fbpx
«Ένα πρωί, νωρίς» της Virginia Baily

«Ένα πρωί, νωρίς» της Virginia Baily

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Virginia Baily Ένα πρωί, νωρίς (μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου), που θα κυκλοφορήσει στις 9 Ιουνίου από τις Εκδόσεις Ίκαρος.

 

 

«Ένα πρωί, νωρίς» της Virginia Baily

Τρένα από τον βορρά έρχονται και φεύγουν, ένα απ’ αυτά παίρνει σίγουρα μακριά και το ηλικιωμένο ζευγάρι, που δεν θα ξαναδούν. Η Κιάρα αγοράζει –πανάκριβα– μήλα και ξερά ψωμάκια από έναν πλανόδιο με κάρο. Πίνουν νερό από τη βρύση στην αποβάθρα του σταθμού. Ο φύλακας αναγγέλλει μιαν ακόμη αδικαιολόγητη καθυστέρηση στα δρομολόγια: προς το παρόν κανένα τρένο δεν θα ’ρθει από τον Νότο. Μπαίνουν και πάλι στην αίθουσα αναμονής.
Η Σεσίλια κάθεται σ’ έναν πάγκο, τυλιγμένη με την κουβέρτα της. Την επόμενη μιας κρίσης είναι πάντα εξαντλημένη. Δεν δίνει καμιά προσοχή στο αγόρι, που προτιμάει να βολευτεί στο πάτωμα πίσω της, με τα γόνατά του λυγισμένα ν’ ακουμπούν στο σαγόνι του. Κάποιες στιγμές το κεφάλι του γέρνει μπροστά, πέφτει στον ύπνο, αλλά μετά, αναπόφευκτα, ξυπνάει, τινάζεται και κοιτάζει γύρω του, σαν να μην πιστεύει αυτά που βλέπει, σαν να μην πιστεύει πού είναι. Λες κι είναι αυτό το όνειρο ή μάλλον ο εφιάλτης – από τον οποίον θα ’θελε να ξυπνήσει. Οι ίριδες των ματιών του είναι τόσο σκούρες, που μοιάζουν σχεδόν μαύρες· τόσο, που ίριδες και κόρες γίνονται ένα. Υγρά μάτια, σκέφτεται η Κιάρα. Όταν την πιάνει να τον κοιτάζει, παίρνει το ύφος της σαύρας. Θα μπορούσε να είναι αστείο, αν δεν ήταν τόσο σπαραχτικά θλιβερό. Θα μπορούσε να γελάσει, αν δεν ήταν σε τέτοια ένταση, που νιώθει κάτι σαν σφυγμό μέσα στο κεφάλι της, λες και το μυαλό της αναβοσβήνει σαν φάρος· νιώθει τα κόκαλα των ποδιών της να την πονούν, έτσι όπως κρατιέται να μη φύγει τρέχοντας. Θα μπορούσε να γελάσει, αν δεν ήταν τόσο σπαραχτικό.
Την ώρα που οι άλλοι δυο κοιμούνται, η Κιάρα κόβει βόλτες στην αποβάθρα, κάτω από το υπόστεγο, σταματώντας κάθε φορά που περνάει μπροστά από την πόρτα της αίθουσας αναμονής, να κοιτάξει μέσα και να σιγουρευτεί ότι είναι ακόμα κι οι δυο τους εκεί. Άλλο ένα τρένο φορτωμένο στρατιώτες περνάει αγκομαχώντας από τον σταθμό χωρίς να σταματήσει. Ο θόρυβος που κάνει είναι εκκωφαντικός, αλλά προχωράει αργά. Πρέπει να έχει στα βαγόνια του μια ολόκληρη γερμανική μεραρχία, έχει βαγόνια ανοιχτά, φορτωμένα με άρματα μάχης, αντιαεροπορικά πυροβόλα και άλλα όπλα που το όνομά τους δεν ξέρει. Σ’ αυτά τα βαγόνια, μπρος και πίσω, στέκουν στρατιώτες με κράνη, με τα αυτόματα στα χέρια. Ο φύλακας του σταθμού ανεμίζει το σημαιάκι του και σφυρίζει με τη σφυρίχτρα του.
«Δεν έχουμε πια καμιά ελπίδα», λέει καθώς περνάει δίπλα της.
Ένα τρένο προς τη σωστή κατεύθυνση φτάνει επιτέλους αργά το απόγευμα. Είναι ένα τοπικό τρένο, μια πόστα που σταματάει σε όλα τα χωριά της διαδρομής, κι έχει τρία βαγόνια μόνο, ήδη γεμάτα. Στριμώχνονται για ν’ ανέβουν και βρίσκουν ένα πτυσσόμενο καθισματάκι για τη Σεσίλια στον διάδρομο.
