τάξης ή του δεκαπενταμελούς αναδεικνύονταν με κριτήριο τα ομορφόπαιδα στο προεδρείο ή τη δημοφιλία των μαθητών, έφτασαν να αυγατίζουν τα κακέκτυπα των κομμάτων. Δείτε το κατάκοπο ομογενοποιημένο εκλογικό πεδίο των ΑΕΙ, θυμίζει προθάλαμο πολιτευτή. Η διαιώνιση της ανθρώπινης μοναξιάς από τη σχολική ηλικία. Η γλώσσα, ενώ διαμορφώνεται ακόμα, άκαμπτη με συνθήματα τύπου «μετερίζια», «φονιάδες των λαών», «εθνομηδενιστές», «η πάλη», «σύστημα αφεντικών», η έννοια του μονίμως «έξω», δηλαδή η άρνηση ως πρόταση. Αλίμονο αν οι νέοι άνθρωποι, τα παιδιά μας, πιστέψουν πως ο ρεαλισμός θα αλλάξει τον κόσμο και όχι το όραμα, κι αυτό αναλάβουν να τους το εξηγήσουν κάθε λογής ατάλαντοι κομματικοί.

Ο ανεξίτηλος στον χρόνο εφηβικός έρωτας υποσκάπτει τον συναισθηματικό κόσμο του ήρωά σας. Στα ερωτικά τραύματα, τα ψυχρά επιθέματα (λόγια-συμβουλές φίλων, ψυχολογική υποστήριξη κ.λπ.) πόσο αλληλέγγυα ή παυσίλυπα είναι;

Μου αρέσουν πολύ αυτά τα ψυχρά επιθέματα που τόσο ζεσταίνουν! Πολλαπλώς αλληλέγγυα, διότι όσο εγκλωβισμένος νιώθει κανείς μεγεθύνοντας το δικό του ζήτημα ως το σπουδαιότερο του πλανήτη, τόσο περισσότερο εγκλωβίζεται. Οι φίλοι ανοίγουν ένα παράθυρο στον κόσμο που, ακόμα κι αν στέκεσαι ακριβώς μπροστά του, ούτε καν σου είχε περάσει από το μυαλό να το ανοίξεις να μπει φως στο σκοτεινιασμένο σου σύμπαν και φρέσκος αέρας. Παυσίλυπο όμως δε νομίζω πως είναι, ίσως παυσίπονο ορισμένου χρόνου επίδρασης. Για λύσεις μεγαλύτερης διάρκειας πηγαίνουμε στον ειδικό: όταν το αυτοκίνητο μείνει στον δρόμο, δεν καλούμε τον οδοντίατρο, αλλά τον μηχανικό. Για τραύματα τέτοιου είδους συστήνω ανεπιφύλακτα τη γνωσιακή και συμπεριφορική ψυχολογία.

Δεν τιθασεύεται η γλώσσα. Είναι σαν να προσπαθείς να χωρέσεις τη θάλασσα σε ένα ποτήρι.

Σε αυτό το αποσπασματικό και με αναβαθμούς έντασης γράμμα του ήρωά σας, η σιωπή-απουσία της Μαρίας πώς επιδρά;

Κάθε φορά που γράφει κανείς οτιδήποτε, είτε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, είτε γράμμα της σχεδόν ανύπαρκτης πια επιστολικής αλληλογραφίας, είτε τη λίστα με τα ψώνια της λαϊκής, είτε βιβλίο, στην ουσία απευθύνεται στον εαυτό του. Ο παραλήπτης λειτουργεί ως ερέθισμα, ως αφορμή, για ξεκάρφωμα. Στην περίπτωση της Μαρίας, η δική της σιωπή επιτελεί ακριβώς τον ίδιο ρόλο με τη φυσική της απουσία-παρουσία στη ζωή του Άρη, ο οποίος την κουβαλούσε ζωντανή μέσα του 25 χρόνια δίχως να έχει καν νέα της. Η σιωπή της παραλήπτριας της επιστολής Μαρίας είναι αφορμή για τον αποστολέα Άρη να συνομιλήσει με τον εαυτό του.

