fbpx
 «Η χελώνα της Αφροδίτης» της Νένας Κοκκινάκη

«Η χελώνα της Αφροδίτης» της Νένας Κοκκινάκη

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Νένας Κοκκινάκη Η χελώνα της Αφροδίτης που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Μαΐου από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

«[…]  Η Μυρτάλη κοίταζε άφωνη το Φειδία απέναντί της που συνεπαρμένος καθώς ήταν από την αφήγησή του δεν είχε προσέξει τις αχτίδες του ήλιου που ακουμπούσαν το κεφάλι της ακροάτριάς του κι έκαναν την ομορφιά της ν’ αστράφτει. Και μόνον όταν μια ηλιαχτίδα σταμάτησε ανάμεσα στα μάτια της και στάθηκε εκεί σταθερή, ο καλλιτέχνης ανακάλυψε έκθαμβος την ηδονική γοητεία της εικόνας που είχε μπροστά του.

Φαίνεται ο ήλιος έπαιζε με την ίδια του την ψυχή.

Σταμάτησε να αφηγείται και ύψωσε το χέρι του προς το μέρος του κοριτσιού που είχε γείρει στο ένα της πλευρό. Τράβηξε το χέρι του να μη την αγγίξει. Η εικόνα της, ονειρική και πολύ πιο πραγματική από εκείνη που προσέγγιζε με τις αισθήσεις του, τον ξεπερνούσε.

Ο αφηγητής έδωσε τη θέση του στον καλλιτέχνη που απροσδόκητα βρίσκεται μπροστά στο αληθινό θαύμα. Το έχει ξαναζήσει αυτό. Θυμάται καθαρά ύστερα από τόσους ενιαυτούς πόσο είχε παρασυρθεί από τη συγκίνηση όταν αντίκρισε για πρώτη φορά την εικόνα της ίδιας κοπέλας, όταν οι ήχοι του αυλού της άγγιξαν τ’ αυτιά του κι όλα θαρρούσε παραμέρισαν, χάθηκαν από το οπτικό του πεδίο. Ήταν λίγο μετά την ογδοηκοστή πέμπτη Ολυμπιάδα όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Μορυχίδης. Ο Φειδίας αναλογίζεται πως ο χρόνος κυλάει πολύ γρήγορα, ασταμάτητα. Δεν τολμά όμως ν’ αγγίξει την ομορφιά της Μυρτάλης.

Εκείνη συνέχιζε να τον κοιτάζει επίμονα, λες και παρατηρούσε ένα πλάσμα αλλόκοτο.

«Μα γιατί σταμάτησες;», έσπασε πρώτη τη σιωπή.

«Από φόβο», τραύλισε ο γλύπτης.

«Τι φοβάσαι, Φειδία;»

«Τη δύναμη της ομορφιάς», ψέλλισε ο γλύπτης.

Η κοπέλα έδειξε μεγάλη απορία αλλά δεν τόλμησε τίποτε να ρωτήσει. Ο Φειδίας πήρε και πάλι απέναντί της τη θέση του αφηγητή.

 

«Θυμάσαι όταν σε πρωτοσυνάντησα στην οικία του Περικλή; …»

Η Μυρτάλη έγνεψε καταφατικά. Ποτέ δεν θα ξεχνούσε εκείνη τη μέρα.
«Ήταν λίγο μετά την υποταγή του νησιού της Σάμου. Μια διαμάχη περιττή που δεν έβλαψε μόνο το νησί αλλά και τον ίδιο τον Ολύμπιο»

Η Μυρτάλη ζούσε τότε στο σπίτι της Ασπασίας και την είχε ακούσει πολλές φορές να μιλάει για τους Σαμιώτες που αδίκησαν τους Μιλήσιους, τους συμπατριώτες της. Ο Περικλής έπρεπε να της κάνει το χατίρι και να τους τιμωρήσει!

