fbpx
«Γκρόβερ» του Στέργιου Χατζηκυριακίδη

«Γκρόβερ» του Στέργιου Χατζηκυριακίδη

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Στέργιου Χατζηκυριακίδη Γκρόβερ που θα κυκλοφορήσει στις 20 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Δίαυλος.

 

Η ώρα είχε πάει κοντά τρεις. Οι επιλογές μας είχαν αρχίσει να στενεύουν. Υπήρχαν κάνα δύο κλαμπoειδή που μπορούσαμε να πάμε. Ένα από αυτά ήταν το Μάδερ (Mother), το μαγαζί που μάζευε όλους τους καμένους της περιοχής και περιχώρων μαζί με γουοναμπί καμένους, άντε και ένα πέντε τοις εκατό που δεν ανήκε σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες. Και μαθηματικά να το δεις δηλαδή πάλι, ήταν δύσκολη η φάση στο συγκεκριμένο μαγαζί. Τόσο δύσκολη που σκεφτήκαμε ότι θα πρέπει να κάνουμε θριαμβευτική είσοδο, αλλιώς δεν είχε νόημα, δεδομένου ότι έπρεπε να αποδείξουμε τα εξής δύο στους θαμώνες και μη του μαγαζιού: α) ότι είμαστε τουλάχιστον όσο καμεναράδες είναι και αυτοί, ίσως και παραπάνω, και β) ότι έχουμε να συνεισφέρουμε στην προσπάθειά τους να καούν και άλλο. Το δεύτερο έχει και έναν πιο παγκόσμιο χαρακτήρα, δεδομένου ότι άνετα μπορεί να γενικευτεί με κατάλληλη αφαιρετική κίνηση ματ προς την πραγματικότητα, και να ιδωθεί ως γενικότερο πρόταγμα για δυνάμωση του κινήματος των καμεναράδων γενικώς. Τέσπα, τα πράγματα κάπως έτσι είχαν και η απόφασή μας υπερδύσκολη εκείνη την ώρα. H λύση της στιγμής ήρθε πάλι από τον χώρο της ελληνικής μας παράδοσης, που όλοι μας τόσο πολύ αγαπούμε. Μπήκαμε λοιπόν μέσα ολίγον τι με τις μπάντες, χορεύοντας χασαποσέρβικο περίπου στα 210 bpm (beats per minute για τους αδαείς). Φυσικά, επειδή είμαστε ηλίθιοι, ξεκινήσαμε τον χορό από τις σκάλες κιόλας, με αποτέλεσμα κάποια σκαλιά να τα έχουμε ανεβεί δυο φορές, δεδομένου του βήματος πίσω που περιέχει ο χορός (αν το καλοσκεφτείτε το χασαποσέρβικο είναι περίπου o κινησιακός καθρέφτης του «ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω» του Λένιν). Μπήκαμε εντυπωσιακά μέσα, με ταχύτατες ντελικάτες για αρκουδοκρίαρο κινήσεις.

 

Η ομιλία ήταν παραδόξως πάρα πολύ καλή. Ήταν διαφωτιστική τουλάχιστον όσον αφορά το ιστορικό υπόβαθρο και την ιστορία της σχέσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και νεοφιλελευθερισμού, με παραδείγματα από τους θεωρητικούς γκουρού του χώρου, Φρίντμαν και Χάγιεκ, μέχρι σύγχρονους νεοφιλελεύθερους στοχαστές (δακρύζω πάλι) που για πρώτη φορά άκουγα τα ονόματά τους, αλλά από ό,τι υπονοήθηκε ήταν ωραίοι και μετρούσαν στον χώρο. Φυσικά ο Δελής δεν έδινε και πολλή σημασία στην ομιλία αφού αποφάσισε να ασχοληθεί με μια σύνεδρο που καθόταν απέναντί του. Ο καρνάβαλος την είχε καρφώσει για κάνα πεντάλεπτο και όποτε τον κοιτούσε, της ανταπέδιδε το βλέμμα στέλνοντας όπως είπε ερωτικά βάιμπς πολλών βαθμών. Ο ένας με τη ρεσεψιονίστ, ο άλλος με τη σύνεδρο και εγώ με τον Χάγιεκ. Ε, δεν γαμιέστε ρε μαλάκες.

