fbpx
«Πώς φιλιούνται οι αχινοί» της Αλεξάνδρας Κ*

«Πώς φιλιούνται οι αχινοί» της Αλεξάνδρας Κ*

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Κ* Πώς φιλιούνται οι αχινοί που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

κεφάλαιο 1ο

Κυριακή μεσημέρι. Η μαμά σου μαγειρεύει το χέρι της κοκκινιστό. Στρώνει το τραπέζι με τ’ αριστερό αλλά λερώνει το τραπεζομάντιλο με αίματα και ζητάει συγγνώμη. Ο μπαμπάς σου δεν ενοχλείται, έχει μουστάκι που τσιμπάει και μια καινούρια καραμπίνα για πουλιά στην αποθήκη. Κρατάει αγκαλιά την αδελφή σου και καπνίζει. Η αδελφή σου είναι μια ροζ μπάλα που δεν είναι σωστό να κλοτσάς. Δεν ξέρεις σε τι χρησιμεύει, ούτε γιατί την πήραν απ’ τους γύφτους. Η αδελφή σου μυρίζει ωραία – ναι, και; Προχτές που δάγκωσες την αδελφή σου προκάλεσες μεγάλη αναστάτωση, σε βάλαν τιμωρία. Ο μπαμπάς σου είναι πολύ όμορφος και γίνεται ομορφότερος όταν θυμώνει. Τον αγαπάς περισσότερο απ’ τη μαμά σου παρόλο που η μαμά σου σ’ αγαπάει περισσότερο απ’ αυτόν. Όμως όλοι αυτό τον καιρό αγαπούν περισσότερο την αδελφή σου παρόλο που κανείς τους δεν ξέρει σε τι χρησιμεύει. Όταν τη δώσουν πίσω κι έχεις πάλι μεγάλο δωμάτιο, θα πάρεις ένα ενυδρείο μ’ ένα σκυλόψαρο σαν αυτό που ψάρεψε ο μπαμπάς σου πέρυσι και το είχατε κομμάτια κομμάτια στα ράφια του ψυγείου και το λυπόσουν, ήθελες να το συναρμολογήσεις – ένα τέτοιο αλλά ζωντανό. Θα τους φοβίζει όλους και δε θα μπαίνουν στο δωμάτιό σου και θα μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Θα μπορείς και να χορεύεις κοριτσίστικα τραγούδια, θα μπορείς και να κλαις όταν χτυπάς.

Με το σκυλόψαρο η ζωή σου θα είναι πολύ πιο εύκολη. Αν του διαβάζεις φωναχτά, το σκυλόψαρο θα μά- θει ελληνικά και σε λίγο καιρό θα έχετε διαβάσει τα ίδια βιβλία και θα έχεις κάποιον να μιλάς και να λέτε μυστικές λέξεις που οι άνθρωποι και τ’ άλλα ψάρια δεν καταλαβαίνουν. Θα το μάθεις να στέκεται όρθιο στα δυο πτερύγια της ουράς του και θα εφεύρεις τον υδροα- ναπνευστήρα, που θα είναι ένας αναπνευστήρας κολ- λημένος σ’ ένα μπουκαλάκι νερό, κι έτσι θα μπορείς να παίρνεις το σκυλόψαρο παντού μαζί σου κι όλοι θα σας φοβούνται και δε θα σου βάζουν σκουλήκια στα μαλ- λιά. Θα φοβούνται τόσο, που θα σου κουβαλάνε αυτοί την τσάντα σου κι όταν βρίσκουν σπάνιο αυτοκόλλητο θα σου το χαρίζουν πριν το ζητήσεις. Κάποιες μέρες που θα είσαι πολύ κουρασμένος το σκυλόψαρο θα φυ- λάει τη μαμά σου και τον μπαμπά σου για να μη βά- λουν το δάχτυλο στην πρίζα και θα μπορείς να κοιμη- θείς ήσυχος όλο το βράδυ. Για να σου πάρουν σκυλό- ψαρο και να γίνει η ζωή σου πολύ πιο εύκολη, η αδελ- φή σου πρέπει να φύγει.

Η αδελφή σου δε φεύγει κι αντί για σκυλόψαρο σου φέρνουν χελωνάκι. Η μαμά σε ταΐζει το κοκκινιστό και το δεξί της μανίκι κρέμεται αδειανό. Το φαγητό δε σου αρέσει αλλά δε λες κουβέντα, μετράς άλλες πέντε μπουκιές. Την επόμενη Κυριακή η μαμά σου δεν έχει άλλα χέρια και σε ταΐζει με το στόμα. Τη μεθεπόμενη ρίχνεις κρυφά το χελωνάκι στην κατσαρόλα. Το σκυλόψαρο δεν έρχεται κι έτσι δεν μπορείς να του βγάλεις όνομα κι έτσι του δίνεις το δικό σου. Η αδελφή σου δε χωράει στην κατσαρόλα κι έτσι της διαβάζεις φωναχτά τα βιβλία σου για να μάθει ελληνικά. Μαζί σου η ζωή της θα είναι πολύ πιο εύκολη απ’ τη δική σου.