«Κάτσε στη βαλίτσα μου», λέει η Κιάρα στο παιδί – και η ίδια στέκεται όρθια ανάμεσά τους. Και οι δυο, και η Σεσίλια και ο Ντανιέλε, παρόλο που λαγοκοιμούνταν όλη μέρα, είναι χλωμοί και εξαντλημένοι.
«Είμαι πολύ κουρασμένη», λέει η Σεσίλια.
«Είχες κρίση χτες βράδυ, αγάπη μου. Δεν το θυμάσαι;»
«Όχι», απαντάει με φωνή λυπημένη.
Η Κιάρα στέκεται στο παράθυρο, κοιτάζει ανέκφραστη πέρα από τις ράγες. Το μυαλό της πηδάει στο επόμενο στάδιο του ταξιδιού, και μετά στο τελευταίο, γιατί έχουν ακόμα πολύ και δύσκολο δρόμο μπροστά τους, έχουν να ψάξουν μεταφορικό μέσο, έχουν να περπατήσουν, και μάλιστα στα σκοτεινά, έτσι όπως πάνε. Αναρωτιέται πώς θα καταφέρει το παιδί και τη Σεσίλια να προχωρήσουν, πού θα βρει το κουράγιο και την αντοχή να το κάνει.
Διατάζει με το μυαλό της το τρένο να ξεκινήσει. Πάρε μας να φύγουμε από δω, σκέφτεται ξανά και ξανά, ώσπου επιτέλους το σφύριγμα της ατμομηχανής αναγγέλλει αναχώρηση. Πάμε, πάμε, πάμε να φύγουμε, ψέλνει από μέσα της η Κιάρα.
Και κάθεται, κάθεται στη βαλίτσα της Σεσίλια. Προσπαθεί να κλείσει λίγο τα μάτια της, να κοιμηθεί μισή ωρίτσα, να πάρει δυνάμεις. Και η πόρτα στο μυαλό της ανοίγει, βλέπει τον κοιμισμένο πατέρα της και στις άκρες των χειλιών της διαγράφεται ένα χαμόγελο. Όλα θα πάνε καλά.
Έχει ακόμη αυτό το χαμόγελο στο πρόσωπό της, το νιώθει κολλημένο εκεί, ενώ ένα άλλο τρένο, ένας συρμός μακρύς, μια ατμομηχανή που σέρνει πίσω της ντουζίνες βαγόνια, μπαίνει στον σταθμό, στις ράγες δίπλα στο δικό τους τρένο. Μερικά απ’ τα βαγόνια έχουν ψηλά τοιχώματα χωρίς στέγαστρα, τα περισσότερα όμως είναι σφραγισμένα με μεταλλικά κάγκελα. Βαγόνια για ζώα, λέει μέσα της, χωρίς να σκεφτεί. Μετά, μετά προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι το παιδί δεν είδε, ακόμα κι αν το είδε, δεν ήξερε· δεν μπορούσε να ξέρει τι έβλεπε. Καλά καλά δεν το κατάλαβε ούτε η ίδια. Έτσι κι αλλιώς, ήταν εκείνη μπροστά του, το κορμί της μπροστά στο παράθυρο τον εμπόδιζε να δει. Όταν το θυμάται, σκέφτεται πως μισοχαμογελούσε, επειδή ήταν ευτυχισμένη που έφευγαν επιτέλους από το Όρτε, ευτυχισμένη που την είχε επισκεφτεί ο πατέρας της την ώρα του γαλήνιου ύπνου του, ευτυχισμένη που είχε χαρεί σαν λαμπρή λιακάδα τη ζεστασιά της μνήμης.
Δεν νιώθει περιέργεια για το τρένο που μπαίνει στον σταθμό δίπλα στο δικό τους. Απλά βρίσκεται στη γραμμή του βλέμματός της. Κι αντιλαμβάνεται μια κίνηση στα κάγκελα του βαγονιού ακριβώς μπροστά της, κάτι ασπριδερό, που κουνιέται. Σμίγει τα φρύδια, να δει καλύτερα, και βλέπει πως είναι ένα χέρι, ένα αδύνατο ανθρώπινο χέρι που χωράει να βγει από τα σιδερένια κάγκελα. Πίσω από τα κάγκελα το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας. Το στόμα της είναι ανοιχτό, σαν να φωνάζει, σαν να τραγουδάει μια και μόνη νότα, αλλά όποιος ήχος κι αν βγαίνει από μέσα της πνίγεται μέσα στον χαμό των μεταλλικών τροχών και στα σφυρίγματα και τα μουγκρητά του τρένου.
