fbpx
Paul Auster ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

«Το παλάτι του φεγγαριού» του Paul Auster

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Paul Auster ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ (μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου), που θα κυκλοφορήσει στις 24 Φεβρουαρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Paul Auster ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Έζησα σ’ εκείνο το διαμέρισμα μαζί με περισσότερα από χίλια βιβλία. Ανήκαν αρχικά στον θείο μου, τον Βίκτορ, που τα είχε συλλέξει αργά σε διάστημα τριάντα περίπου χρόνων. Προτού φύγω για το κολέγιο, μου τα πρόσφερε αυθόρμητα ως αποχαιρετιστήριο δώρο. Έκανα ό,τι μπορούσα για να αρνηθώ, αλλά ο θείος Βίκτορ ήταν συναισθηματικός και γενναιόδωρος άνθρωπος και δεν θα μ’ άφηνε να απορρίψω την προσφορά του. «Δεν έχω λεφτά να σου δώσω» μου είπε «ούτε και κάποια συμβουλή. Πάρε αυτά τα βιβλία για να με κάνεις ευτυχισμένο». Τα βιβλία τα πήρα, αλλά για τον επόμενο ενάμιση χρόνο δεν άνοιξα ούτε ένα από τα κουτιά στα οποία ήταν φυλαγμένα. Το σχέδιό μου ήταν να πείσω τον θείο μου να τα πάρει πίσω, εντωμεταξύ όμως δεν ήθελα να πάθουν τίποτα.

Όπως αποδείχτηκε, τα κουτιά μού φάνηκαν πολύ χρήσιμα στην κατάσταση που βρισκόμουν. Το διαμέρισμα της 112ης Οδού δεν ήταν επιπλωμένο και, αντί να ξοδευτώ για πράγματα που ούτε ήθελα ούτε και διέθετα χρήματα για ν’ αποκτήσω, μετέτρεψα τα κουτιά σε «κατά φαντασίαν έπιπλα». Ήταν περίπου σαν να έφτιαχνα ένα παζλ: μάζευα τα χαρτόκουτα κι έφτια­χνα μ’ αυτά διάφορες συνθέσεις, τα παρέτασσα σε σειρές, τα τακτοποιούσα ξανά και ξανά, ώσπου στο τέλος άρχισαν να μοιά­ζουν με έπιπλα. Δεκαέξι κουτιά χρησίμευσαν σαν βάση για το στρώμα μου, άλλα δώδεκα έγιναν τραπέζι, εφτά απ’ αυτά έγιναν καρέκλες, άλλα δύο έγιναν κομοδίνα και πάει λέγοντας. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν μάλλον μονοχρωματικό, όπου και να κοίταζες έβλεπες ένα μουντό ανοιχτό καφετί, ωστόσο καμάρωνα για την εφευρετικότητά μου. Οι φίλοι μου το έβρισκαν κάπως παράξενο, αλλά είχαν πια συνηθίσει να περιμένουν από μένα παράξενα πράγματα. Σκεφτείτε την ικανοποίηση, τους εξηγούσα, να χώνεσαι στο κρεβάτι σου γνωρίζοντας ότι τα όνειρά σου θα λάβουν χώρα πάνω απ’ την αμερικανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Φανταστείτε την ευχαρίστηση να τρως με ολόκληρη την Αναγέννηση να κρύβεται κάτω από το φαγητό σου. Στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα ποια βιβλία βρίσκονταν σε ποια κουτιά, αλλά από τότε ήμουν άσος στο να σκαρώνω ιστορίες και μου άρεσε πώς ηχούσαν αυτές οι προτάσεις, έστω κι αν ήταν ψεύτικες.

Τα κατά φαντασίαν έπιπλά μου έμειναν άθικτα για έναν περίπου χρόνο. Τότε, την άνοιξη του 1967, ο θείος Βίκτορ πέθανε. Αυτός ο θάνατος ήταν ένα τρομερό πλήγμα για μένα∙ από πολλές απόψεις υπήρξε το χειρότερο πλήγμα που δέχτηκα ποτέ. Ο θείος Βίκτορ δεν ήταν μόνο ο άνθρωπος που αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο, ήταν ο μοναδικός συγγενής μου, ο μοναδικός μου σύνδεσμος με κάτι ευρύτερο από τον εαυτό μου. Χωρίς εκείνον ένιωθα χαμένος, κατακεραυνωμένος από τη μοίρα. Αν είχα, κατά κάποιο τρόπο, προετοιμαστεί για τον θάνατό του, θα μου ήταν ίσως ευκολότερο να τον αντιμετωπίσω. Πώς όμως να προε­τοιμαστεί κανείς για τον θάνατο ενός υγιούς πενηνταδυάχρονου; Ο θείος μου απλώς έπεσε νεκρός ένα ωραίο απόγευμα στα μέσα Απριλίου και από κείνη τη στιγμή η ζωή μου άρχισε να αλλάζει, άρχισα να χάνομαι μέσα σε έναν άλλο κόσμο.