Πολλές Κυριακές μετά θα συναντήσεις μιαν Έρση που θα την πεις σκυλόψαρο. Η Έρση θα μασάει σιδερικά και θα τα φυσάει τσιχλόφουσκες. Η Έρση θα τρώει κακούς για πρωινό κι εγωισμούς για βράδυ. Η Έρση σε φιλάει με τα χέρια και κάνεις καινούριο δέρμα. Σε κοι- τάζει με το τεράστιο αδειανό της στόμα και περιμένει αλλά εσύ αργείς. Η Έρση σ’ αρπάζει με μπούτια τανάλιες και δυο μήνες αργότερα πηδάει σ’ ένα ΚΤΕΛ και πάει στο χωριό της να σκεφτεί, γιατί κουβαλάει το παι- δί σου και σ’ αγαπάει αλλά είστε πιτσιρίκια κι άφρα- γκοι κι επιπροσθέτως είσαι αδερφή.

Όσο η Έρση σκέφτεται, θα μπει ο Ιούνιος. Κάποιος σου βρίζει τον πατέρα σου και τη μάνα σου κι εσύ άλλο που δε θέλεις. Ανεβαίνεις στη μηχανή του και σε πάει στη Σέριφο για μπάνια. Η μηχανή είναι ένα χτυπητό ντροπιαστικό πορτοκαλί και δεν ταιριάζει με κανένα κράνος. Αυτός σε ταΐζει τους κεφτέδες κάποιας κυρίας Μαργαρίτας και σου γίνεται το στομάχι σμπαράλια από τη λαδίλα αλλά εσύ μόκο, μιλιά, για να το λέει αυτός θα ’ναι οι καλύτεροι κεφτέδες του γαλαξία, εσύ έχεις το πρόβλημα. Σ’ έχει τσιτσίδι όλη μέρα στη Λια να ψήνεσαι το ζωντανό κι άμα βαριέται πετάει ροδάκινα στα βαθιά και σε στέλνει να πας να τα πιάσεις με τα δόντια για να βλέπει στο πήγαινε τον κώλο σου και στο έλα πόσο δικό του σ’ έχει. Δεν ξέρεις μπάνιο και καμώνεσαι το δελφίνι και το ρίχνεις στα πατερημά ίσαμε να πιάσεις στεριά – εσύ τα βάζεις με τον θάνατο κι αυτός παίρνει το ροδάκινο και το πετάει πίσω στη σακούλα με ψηλοκρεμαστή, το αρχίδι. Εσύ κοντεύεις να σκιστείς στα δύο από την καύλα κι αυτός διπλώνει μακάρια την πετσέτα του, παίρνει το καπελάκι του και πάλι τον ανήφορο. Μισή ώρα ανήφορος μες στα βάτα – σε κεντάνε τα αγκάθια και σκαρφαλώνεις με ηδυπάθεια βασανισμένου Ιησού το όρος. Κι άντε πάλι μετά μηχανή και σύγκαμα, κι άιντε κι άλλος χωματόδρομος και κατσάβραχα, και να τραντάζεται, γκαπ γκουπ, εσένα η μέση σου – που το ’ξερε, του το ’χεις πει, είναι οικογενειακό το πρόβλημα, τραντάζεστε οικογενειακώς και μετά ξεμένετε ορθή γωνία για μέρες – τίποτα αυτός, βρουμ. Βρουμ, και ζει και ζει, και γκάπα γκούπα, σκίζετε τους αιθέρες και σκέφτεσαι γάμα το τώρα, σκίζουμε τους αιθέρες. Πού ξανάσκισες αιθέρα εσύ, πού ξεσκίστηκες ξανά έτσι; Βουτάτε στα σεντόνια με την αρμύρα. Χύσια-αλάτια ένα. Όσο η Έρση σκέφτεται, θα περνάνε οι μέρες και θα ’ναι οι πρώτες της ζωής σου.