Η Κιάρα κοιτάζει δεξιά, αριστερά της. Υπάρχουν κι άλλοι όρθιοι στο διάδρομο, όπως η ίδια. Αλλά ένας μόνο κοιτάζει έξω από το παράθυρο, σαν την ίδια – μια μεσόκοπη γυναίκα με σάλι και γκρίζο πανωφόρι. Στρέφεται και κοιτάζει την Κιάρα, έχει γουρλώσει τα μάτια, το στόμα της είναι ορθάνοιχτο, το πρόσωπό της έντρομο. Κι είναι το ύφος αυτής της άλλης γυναίκας, που βεβαιώνει την Κιάρα ότι δεν έχει παραισθήσεις.
Κοιτάζουν κι οι δυο ξανά απ’ το παράθυρο. Το μουγκρητό της άλλης ατμομηχανής σβήνει και στα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν ώσπου να ξεκινήσει με θόρυβο το δικό τους τρένο, φτάνει στ’ αυτιά τους ένας απόμακρος θρήνος. Αν δεν τύχαινε να κοιτάζεις ίσια στο ανοιχτό στόμα της νέας γυναίκας, θα μπορούσες να το περάσεις για στρίγγλισμα κάποιου αλάδωτου φρένου, για παράτονο σφύριγμα, για βογκητό κάποιου σιδερένιου τροχού πάνω στις ράγες. Αλλά αν κοιτάς, αν έχεις διακρίνει τ’ άλλα πρόσωπα, τα στριμωγμένα πίσω από τα κάγκελα, άντρες με γένια, γυναίκες ηλικιωμένες και νέες, τότε καταλαβαίνεις πως είναι ο ήχος πολλών ανθρώπινων φωνών, αντρικών και γυναικείων. Και μόλο που δεν προλαβαίνεις να ξεχωρίσεις παρά μια συλλαβή πνιγμένη, πριν το δικό σου τρένο σφυρίξει και ξεφυσήξει τον ατμό του και ξεκινήσει σβήνοντας όλους τους άλλους ήχους, αναγνωρίζεις μια λέξη.
Δυο λέξεις.
Βοήθεια.
Νερό.
Το αγόρι είναι δίπλα της. Δεν ξέρει πόσην ώρα έχει που στέκεται εκεί. Ακουμπάει το χέρι της στο κεφάλι του, στο αστείο καπέλο του, και τον σπρώχνει να καθίσει ξανά.
«Κακοί στρατιώτες», σφυρίζει στ’ αυτί του. «Κάτσε κάτω».
Με το χέρι της πιέζει το κεφάλι του παιδιού, το κρατάει κάτω. Η ίδια συνεχίζει να κοιτάζει, καθώς το τρένο τους σιγά σιγά φεύγει. Σχηματίζουν τρίγωνο, είναι οι γωνίες ενός τριγώνου, αυτή και η γυναίκα με το γκρίζο πανωφόρι στον διάδρομο λίγο πιο πέρα και η γυναίκα στο βαγόνι για τα ζώα του άλλου τρένου, ώσπου οι δυο γωνίες γίνονται τρομερά οξείες, η υποτείνουσά του επιμηκύνεται αδιανόητα, η γραμμή κόβεται.
Τώρα βλέπει μόνο συνηθισμένα σπίτια και δέντρα να περνούν απέξω.
Η Κιάρα και η γυναίκα στον διάδρομο πιο πέρα κοιτάζονται, ύστερα αποστρέφουν κι οι δυο το βλέμμα. Η Κιάρα σκύβει να μιλήσει στον Ντανιέλε, κοιτάζει τα κεραυνοβολημένα μάτια του. Είδε; Νιώθει λες και το πρόσωπό της καθρεφτίζει εκείνο της γυναίκας, που μισοείδε, με το στόμα ανοιχτό, το λαρύγγι της διψασμένο. Καταπίνει με δυσκολία.
«Στο κτήμα της νόνας, εκεί πάμε τώρα», λέει με βραχνή πνιγμένη φωνή. Καταπίνει ξανά. «Στο κτήμα της νόνας έχει έναν ελαιώνα. Κάποια δέντρα είναι πολύ πολύ γέρικα. Τόσο που κανείς δεν ξέρει πότε φυτεύτηκαν. Πριν από τετρακόσια, πεντακόσια χρόνια. Ναι», λέει και ακουμπάει την παλάμη της στο πάνω μέρος του κεφαλιού του, στο καπέλο του, για να δώσει έμφαση στα λόγια της, αν και τα μάτια του την κοιτάζουν, κοιτάζουν προς το μέρος της, αλλά μοιάζει να βλέπει μέσα απ’ αυτήν, πίσω απ’ αυτήν, πέρα απ’ αυτήν, κάποιο μέρος σκοτεινό. Χαμηλώνει τη φωνή της, όλο δραματική ένταση.