«Αλήθεια, εσύ, Μυρτάλη, γνωρίζεις πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα;»

«Όχι, πώς θα μπορούσα να το γνωρίζω;»

«Δεν άκουσες ποτέ για την αντιδικία που είχαν μεταξύ τους Σαμιώτες και Μιλήσιοι;»

«Ναι, αυτό το ξέρω. Μαλώνανε για μια περιοχή της πατρίδας μου, της Πριήνης»

«Από δω αρχίζει αυτή η ιστορία. Οι Αθηναίοι κλήθηκαν ως διαιτητές και τους πρότειναν να τα βρούνε μεταξύ τους. Αυτοί δεν συμφώνησαν κι έτσι η Αθήνα αποφάσισε να στηρίξει – ποιον άλλο; - τη Μίλητο. Ξεκινάει λοιπόν ο Περικλής ο ίδιος με σαράντα τριήρεις εναντίον της Σάμου. Η εκστρατεία ήταν νικηφόρα. Η Αθήνα κυριαρχεί, εγκαθιστά τη δημοκρατία και βάζει στους Σαμιώτες πρόστιμο ογδόντα τάλαντα. Από αυτά ένα μέρος πληρώθηκε αμέσως, το υπόλοιπο υποσχέθηκαν να το καταβάλουν μέσα σε ορισμένο χρόνο και δώσανε όμηρους γι’ αυτό, ανάμεσά τους και παιδιά. Ο Περικλής γυρίζει στην Αθήνα νικητής».

«Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς»

«Σίγουρα θα μπορούσε να γίνει αλλιώς! Οι Σαμιώτες δεν ήταν βάρβαροι, Ίωνες ήταν, σύμμαχοι. Και βέβαια δεν το έβαλαν κάτω. Αμέσως μόλις έφυγε ο Περικλής για την Αθήνα ανατρέψανε τη νέα κυβέρνηση και με τη βοήθεια του Πέρση σατράπη Πισσούθνη διασώσανε τους ομήρους τους. Σ’ αυτόν παρέδωσαν την αθηναϊκή φρουρά. Από τότε οι σχέσεις των Σαμιωτών με την Αθήνα διακόπηκαν οριστικά. Οι Σαμιώτες ετοιμάζονταν να επιτεθούν στη Μίλητο».

«Κι ο Περικλής; Τα αγνοούσε όλα αυτά;», ρώτησε η Μυρτάλη που βιαζόταν να μάθει τη συνέχεια και είχε την αίσθηση πως παρακολουθεί από μακριά μια ιστορία, στην οποία είχε και η ίδια κάποιο ρόλο, ένα συγκεκριμένο ρόλο.

«Δεν φτάνουν αμέσως οι ειδήσεις από τόσο μακριά, καλή μου. Όταν όμως έφτασαν τα νέα στην Αθήνα, επικράτησε μεγάλη ταραχή. Οι Αθηναίοι εξοργίστηκαν και δεν δίστασαν να αποφασίσουν αμέσως μια δεύτερη εκστρατεία κατά της Σάμου. Ο Περικλής ήταν ανήσυχος. Αν επαναστατούσαν κι άλλες πόλεις, παράδειγμα το Βυζάντιο που κηρύχτηκε αλληλέγγυο με τη Σάμο; Κι αν οι πρέσβεις που έστειλαν οι Σαμιώτες στη Σπάρτη για βοήθεια πετύχαιναν το σκοπό τους; Ευτυχώς οι φόβοι του δεν βγήκαν αληθινοί. Στο συμβούλιο που έγινε στη Σπάρτη οι Έφοροι αποφάνθηκαν ότι είναι δικαίωμα κάθε συμμαχίας να τιμωρεί ένα μέλος της χωρίς κανείς να επεμβαίνει. Ξεκίνησε λοιπόν η πολιορκία του νησιού με αρχηγό τον Περικλή. Οι Σαμιώτες ήταν καταδικασμένοι να υποκύψουν. Έμοιαζαν με μικρά παιδιά που κλαίνε και δεν θέλουν το φαγητό τους, αλλά στο τέλος αναγκάζονται να το φάνε. Η πολιορκία κράτησε οκτώ ολόκληρους μήνες. Η Σάμος υποτάχτηκε. Ο Περικλής νίκησε με το αθηναϊκό ναυτικό που πάντα έσωζε την πόλη στα δύσκολα. Βοήθησε όμως κι ο «περιφόρητος».