Δεν έχω να πω πολλά για την οικογένειά μου. Τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο ήταν λίγα και τα περισσότερα δεν έμειναν για πολύ στο προσκήνιο. Ζούσα με τη μητέρα μου ώσπου έγινα έντεκα χρονών, τότε, όμως, εκείνη σκοτώθηκε σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, όταν την παρέσυρε ένα λεωφορείο που ντεραπάρισε στα χιόνια της Βοστόνης. Δεν υπήρξε ποτέ πατέρας, κι έτσι ήμασταν μονάχα εμείς οι δύο, η μητέρα μου κι εγώ. Το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε το πατρικό της επώνυμο αποδείκνυε ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ, ωστόσο έμαθα ότι ήμουν νόθος μόνο αφότου πέθανε. Όταν ήμουν μικρός, δεν σκέφτηκα ποτέ να τη ρωτήσω τέτοια πράγματα. Ήμουν ο Μάρκο Φογκ κι η μητέρα μου ήταν η Έμιλι Φογκ και ο θείος μου στο Σικάγο ήταν ο Βίκτορ Φογκ. Ήμασταν όλοι Φογκ και ήταν απολύτως λογικό άνθρωποι της ίδιας οικογένειας να έχουν όλοι το ίδιο επίθετο. Αργότερα, ο θείος Βίκτορ μού είπε ότι αρχικά το όνομα του πατέρα του ήταν Φόγκελμαν, αλλά κάποιος στην Υπηρεσία Μετανάστευσης του νησιού Έλις το κουτσούρεψε σε Φογκ, κι αυτό υπήρξε το αμερικανικό όνομα της οικογένειας. Φόγκελ στα γερμανικά σήμαινε πουλί με πληροφόρησε ο θείος μου, κι εμένα μου άρεσε η ιδέα ότι στην ταυτότητά μου ήταν ενσωματωμένο αυτό το πλάσμα. Φανταζόμουν ότι κάποιος ανδρείος πρόγονός μου κατάφερε κάποτε να πετάξει. Ένα πουλί που πετά μέσα στην ομίχλη,1 σκεφτόμουν, ένα γιγάντιο πουλί που διασχίζει πετώντας τον ωκεανό και δεν σταματά παρά μόνο αφού φτάσει στην Αμερική.

Δεν έχω καμία φωτογραφία της μητέρας μου και δυσκολεύο­μαι να θυμηθώ πώς ήταν. Όποτε τη βλέπω στη φαντασία μου, συναντώ μια μικρόσωμη γυναίκα με σκούρα μαλλιά, με λεπτούς παιδικούς καρπούς και λεπτεπίλεπτα λευκά δάχτυλα και ξαφνικά, πολύ συχνά, μπορώ να θυμηθώ πόσο όμορφα ένιωθα όταν με άγγιζαν εκείνα τα δάχτυλα. Όποτε τη βλέπω είναι πάντα πολύ νέα και όμορφη, κι αυτό μάλλον είναι ακριβές, αφού όταν πέθανε ήταν μόλις είκοσι εννέα χρονών. Μείναμε σε κάμποσα μικρά διαμερίσματα στη Βοστόνη και στο Κέιμπριτζ και νομίζω ότι δούλευε σε μια εταιρεία που εξέδιδε σχολικά βιβλία, αν και ήμουν πολύ μικρός για να καταλαβαίνω τι έκανε εκεί. Ό,τι θυμάμαι ζωηρότερα είναι οι φορές που πηγαίναμε μαζί σινεμά (στα γουέστερν του Ράντολφ Σκοτ, στον Πόλεμο των κόσμων, στον Πινόκιο): καθόμασταν στα σκοτεινά μέσα στον κινηματογράφο, μασουλώντας ποπκόρν από το ίδιο κουτί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Έλεγε αστεία που μου προκαλούσαν κρίσεις ξέπνοων χαχανητών, κάτι που ωστόσο συνέβαινε σπάνια, όταν οι πλανήτες βρίσκονταν στη σωστή συζυγία. Τον περισσότερο καιρό ήταν χαμένη σε ονειροπολήσεις, ελαφρώς μουτρωμένη, ενώ υπήρχαν φορές που ένιωθα να εκπέμπει μια πραγματική θλίψη, μια αίσθηση ότι πάλευε με μια απέραντη και ενδόμυχη σύγχυση. Καθώς μεγάλωνα, με άφηνε όλο και πιο συχνά στο σπίτι με νταντάδες, όμως δεν κατάλαβα τι σήμαιναν αυτές οι μυστηριώδεις αναχωρήσεις της παρά πολύ αργότερα, μετά τον θάνατό της. Για τον πατέρα μου, πάντως, δεν υπήρχε καμία πληροφορία, τόσο όσο εκείνη ζούσε, όσο και μετά τον θάνατό της. Αυτό ήταν το μόνο θέμα που η μητέρα μου αρνιόταν να συζητήσει μαζί μου και όποτε της έκανα αυτή την ερώτηση ήταν ανυποχώρητη. «Πέθανε πριν από πολύ καιρό» μου έλεγε «προτού γεννηθείς εσύ». Πουθενά στο σπίτι δεν υπήρχε κάποιο σημάδι της ύπαρξής του. Ούτε μία φωτογραφία ούτε καν ένα όνομα. Θέλοντας να πιαστώ από κάπου, τον φανταζόμουν σαν μια εκδοχή του Μπακ Ρότζερς2 με πιο σκούρα μαλλιά, έναν ταξιδιώ­τη του διαστήματος που πέρασε στην τέταρτη διάσταση και δεν μπόρεσε να ξαναβρεί τον δρόμο του γυρισμού.