Ακολούθησαν άλλες δύο ομιλίες τις οποίες και δεν θυμάμαι να σας πω λεπτομέρειες. Το κύριο νόημα ήταν παρόλα αυτά ότι κάτσ’τε καλά παιδιά δεν υπάρχει σωτηρία. Φαλιρίσανε τα πάντα και τα δοκιμάσαμε όλα. Μόνο o capitalism works. Και όχι μόνο it works αλλά it works in the way it has unfolded itself during the last years. ’Νταξ, να πω ότι σοκαρίστηκα, ψέματα θα πω. Τέλος πάντων, αναμενόμενα πράγματα. Ο Δελής, πάλι στα αρχίδια του προφανώς, έπαιζε τη μεγάλη μπάλα με τη σύνεδρο. Η δουλειά μας ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Το πρώτο διάλειμμα για καφέ θα γινόταν από λεπτό σε λεπτό. Το οποίο σήμαινε ότι θα πιάναμε και δουλειά. Θα έπρεπε να κάνουμε τους διερμηνείς μεταξύ κάποιων προσκεκλημένων Ελλήνων κανακαιρίσιων νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων και των state of the art ομιλητών συν κάποιους από τους επόμενους ομιλητές.

«Μάγκες, βγαίνουµε».

«Τι βγαίνουµε;»

«Βγαίνουµε ρε, πώς το λένε, πιάνουµε δουλειά».

«Δεν έχω υπάρξει ποτέ πιο έτοιµος».

«Εµένα µε έπιασε ένα µικρό χέσιµο».

«Καλά, κρατήσου».

«Θα προσπαθήσω».

Μεταφερθήκαμε στην αίθουσα όπου θα σέρβιραν καφέ αρχικά, και μετά θα ακολουθούσε ο μεσημεριανός μπουφές. Ήταν μεγάλο διάλειμμα, τρίωρο. Πρώτη φορά είδα τέτοιο διάλειμμα σε συνέδριο. Φαντάζομαι θα είναι επειδή λεφτά υπάρχουν, ας κάνουν ένα διαλειμματάκι τα παιδιά, τόσο ωραία τα έλεγαν και θα τα πουν. Ας είναι. Ο κ. Κουτούλας ήρθε προς το μέρος μας:

«Κύριοι, ακολουθήστε µε στο private booth, όπου θα χρειαστούµε τη βοήθειά σας».

«Βοήθειά σας!»

«Παρακαλώ;»

«Λέω, θα χρειαστείτε τη βοήθειά µας».

«Αυτό δεν είπα µόλις τώρα;»

«Αυτό δεν είπα και γώ;»

«Ας τα αφήσουµε αυτά. Βεβαίως, πάµε κ. Κουτούλα».

Στο δρόμο για το private booth σκούντηξα τον Δελή.

«Ρε µαλάκα, σε είπα, µη µαρσάρεις µε το καληµέρα».

«Πο, ρε µαλάκα, εκατό φορές στα ’πα, το κάνατε θέµα να ’ούµε».

«E, ρε, µην κάντς έτσ’ σε λέω».

«Καλά, µε συγχωρείς».

Σκεφτόμουν πόση ώρα θα έπαιρνε πριν μας πάρουν χαμπάρι και φωνάξουν τα σεκιούριτι να μας πετάξουν έξω. Από είκοσι λεπτά μέχρι μία ώρα το πολύ το έδιναν οι στοιχηματικές που μόλις είχα δημιουργήσει για την περίσταση. Ο κ. Κουτούλας μας πήγε στον όροφο που ήταν το γραφείο του. Εκεί παραδίπλα είχε νοικιάσει το συνέδριο μια ειδική αίθουσα για τέτοιες πιο πριβέ συναντήσεις. Ένα δωμάτιο ήταν ουσιαστικά με ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι στη μέση και εξοπλισμό για παρουσιάσεις, προτζέκτορα, ηχεία κ.λπ. Όταν πήγαμε, είχε και έναν μικρό μπουφέ και τα γνωστά κανατοειδή γεμάτα αηδιαστικό καφέ που συναντά κανείς στα συνέδρια. Με το που μπήκαμε μέσα ο Δελής άρχισε να δοκιμάζει τον μπουφέ.

«Αµάν αε, δεν τρώγονται».

«Τι είπατε;»

«Τι να πω, δεν ακούσατε κ. Κουτούλα; Να το ξαναπώ: Δεν τρώγονται λέω».

«Ο Δελής έχει λίγο εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, η µαµά του είναι Γαλλίδα σεφ».

«Ναι, και ο πατέρας µου περίπτερο».

«Παρακαλώ;»

«Και ο πατέρας του από την Ξάνθη, λέει».

«Ναι, αυτό είπα τάχα».

«Τέλος πάντων, µην τον παρεξηγείτε».