«Και ποιος ήταν αυτός;»

«Ένας κουτσός μηχανικός που περιφερόταν πάνω σε φορείο. Αυτός κατασκεύασε τις πολιορκητικές μηχανές που οδήγησαν στη νίκη. Η συνθηκολόγηση δεν άργησε. Οι Σαμιώτες γκρέμισαν τα τείχη τους, παρέδωσαν τους ομήρους και τα πλοία τους και αποζημίωσαν την Αθήνα με μεγάλο χρηματικό ποσό, κάπου διακόσια τάλαντα. Ο Περικλής γύρισε στην Αθήνα θριαμβευτής, η εμπιστοσύνη του όμως προς τους συμμάχους – κακά τα ψέματα - είχε σοβαρά κλονιστεί.

Παρ’ όλα αυτά κήδευσε με μεγαλοπρέπεια τους νεκρούς του πολέμου και αγόρευσε πάνω από τους τάφους τους, σύμφωνα με το έθιμο. Η αγόρευσή του ήταν συγκινητική. «Εκείνοι που χάθηκαν στη Σάμο είναι όπως οι θεοί. Δεν μπορούμε να τους δούμε, αλλά έχουμε την απόδειξη της αθανασίας τους με τις τιμές που τους αποδίδουμε και με τα καλά που μας πρόσφεραν», είπε με τη χαρακτηριστική του φωνή. Όταν κατέβηκε από το βήμα οι γυναίκες του στεφάνωναν το κεφάλι με στεφάνια και κορδέλες σαν να ήταν αθλητής που κέρδισε τη μεγάλη νίκη».

«Δεν ήταν μεγάλη η νίκη του;»

«Ναι, ήταν», απαντάει ο Φειδίας ύστερα από μικρό δισταγμό. «Αν η Αθήνα δεν νικούσε, θα έχανε ίσως τη θαλασσοκρατορία της»

Ο Φειδίας χαμογέλασε ελαφρά και συνέχισε με πικραμένο ύφος:

«Μέσα στους πανηγυρισμούς που ακολούθησαν τον επιτάφιο λόγο του τον πλησίασε η αδελφή του Κίμωνα Ελπινίκη και τον ρώτησε: «Πιστεύεις αλήθεια, Περικλή, ότι οι πράξεις σου αξίζουν στεφάνια τη στιγμή που εξόντωσες ανδρείους οπλίτες όχι πολεμώντας τους Φοίνικες και τους Μήδους, όπως ο αδελφός μου ο Κίμωνας, αλλά υποτάσσοντας μια σύμμαχο ελληνική πόλη;»

Ο Περικλής χαμογέλασε και της απάντησε με το στίχο του ποιητή της Πάρου Αρχίλοχου: «Δεν θα έπρεπε να βάζεις μυρωδικά, αφού είσαι γριά».

 

Η Μυρτάλη έδειχνε βαθιά προβληματισμένη.

«Μα, πες μου, καλέ μου, πες μου, πιστεύεις πραγματικά πως εκείνη που ξεσήκωσε τον Περικλή ενάντια της Σάμου ήταν η Ασπασία;»

«Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Έχω ακούσει πως η γυναίκα βρίσκει τρόπο να πείθει τον άντρα της και πίσω από κάθε απόφαση ενός ερωτευμένου άντρα υπάρχει σίγουρα μια γυναίκα. Ο Ολύμπιος λατρεύει την Ασπασία κι εκείνη ανταποκρίνεται στον έρωτά του και του συμπαραστέκεται σε κάθε στιγμή. Γι’ αυτό κι όταν γύρισε από την εκστρατεία, κουρασμένος και ανήσυχος, εκείνη για να τον διασκεδάσει άρχισε να μαζεύει στο σπίτι φίλους, καλλιτέχνες και άλλους έμπιστους στον Ολύμπιο, ανθρώπους που θαύμαζαν το πολιτικό του μυαλό και τον στήριζαν».

«Δεν του ταίριαζε ο πόλεμος…» συμπεραίνει η Μυρτάλη.

«Σωστά μιλάς. Άλλα ονειρευόταν εκείνος. Και πιο πολύ να κάνει την Αθήνα «Ελλάδα της Ελλάδας», ένα αληθινό σχολείο για όλους, ένα «παιδευτήριο».

Η Μυρτάλη είχε εντυπωσιαστεί.