Μέσα Ιουνίου η πορτοκαλί μηχανή θ’ ανέβει την Πειραιώς. Αυτός που σου ’βρισε τον πατέρα και τη μάνα θα σε πάρει τσιφ σπίτι του κι εσύ θα πας λες και δεν έχεις δικό σου. Μεσημέρι στο Παγκράτι, έξω θα ιδρώνουν τα σιδερικά και μέσα ο ανεμιστήρας θα φυσάει στον αέρα τα χαρτιά αυτού που σου ’βρισε πατέρα-μάνα και σε πήγε στη Σέριφο και σου ’σκισε τον αιθέρα και δε ρώτησε ποτέ αν θέλεις να περάσεις πρώτα από σπίτι σου και, καθώς πετάνε γύρω τα χαρτιά, πέφτουν απάνω σου λέξεις καινούριες, ωραίες και δύσκολες, λέξεις που πά- ντα έψαχνες μα δεν ήξερες καν πως υπήρχαν. Τις ρουφάς μ’ όλο το δέρμα σου, τις φοράς σπονδυλική σου στήλη και ρούχο κυριακάτικο ώσπου γίνεσαι μια όρθια πρόταση ασυνάρτητη που εξηγεί τον κόσμο.

Χύνεις κλαίγοντας κι ύστερα κάνεις πως πας για τσιγάρα. Παίρνεις τσιγάρα αλλά τηλεφωνείς και στην Έρση. Δεν ξέρεις ακριβώς τι θα πεις, τη λυπάσαι, ελπίζεις να καταλάβει πριν μιλήσεις – η φωνή σου έχει αλ- λάξει, το ακούει; Αυτή δεν ακούει, είναι μεθυσμένη, χορεύει βγάζοντας έξαλλους αλαλαγμούς, κι από τ’ ακουστικό ξερνιέται έξω μια μουσική άσχημη που σου τρυπάει το κρανίο κι αυτό σε κάνει νευρικό, το παίρνεις για επίθεση – δε θες άλλη ασχήμια. Αυτή χορεύει κι αλαλάζει – δε λέει να κάνει παραπέρα. Η Έρση είναι απέναντι. Η Έρση είναι πια με τους κακούς. Η Έρση είναι η ζωή που σιχαίνεσαι και σε πιάνει ένας τρόμος που σου λύνει τα γόνατα κι αρχίζεις να φωνάζεις. Φωνάζεις στο καλό σου το σκυλόψαρο να πάει να το ρίξει, πως δεν το θες, πως δε θα κάνεις τη ζωή που θέλει αυτή, γαμώτο σου, δε θα την κάνεις, σ’ έχει πνίξει. Και το καλό σου το σκυλόψαρο πάει παράμερα κι η φρικωδία χαμηλώνει, κι ακούς τη φωνή σου να της ρίχνει χαστούκια που δεν της χρωστούσε, και τότε η Έρση, αυτό το καλό, το δικό σου σκυλόψαρο, κάνει κάτι απάνθρωπο: καταλαβαίνει. Η Έρση δεν κλαίει και δε φωνάζει, δε σε στέλνει στον διάολο, μόνο λέει καταλαβαίνω και σ’ αφήνει να γυρίσεις μισός στο σπίτι εκείνου που περιμένει να γυρίσεις απ’ το περίπτερο και να πεις το ‘κανα, και να πεις το ’κανα.

Στον ύπνο σου η Έρση κλαίει ανακατεύοντας με το στόμα μια κατσαρόλα· αχνίζουν μέσα της ένα παιδί κι ένα πτερύγιο σκυλόψαρου. Εκείνη στέκεται όρθια στην κουτσουρεμένη της ουρά και δεν έχει κανέναν κακό να φάει. Ξαφνικά ξεχνάει πώς μαγειρεύουν, ξεχνάει και τι είχε να κάνει στον κόσμο μέχρι τότε, κι εσύ εκμεταλλεύεσαι τη σύγχυση· καταβροχθίζεις ό,τι προλαβαίνεις μέσα απ’ την κατσαρόλα. Το στομάχι σου τρυπάει, εκείνος που κοιμάται πλάι σου μπαίνει μέσα σου πριν καν ξυπνήσεις και λύνει όλους τους κόμπους. Ύστερα σ’ ανεβάζει πάλι στη μηχανή και, καθώς τρέχετε στις εθνικές οδούς και πετάτε πάνω απ’ τις λακκούβες, σου έρχεται στη μύτη η αποφορά που έβγαινε από κείνο το δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου, στην πτέρυγα νοσηλείας της μάνας σου – το δωμάτιο με τις μπουκάλες του αιθέρα. Αυτό συνεχίζεται για μέρες, τρεις για την ακρίβεια. Την τέταρτη μέρα επιτέλους τιμωρείσαι, ή σ’ αυτό καταλήγεις εν πάση περιπτώσει τρία δευτερόλεπτα πριν διαλυθείς στην άσφαλτο. Τη στιγμή της πρόσκρουσης σκέφτεσαι πως, αν η Έρση δεν είχε κάνει το κόλπο της αγίας, δε θα χρειαζόταν κι εσύ να μαρτυρήσεις.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.