Κάποια κεφάλαια του βιβλίου με τις αναγκαίες τροποποιήσεις αποτέλεσαν, όπως δηλώνετε σε παραπομπές, διηγήματα δημοσιευμένα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Τα κείμενα αυτά αποτέλεσαν εξαρχής τμήματα του συγκεκριμένου βιβλίου ή η υφολογική τους διάσταση τα έφερε πιο κοντά σε αυτό;

Ισχύει το πρώτο. Δεν επρόκειτο για αυτόνομα διηγήματα που ενσωμάτωσα κατόπιν στο μυθιστόρημα, αλλά εξαρχής τμήματά του που προδημοσιεύτηκαν εν είδει αναγνωστικού δολώματος. Πήρα τα μηνύματά μου. Επειδή το μυθιστόρημα έχει πυκνές κορυφώσεις, για τον λόγο αυτό παρατίθεται σε 67 κεφάλαια ως στιγμιότυπα, σε 67 πολαρόιντ μνήμης, ένα συγγραφικό λεύκωμα. Κι αυτό γιατί οι δημοσιεύσεις εξυπηρέτησαν ως προπομποί και μια χρηστική αναγκαιότητα, να λειτουργήσουν δηλαδή ως σκαλοπάτια προκειμένου ο αναγνώστης να παίρνει ανάσες μεταξύ των κεφαλαίων.

«Γιατί;» και «αναβολή», δυο λέξεις που περιχαρακώνουν την ψυχοσύνθεση του ήρωα. Δυο λέξεις που, όπως αναφέρει προς το τέλος του βιβλίου, τον ώθησαν να ασχοληθεί με τις λέξεις συστηματικότερα. Επειδή ο επιδέξιος χειρισμός της γλώσσας χαρακτηρίζει τη γραφή σας, έχοντας διανύσει, λοιπόν, μια συγγραφική πορεία 20 χρόνων περίπου, ποια ήταν τα στάδια «τιθάσευσης» των λέξεων;

Το βιβλίο είναι μία αναμέτρηση με λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Αν μου επιτρέπετε, θα τις αριθμούσα σε τρεις: ένα πολυκαιρισμένο, ορφανό «Γιατί;» προς τη Μαρία, εξαιτίας της εξαφάνισής της από τη ζωή του Άρη. Η λέξη «αναβολή», που δεν ακούστηκε σε μια δικαστική αίθουσα και τιμώρησε ερήμην τον πατέρα του αφηγητή. Το «σ’ αγαπώ» προς όποιον αγαπήσαμε και δειλιάσαμε να του το πούμε με λόγια πριν χαθεί οριστικά. Τιθάσευση, μεγάλη κουβέντα. Δεν τιθασεύεται η γλώσσα. Είναι σαν να προσπαθείς να χωρέσεις τη θάλασσα σε ένα ποτήρι. Στην αρχή προσπάθησα με την κατά κυριολεξία κατοχή του νοήματος της λέξης, με μια αίσθηση κτητικότητας. Αυτό όμως θα με έκανε λεξικογράφο ή ετυμολόγο, να κατέχω δηλαδή τη γνώση δίχως απαραίτητα να ενσυναισθάνομαι την ψυχή της. Πέρασα στη φλου φάση, όπου ως αφαιρετικό κέλυφος έσκεπε ετερόκλητες έννοιες άσχετες εν πολλοίς με το αρχικό τους νόημα. Τελικά, αντί να προσπαθώ να τις ορίσω εγώ, αποφάσισα να τις αφήσω να με πάρουν εκείνες από το χέρι και να με οδηγήσουν όπου.

Η έκδοση ενός βιβλίου είναι τρόπον τινά και λήξη μιας μάχης. Ο εξοπλισμός για την επόμενη έχει ήδη προετοιμαστεί ή απολαμβάνετε τις ήσυχες μέρες μιας εκεχειρίας;

Ναι, αυτή η μάχη τελείωσε, πάμε για την επόμενη! Πλέον έχω στρέψει τα όπλα μου στο ιστορικό μυθιστόρημα. Εκεί να δείτε μάχες! Αυτό που μου έχει λείψει, παρ’ όλ’ αυτά, εν μέσω πανδημίας είναι η συνάντηση με το ανθρώπινο πρόσωπο, εννοώ τον αναγνώστη. Να ξανασυναντηθούμε με απαστερίωτες μπίρες, μαλαγουζιά και αναρίθμητους καφέδες στα τραπεζάκια της κοινότητάς μας. Επομένως, απολαμβάνω την εκεχειρία μόνο ως προσμονή αυτής ακριβώς της συνάντησης.

 

Θραύση κρυστάλλων
Γιώργος Γκόζης
Ποταμός
304 σελ.
ISBN: 978-960-545-149-3
Τιμή €15,00
001 patakis eshop

 


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Αλέξανδρος Ψυχούλης: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης γεννήθηκε στον Βόλο το 1966. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Παναγιώτη Τέτση. Σήμερα είναι καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Στέλιος Παρασκευόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Στέλιος Παρασκευόπουλος είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος και αργότερα...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.