«Ίσως ακούγεται παράξενο», συνεχίζει ο Φειδίας. «Ο Ολύμπιος όμως δεν ήταν μόνο ο χαρισματικός ρήτορας. Δεν ήξερε απλώς την ψυχολογία του πλήθους που τον άκουγε. Και τι πλήθος, μα τον Δία! Ένα λαϊκό ακροατήριο που όμοιό του δεν ξανάγινε ποτέ, έτοιμο να ξεσκίσει ακόμα και τις σάρκες του ρήτορα, αν χρειαζόταν. Ήξερε με ποιους είχε να κάνει κι έβρισκε τρόπους να χαλιναγωγήσει το απερίγραπτο θηρίο που είχε απέναντί του. Χρωμάτιζε τα λόγια του ανάλογα με την περίσταση και μεταχειριζόταν άλλοτε ειρηνικά, άλλοτε στρατιωτικά μέσα. Όχι για να ευχαριστήσει το πλήθος που τον άκουγε. Όχι γι’ αυτό. Στο μυαλό του βαθιά σκεφτόταν πώς να αναγκάσει όλους αυτούς να δράσουν. Να δράσουν με τον τρόπο που ο ίδιος ήθελε!»

Ο Φειδίας απόμεινε για λίγο σκεπτικός.

Ύστερα βάλθηκε να περιγράφει στην ακροάτριά του τη μαγεία που ασκούσε στα πλήθη ο Ολύμπιος. Ο άνθρωπος που επιβαλλόταν στο λαό χωρίς να περιορίζει την ελευθερία του και που μπορούσε να τον εξουσιάζει ελεύθερα, με αυτοπεποίθηση και κατανόηση μαζί. Σαν το μάγο που μ’ ένα του λόγο μόνο αναγκάζει τους πάντες να ακολουθούν τη θέλησή του. Όλα γίνονται στη μαγεία, έτσι δεν είναι; Κι ο καθένας χρησιμοποιεί τα ταλέντα του, όπως μπορεί. Σαν τον γλύπτη που καθώς πολεμάει με τη σμίλη του να φτιάξει έναν έφηβο που να ξεχωρίζεις τα μέλη του σώματός του από τους μυς που τα στηρίζουν, ακινητοποιεί μια στιγμή, μια μοναδική στιγμή. Αυτή που θα μείνει στους αιώνες.

 

Η Μυρτάλη έμαθε από το γλύπτη Φειδία ότι η πόλη που έγινε «σχολείο» όλης της Ελλάδας χρωστάει τη δόξα και το μεγαλείο της στον Ολύμπιο, άνθρωπο προικισμένο από τη φύση κι από τους θεούς με ισχυρή θέληση κι επιμονή και πάνω από όλα με το ταλέντο του λόγου. Τον ηγέτη που διέθετε τα προσόντα που χρειάζονταν για να είναι ηγέτης. Τη δυνατότητα να πείθει το λαό με την ευφράδεια και το ρητορικό ταλέντο του, τον πλούτο, ώστε να μπορεί, όταν χρειάζεται να τον εξαγοράζει με γενναιόδωρες δωρεές ή με χορηγίες που ανέθετε στους πιο εύπορους και φυσικά με την άσκηση υψηλών αξιωμάτων που του εξασφάλιζαν τη γενική ικανοποίηση. Οι Αθηναίοι όμως δεν ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι, ούτε πείθονταν εύκολα. Χρειάζονταν ειδική μεταχείριση κι ο ηγέτης τους έπρεπε διαρκώς να επινοεί τρόπους και πράγματα που θα τους ικανοποιούσαν.

Έμαθε επίσης ότι ο Περικλής ήταν άνθρωπος με πανελλήνιο πνεύμα και διάθεση φιλειρηνική.

«Φαντάσου ότι μόνον αυτός εισήγαγε στην εκκλησία ψήφισμα να προσκληθούν όλοι οι Έλληνες, οπουδήποτε στην Ευρώπη ή στην Ασία κατοικούσαν να στείλουν αντιπροσώπους για πανελλήνιο συνέδριο στην Αθήνα!»