«Όχι, προς Θεού. Απλά να το θέσω ζήτηµα στους διοργανωτές, ότι υπήρξαν κάποια παράπονα για την ποιότητα του φαγητού».

«Α να γεια σου. Θα τους πεις ότι τα σαντουιτσάκια ήταν σαν κάλτσα και ο καφές ήταν ακόµα χειρότερα από κάλτσα».

«Ας το αφήσουµε εδώ. Τι θέλετε από εµάς;»

«Περιµένουµε τους κ. Παναγιωτίδη και Παπαδόπουλο, επιφανείς Έλληνες οικονοµολόγους, αλλά µεγάλους σε ηλικία και γαλλοτραφείς, οι οποίοι, γι’ αυτόν τον λόγο, δεν έχουν µεγάλη οικειότητα µε την Αγγλική, αλλά θέλουν να συνοµιλήσουν µε τον καθηγητή Roberts για ζητήµατα επιστηµονικά, του κλάδου τους. Εδώ χρειαζόµαστε τη βοήθειά σας. Ίσως δεν χρειάζεται να κάνετε συνέχεια διερµηνεία, µια και φυσικά γνωρίζουν κάποια Αγγλικά οι κύριοι. Θα δούµε τι θα µας ζητήσουν και οι ίδιοι. Την τελευταία φορά που µιλήσαµε, µου είπαν ότι σε κάποια σηµεία µόνο ίσως να χρειάζονται διευκρινίσεις. Αλλά θα µας τα πουν οι ίδιοι σε πέντε λεπτά, που θα έρθουν».

«Πολύ ωραία, κανένα πρόβληµα».

«Μιλάω και φοβερά Γαλλικά, σας το είπα;»

«Όχι, αλλά το υποθέτω κ. Δελή, αν κρίνω από το γεγονός ότι η µητέρα σας είναι Γαλλίδα».

«Θα πάθ’τε πλάκα. Καταπληκτικά Γαλλικά µιλάω».

«Είναι, όντως, σχεδόν φυσικός οµιλητής, τον έχω ακούσει να µιλάει και έχω διαβάσει εργασίες του εις την Γαλλικήν.

Ένας κοινός µας γνωστός, ο Μίανδρος, αυτός δηλαδή δίπλα µας, τον αποκαλεί ο Καβαλιώτης Μαλαρµέ».

«Βεβαίως, έτσι τον αποκαλώ».

«Βεβαίως, έτσι µε αποκαλεί».

«Το κατάλαβα. Μισό να απαντήσω στο τηλέφωνο».

«By all means, τι λέτε, αµεταβού».

Αυτός ήταν ο Δελής και το τελευταίο ήταν γαλλικό υποτίθεται. Ευτυχώς ο Κουτούλας ήξερε όσα Γαλλικά ήξερε και ο Δελής και δεν αντέδρασε. Υπέθεσε ότι θα είναι κάτι σαν «ευχαρίστως» και το άφησε να περάσει, υποθέτω.

 

Έφτασα Αθήνα την προηγούμενη, στις 5 του Δεκέμβρη το πρωί. Αφού τελείωσα με τα της δουλειάς, πήγα κατευθείαν στο ΠΑΟΚτσάκι στα Εξάρχεια. Σταμάτησα στο Σύνταγμα και περπάτησα από εκεί. Ανέβηκα τη Χαρίλαου Τρικούπη, έστριψα στην Αραχώβης και πήγαινα για εκεί που νόμιζα ότι πήγαινα. Λεπτομέρειες. Χάθηκα. Όπου να είναι πήγαινα. Είχα λά-θος διέυθυνση. Μπα, μια χαρά ήταν η διεύθυνση. Εγώ πήγαινα όπου να είναι. Δεν με ένοιαζε και ιδιαίτερα, είναι η αλήθεια. Με είχε απορροφήσει η περιοχή για κάποιο περίεργο λόγο. Θα μου πείτε, ρε μαλάκα, τι μας λες, είναι παραμονή της 6ης Δεκέμβρη και περπατάς στα Εξάρχεια, γαμημένε, δεν ήσουν εκεί τότε, δεν μπορεί να μην είσαι και εκεί, δηλ. εδώ, τώρα. Και όμως, θα σας απογοητεύσω, δεν θα σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, δεν είμαι πάλι εκεί που έπρεπε να είμαι. Και γιατί να είμαι δηλαδή; Δεν το καταλαβαίνω. Ξημερώνει μέρα μνήμης, μάλλον νωπής, για μια ολόκληρη γενιά, τη δικιά μας γενιά, το δικό μας πολυτεχνείο (δακρύσαμε), αλλά όλα είναι περίεργα, δεν είναι ούτε μέρα μνήμης, ούτε νιώθω μέρος οποιασδήποτε γενιάς. Ένας μαλάκας νιώθω, που έτυχε να φύγει πριν δώδεκα χρόνια από την Ελλάδα, εν τω μεταξύ έκανε αυτά που έκανε και έζησε αυτά που έζησε στο εξωτερικό, και επιστρέφει σαν συνταξιούχος στην πατρίδα του, να χαιρετήσει τους φίλους του και να μας πει τη γνώμη του για τα τεκταινόμενα. Εντάξει, μια τέτοια ανάλυση είναι υπερβολική, δεν λέω, αλλά, αν κάτσουμε και τα βάλουμε κάτω, σόρι ρε Στελάκο, αλλά στο Λονδίνο ήσουνα, στον Μονπελιέ ήσουνα, στο Γκέτεμποργκ ήσουνα, αλλά όχι στη φωτιά. Τη φωτιά τη φάγανε άλλοι. Και, φυσικά, όχι όλοι ακόμα και σε αυτήν τη χώρα. Από την άλλη, γιατί είναι μέρα μνήμης; Δεν έχουμε να θυμηθούμε τίποτα, τουλάχιστον εγώ, από τη μέρα που ξημερώνει.