«Και σ’ αυτόν τον ελαιώνα υπάρχει ένα δέντρο μαγικό. Το λέμε Μάγο».
Δεν μπορεί να είναι σίγουρη αν την ακούει ή όχι.
«Να σου πω γιατί το λέμε Μάγο;»
Δεν περιμένει απάντηση. Βιάζεται να συνεχίσει.
«Για τρεις λόγους. Στις μαγικές ιστορίες, ξέρεις, έτσι είναι πάντα. Όλα πάνε τρία τρία. Πρώτον, λοιπόν».
Τραβάει το χέρι της από το κεφάλι του και μετράει με τα δάχτυλα του ενός στα δάχτυλα του άλλου. Το παιδί ακολουθεί την κίνηση με το βλέμμα του.
«Είναι τόσο γέρικο δέντρο, που νομίζεις ότι έχει σχεδόν πεθάνει και δεν μπορεί πια να δώσει ζουμερές, μεγάλες ελιές· ότι έχει ξεραθεί και τελειώσει· κι ο φλοιός στον κορμό του είναι τόσο μαραμένος και στεγνός, που μπορείς εύκολα να σπάσεις τα κλαδιά του, να, έτσι», λέει και κροταλίζει τα δάχτυλά της και το παιδί ξαφνιάζεται. «Αλλά κάθε τρία χρόνια αυτό το δέντρο δίνει καρπό, τις πιο πολλές, τις πιο καλές ελιές της σοδειάς. Μ’ αυτές φτιάχνουν το νοστιμότερο λάδι.
»Δεύτερον, στον κορμό του έχει μια κουφάλα μεγάλη, όπου χωράς να μπεις μέσα και να σκαρφαλώσεις μέχρι πάνω. Ε, Σεσίλια;» λέει και στρέφεται προς την αδερφή της για υποστήριξη – μα έρχεται αντιμέτωπη μ’ ένα βλέμμα άγριο, όλο αγανάκτηση, λες κι η Κιάρα πρόδωσε άσχημα την εμπιστοσύνη της, κάποιο επτασφράγιστο δικό τους μυστικό, την ίδια την αδελφική τους σχέση. Η Κιάρα τα χάνει.
«Και τρίτον», λέει. Αλλά δεν έχει τρίτο να πει. Το μυαλό της ψάχνει πυρετωδώς.
«Αυτό το αγόρι με τσίμπησε», λέει η Σεσίλια ξαφνικά με δυνατή φωνή. «Την ώρα που κοιμόμουνα, με τσίμπησε».
Είναι η μεγαλύτερη πρόταση, που έχει ξεστομίσει όλη μέρα. Σηκώνει το μπράτσο της και δείχνει το κόκκινο σημάδι στο πίσω μέρος του.
«Δεν νομίζω πως σε τσίμπησε, αγάπη μου. Ίσως κάπου χτύπησες», λέει η Κιάρα.
Γυρίζει ξανά στο αγόρι. Αλλά το ’χει χάσει. Το βλέμμα του καρφώθηκε ξανά στη μαύρη τρύπα.
«Τρίτον», συνεχίζει ψιθυρίζοντας με πείσμα, «όταν έχει πανσέληνο, όταν το φεγγάρι είναι ασημένιο και τεράστιο, μπορείς να σκαρφαλώσεις μέσα στον Μάγο και να κάνεις μια ευχή. Μια ευχή μόνο», λέει σηκώνοντας τον δείκτη της τεντωμένο. «Όχι τρεις. Σκέψου, λοιπόν, καλά τι θα ευχηθείς».
Καλού κακού συμπληρώνει μιαν επιφύλαξη.
«Δεν ξέρουμε αν οι ευχές πραγματοποιούνται ή όχι, γιατί ποτέ κανείς δεν μαρτυράει στους άλλους τι έχει ευχηθεί. Μόνο του Γκαμπριέλε την ευχή ξέρουμε, επειδή ο Γκαμπριέλε εύχεται πάντα να δώσουν πολύ καρπό οι ελιές».
Θέλει να χαμογελάσει ενθαρρυντικά στο παιδί, αλλά οι μύες του προσώπου της δεν την υπακούνε.
Η Σεσίλια σφίγγει τα χέρια της, στριφογυρίζει στο κάθισμά της.
«Δείξε μου το χέρι σου, Σεσίλια», προστάζει η Κιάρα.
Κρατάει το χέρι της αδερφής της. Απλώνει το άλλο της χέρι κι ακουμπάει ξανά το κεφάλι του παιδιού. Στηρίζεται ανάμεσά τους, καθώς το τρένο κυλάει και κλυδωνίζεται πάνω στις ράγες.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.