«Πανελλήνιο συνέδριο; Δεν το είχα ακούσει αυτό»

«Μάλιστα. Ένα συνέδριο όπου θα συσκέπτονταν όλοι μαζί ενωμένοι για την αναστύλωση των ιερών που έκαψαν οι Πέρσες, την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και την καθιέρωση θυσιών στα εθνικά ιερά σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης στους θεούς τους»

«Και τι απέγινε;»

«Όλα ετοιμάστηκαν όπως έπρεπε. Είκοσι ώριμοι άντρες πάνω από τα πενήντα, ορίστηκαν ως απεσταλμένοι της πόλης των Αθηνών και ξεκίνησαν για τις ελληνικές πόλεις. Στόχος τους να πείσουν τους Έλληνες να πάρουν μέρος στη σύσκεψη για τη διατήρηση της ειρήνης και τη συνεργασία μεταξύ τους. Γύρισαν όμως άπρακτοι. Η ιδέα ενός πανελλήνιου συνεδρίου δεν βρήκε σύμφωνους τους Λακεδαιμόνιους.

Η Αθήνα πήρε την απόφαση να εκφράσει μόνη της την ευγνωμοσύνη της στους θεούς με τον τρόπο που όφειλε. Ο Περικλής δεν είχε παρά να προχωρήσει στο επόμενο βήμα του σχεδίου του. Την ανοικοδόμηση της πόλης των Αθηνών.

Αμέσως άρχισε να χτίζεται ο Παρθενώνας, ύστερα τα Προπύλαια στην είσοδο της Ακρόπολης στη δυτική πλευρά του βράχου καμωμένα από πεντελικό μάρμαρο, όπως και το Ερέχθειο, το ιερό τέμενος που χτίστηκε λίγο αργότερα»

Από κει και πέρα η ιστορία ήταν γνωστή στη Μυρτάλη. Είχε η ίδια δει στην Ακρόπολη τους εργάτες να δουλεύουν νυχθημερόν κάτω από την επίβλεψη του Φειδία, του «επιστάτη» των έργων. Ο γιος του Χαρμίδη ήταν ταγμένος να αποτυπώνει με τη σμίλη του τα θεϊκά πρόσωπα. Εκείνου τα γλυπτά διακόσμησαν το ναό της Αθηνάς που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Ικτίνος. Η παρουσία του ήταν συνεχής και καθημερινή. Κι όταν έφευγε από το χώρο των έργων κλεινόταν με τις ώρες στο εργαστήρι του.

Η Μυρτάλη θαύμαζε την Αθήνα που καλλωπιζόταν αέναα και της άρεσε να βλέπει σε καθημερινή βάση τα αγάλματα, τους ναούς, τα τεμένη της.

Γιατί όπως κάθε πόλη, έτσι κι εκείνη είχε τα δικά της τεμένη, χώρους ιερούς, αβεβήλωτους που «τέμνονταν» από την καθημερινότητα και το βέβηλο περιβάλλον. Στο Ερέχθειο που ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη για να λατρεύονται στο ένα ο Ήφαιστος και στο άλλο ο Ποσειδώνας-Ερεχθέας, έμειναν άθικτα τα σημάδια της τρίαινας του Ποσειδώνα όταν φιλονίκησε με την Αθηνά, το σημάδι του κεραυνού που απόμεινε όταν ο Δίας σκότωσε τον Ερεχθέα και ο τάφος του Κέκροπα, ένας τύμβος στην άκρη του ανακτόρου. Οι Αθηναίοι μαζεύονταν στα νότια του ναού να θαυμάσουν τις Καρυάτιδες, τις περήφανες κόρες από τις Καρυές της Αρκαδίας που στήριζαν το ναό αντί για κίονες.

Τι να πρωτοθαυμάσουν όμως; Τις σεμνές Καρυάτιδες ή τον ένδοξο ναό της Αθηνάς παρθένου στην κορυφή της Ακρόπολης, εκεί όπου οι Αθηναίοι φύλαγαν τα χρήματα της πόλης; Μια πόλης που δεν τους έκανε απλά περήφανους αλλά τους καλλιεργούσε τον έρωτα γι’ αυτήν.

Δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Ακόμα και οι ξένοι που ζούσαν στην Αθήνα, οι μέτοικοι, αυτοί που στην πομπή των Παναθηναίων παρέλαυναν κρατώντας κλαδιά από δρυ δείχνοντας έτσι πως ακόμα κι αν δεν ήταν γνήσιοι Αθηναίοι, προστατεύονταν από το Θεό της φιλοξενίας, το Δία, που αγαπούσε τη δρυ, ακόμα κι αυτοί δεν έκρυβαν τον έρωτά τους για το κλεινόν άστυ.