Ή μάλλον έχουμε να θυμηθούμε: αρνήσεις. Nα θυμηθούμε να μην αντικειμενοποιήσουμε αυτήν τη μέρα, να μην την εξορθολογίσουμε, να μην τη συμβολοποιήσουμε, να μην ερήμην μας, και ερήμην της προπαντός, την επανασυμβολοποιήσει το μπουρδέλο στο οποίο ζούμε, να μην τη συζητήσει στις λάιφ-σταιλ εκπομπές του Σταρ και του Μέγκα ο εκάστοτε κύριος Ξεπλένης και έτσι, με αυτόν τον τρόπο, την εξηγήσει στην κυρία Κατίνα, που λίγο πριν εξανίστατο για το απαράδεκτο γεγονός ότι πούστηδες επιτρέπεται να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης, γεγονός αφύσικο και άρα απαράδεκτο, όπως λέει, μετατρέποντας έτσι ένα πολιτικό συμβάν, σαν τον Δεκέμβρη, σε συνταγή μαγειρικής για άτομα που ζήσαν για να μπαίνουν σε παραβάν με δανεικά ψηφοδέλτια από προηγούμενα ρουσφέτια. Αυτό, το ξαναλέω για να το ακούσω πρώτος εγώ, θα ήταν καλό να μην το επιτρέπαμε. Αλλά αυτά είναι μάλλον ψιλά γράμματα. Πολύ ψιλά. Στα 35 με έπιασε ένας περίεργος απολογισμός, από ό,τι βλέπετε. Πέρασαν 7 χρόνια, περάσανε και ούτε το καταλάβαμε, που λέει και ο τελευταίος γραφικός μπάρμπας που σέβεται τον εαυτό του. Οι δεκαεξάρηδες του Δεκέμβρη ήταν εικοσιτεσσάρηδες αυτού του Δεκέμβρη, εμείς τριανταπενταρίσαμε και βαδίζαμε σταθερά και γοργά στην εποχή μετά τη μεγάλη απογοήτευση. Γιατί την μπάτσα που φάγαμε φέτος είναι δύσκολο να την ξεπεράσεις σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Έχω την εντύπωση ότι πολλοί από εμάς δεν θα το ξεπεράσουμε ποτέ. Θα γίνουμε σαν κάτι εξη-ντάρηδες της γενιάς του Πολυτεχνείου που, αφού ξέρασαν με τη μετέπειτα πολιτική εξέλιξη στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, χαιρέτησαν τα παλιά τους συντρόφια και αποσύρθηκαν κοιτώντας παθητικά τη λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ να κατουράει μέχρι και την τελευταία διεκδίκηση, κατάκτηση και ελπίδα τους. Οι εικοσιτεσσάρηδες ίσως τη γλυτώσουν, εμείς είμαστε σε κρίσιμη ηλικία για να το παλέψουμε. Μάλλον θα μείνουμε πεπερασμένα αιώνια απαθείς. Τέλος πάντων, αφού αποφάσισα ότι έχω χαθεί, περπάτησα προς το όπου να είναι, μέχρι να βαρεθώ να περπατάω και από εκεί πήρα ταξί για το ΠΑΟΚτσάκι.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.