 

*********************************************************************

 

Ο Φειδίας και η Μυρτάλη παίρνουν το δρόμο της Σιωπής. Είναι ο δρόμος που ξεκινά από το Γυμναστήριο της Ήλιδας, περνάει από το ιερό της Άρτεμης Φιλομείρακος, προστάτιδας των νέων, και φτάνει στα λουτρά. Βαδίζουν ο ένας δίπλα στον άλλο στο μήκος του τοίχου που περιφράσσει το παλιό γυμναστήριο ανάμεσα στα πλατάνια. Δεν μιλούν σαν να έγιναν κι αυτοί ξαφνικά κατάσκοποι του παλιού εκείνου βασιλιά των Αιτωλών που, όπως λέει η παράδοση, ίδρυσε το κράτος της Ήλιδας.

Το γαλάζιο ελληνικό φως, πανομοιότυπο με το γαλάζιο των ματιών της, ξεθώριαζε τον κατάφυτο χωματόδρομο ανάμεσα στα πλατάνια κι έκανε τον γλύπτη να μετράει την αντοχή του στην ομορφιά. Η Μυρτάλη ήταν γυναίκα πανέμορφη, σχεδόν ονειρική, πλασμένη από ύλη άσπιλη. Ο Φειδίας θεωρούσε δώρο θεϊκό αυτή την ομορφιά που μόνο ο ίδιος είχε την τύχη να απολαμβάνει. Χαιρόταν επίσης το γερό, εύστροφο μυαλό της όταν παρακολουθούσε τις αφηγήσεις του, με τις οποίες ο γλύπτης την μυούσε στην αλήθεια πραγμάτων και καταστάσεων.

Με τέτοιες σκέψεις στο μυαλό του κατηφόριζε μαζί της προς το ρυάκι, του οποίου ο παφλασμός συνόδευε τα βήματά τους. Όσο πλησίαζαν το κελάρυσμα του νερού γινόταν μελωδικότερο. Η Μυρτάλη άνοιξε το βήμα της σαν παρακινημένη από ένστικτο, σε λίγο τα ξανθά της μαλλιά αφέθηκαν στα παιχνιδίσματα των ηλιαχτίδων. Ο γλύπτης παρατηρούσε έκθαμβος την ταχύτητα του παιχνιδιού αυτού, τον ήχο του νερού που παίζει με τη ξανθή θάλασσα των μαλλιών καθώς μπλέκονται με τις ηλιαχτίδες. Ασκημένος στην παγίδευση της ανθρώπινης μορφής διαπίστωνε την αδυναμία του να απομονώσει μέσα σε τέτοια ταχύτητα ένα κινούμενο ανθρώπινο σώμα.

Ώσπου ξαφνικά προστίθεται στην εικόνα μια αργοκίνητη χελώνα. Το βλέμμα του την απομονώνει στο έδαφος να λικνίζεται αργά στους δικούς της ρυθμούς αδιάφορη για τα παιχνιδίσματα του φωτός με το χρυσό των μαλλιών του κοριτσιού. Η Μυρτάλη αγνοούσε προς το παρόν την ύπαρξη του ζώου που κουβαλούσε τον οστέινο θώρακά του, η χελώνα αγνοούσε τη σπάνια μοίρα που της επιφυλασσόταν. Ο Φειδίας τις πλησίασε προσεκτικά. Συνεπαρμένος από την έμπνευση που γεννήθηκε την ίδια στιγμή στο μυαλό του έσκυψε στο έδαφος και κράτησε απαλά στα χέρια του το ζώο που αμύνθηκε άμεσα μαζεύοντας τα τέσσερα μικρά του πόδια και το κεφάλι κάτω από το γκριζόμαυρο καβούκι του με τις κίτρινες ανταύγειες. Σε λίγο ακολουθούσε υπομονετικά το δρόμο της αιχμαλωσίας που θα τέλειωνε στην αθανασία.

Το ζευγάρι επέστρεψε πάλι στο δρόμο της Σιωπής. Η Μυρτάλη παρατηρούσε περίεργη το Φειδία που περπατούσε με μικρά βήματα, στα χέρια του πάντα η χελώνα, το καύκαλό της μεγαλύτερο από τις δυο παλάμες του, τι να σχεδίαζε άραγε ο γλύπτης για τη μαγική σμίλη του, αναρωτιόταν μα δεν τολμούσε να ρωτήσει.

Κι αν αυτό το ζώο που αναπαυόταν τώρα στα χέρια του γλύπτη ήταν ένας κακός οιωνός;

Είχε ακούσει για το θάνατο του μεγάλου ποιητή, του Αισχύλου που χάθηκε στην πόλη Γέλα της μακρινής Σικελίας από το χτύπημα μιας αιχμαλωτισμένης χελώνας. Ένας γυπαετός κρατούσε στα νύχια του το θήραμά του, μια χελώνα, κι έψαχνε να βρει μια πέτρα να τη ρίξει για να σπάσει το καύκαλό της και να απολαύσει τη λεία του. Από μακριά πήρε για πέτρα το καραφλό κεφάλι του ποιητή… Μ’ αυτόν τον τρόπο επαληθεύτηκε ο χρησμός του Μαντείου πως ο ποιητής Αισχύλος θα πεθάνει από «ουράνιον βέλος».

Ο Φειδίας διέκρινε στα μάτια της Μυρτάλης μια σκιά φόβου και την αγκάλιασε απαλά. Σταμάτησαν για λίγο κάτω από ένα σκιερό πλατάνι. Και τότε έμαθε η Μυρτάλη από το στόμα του μεγάλου γλύπτη ότι η τέχνη που κατοικεί μέσα σ’ όλες τις πατρίδες, άλλοτε τρέφεται από τη θλίψη μιας στιγμής, άλλοτε μετεωρίζεται και πάντα εξιλεώνει. Ένα είναι βέβαιο: ο καλλιτέχνης-δημιουργός δεν φοβάται τα οράματά του, ούτε τρέμει μπροστά στην ίδια του την όραση, όταν του τα εμφανίζει. Να μη φοβάται λοιπόν η Μυρτάλη το όραμα της απεικόνισής της όπως το παρουσίασε η όραση του γλύπτη. Ήταν ταγμένη γι’ αυτό, επειδή η γλυπτική χρειάζεται τον πόθο ενός άντρα. Όσο για τη χελώνα, εκείνη έφτασε την κατάλληλη στιγμή.

 

Από τότε και για δυο ολόκληρους μήνες μόλις ζέσταινε η μέρα η Μυρτάλη ακινητοποιούταν μπροστά στο φως του ήλιου που πολλές φορές την τύφλωνε, αλλά δεν έδινε σημασία γιατί έπρεπε να αντέξει. Το ίδιο και η χελώνα που ζούσε πια μαζί τους και τρελαινόταν να λιάζεται περιχαρής κάτω από το λεπτό πέλμα του γυναικείου ποδιού που ακουμπούσε ελαφρά το καύκαλό της. Γυναίκα και χελώνα θαρρείς και ήταν συνεννοημένες από τα πριν, στέκονταν ακίνητες μέσα στο λαμπρό φως, η γυναίκα είχε πάρει κιόλας το ρόλο της θεάς, η χελώνα έγινε μεμιάς το σύμβολο του χρέους της γυναίκας. Η παντρεμένη στο σπίτι της, κλεισμένη στον γυναικωνίτη και απασχολημένη με την ανατροφή των παιδιών, η παρθένα φρουρούμενη επίσης στο σπίτι σαν τη χελώνα που φρουρείται από το κέλυφός της. Σιγά- σιγά το άγαλμα έπαιρνε τη μορφή που του έδινε ο γλύπτης υπακούοντας στο όραμα που εμφανίστηκε στους οφθαλμούς του περνώντας το δρόμο της Σιωπής. Η Ουράνια Αφροδίτη που πατά με το αριστερό πόδι της πάνω σε μια χελώνα ήταν ολόκληρη ντυμένη με πολύτιμο υλικό, ρούχα από χρυσάφι, δέρμα από ελεφαντόδοντο και μάτια καμωμένα από ζωγραφιστά πετράδια. Ο γλύπτης την έπλασε γυναίκα στις ίδιες διαστάσεις της γυναίκας που επέλεξε για μοντέλο του κι ήταν τόσο πιστή η απεικόνιση που δεν την ξεχώριζες από ανθρώπινο πλάσμα.

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.