Η μητέρα μου τάφηκε πλάι στους γονείς της στο κοιμητήριο Γουεστλόουν και, μετά απ’ αυτό, πήγα να μείνω με τον θείο Βίκτορ στο Νορθ Σάιντ του Σικάγο. Δεν πολυθυμάμαι τον πρώτο καιρό τώρα πια, θα πρέπει, όμως, να ήμουν θλιμμένος και φυσικά να ρουφούσα τη μύτη μου και να κλαψούριζα ώσπου να αποκοιμηθώ, σαν ένας από τους αξιολύπητους ορφανούς ήρωες των μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα. Μια φορά, μια ανόητη γυναίκα, γνωστή του Βίκτορ, μας συνάντησε στον δρόμο και, όταν μας σύστησαν, άρχισε να κλαίει σκουπίζοντας τα μάτια της μ’ ένα χαρτομάντιλο και να θρηνολογεί πως πρέπει να ήμουν το παιδί του έρωτα της καημένης της Έμι. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα ξανακούσει αυτή την έκφραση, καταλάβαινα, όμως, ότι υπαινισσόταν φοβερά και δυσοίωνα πράγματα. Όταν ζήτησα από τον θείο Βίκτορ να μου την εξηγήσει, εκείνος σκαρφίστηκε μια απάντηση που τη θυμάμαι πάντα. «Όλα τα παιδιά είναι παιδιά του έρωτα, μόνο τα καλύτερα όμως τα λένε έτσι».

Ο αδερφός της μητέρας μου, μεγαλύτερός της σε ηλικία, ήταν ένας ψηλόλιγνος εργένης με γαμψή μύτη, σαράντα τριών χρονών, που έβγαζε τα προς το ζην ως κλαρινετίστας. Όπως όλοι οι Φογκ, είχε κι αυτός μια ροπή να ζει άσκοπα, να παραδίνεται στις ονειροπολήσεις, να υποκύπτει στις ξαφνικές παρορμήσεις του και να αφήνεται σε μακριές περιόδους αδράνειας. Μετά από μια πολλά υποσχόμενη αρχή ως μέλος της Ορχήστρας του Κλίβελαντ, αυτά τα χαρακτηριστικά του υπερίσχυσαν. Κοιμόταν με τις ώρες και έχανε τις πρόβες, εμφανιζόταν χωρίς γραβάτα στις παραστάσεις και κάποτε είχε την αναίδεια να πει εις επήκοον του βούλγαρου μαέστρου ένα σόκιν ανέκδοτο. Αφού απολύθηκε, ο Βίκτορ μπήκε σε κάμποσες μικρότερες ορχήστρες, που η καθεμιά τους ήταν χειρότερη από την προηγούμενη και, την εποχή που γύρισε στο Σικάγο το 1953, είχε μάθει να αποδέχεται τη μετριότητα της καριέρας του. Όταν τον Φεβρουάριο του 1958 πήγα να μείνω μαζί του, παρέδιδε μαθήματα σε αρχάριους κλαρινετίστες και έπαιζε για τους Howie Dunn’s Moonlight Moods, ένα μικρό συγκρότημα που έκανε τις συνηθισμένες εμφανίσεις σε γάμους, βαφτίσεις και πάρτι αποφοίτησης. Ο Βίκτορ ήξερε ότι υστερούσε σε φιλοδοξία, επίσης όμως ήξερε ότι στη ζωή υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από τη μουσική. Τόσα πολλά πράγματα που, πραγματικά, συχνά τον έπνιγαν. Καθώς ήταν το είδος του ανθρώπου που πάντα ονειρεύεται να κάνει κάτι άλλο ενώ είναι απασχολημένος, του ήταν αδύνατο να εξασκηθεί σε ένα κομμάτι χωρίς να κάνει παύση για να λύσει ένα σκακιστικό πρόβλημα στο μυαλό του∙ δεν μπορούσε να παίξει σκάκι χωρίς να σκέφτεται τις αδυναμίες της ομάδας μπέιζμπολ Σικάγο Καμπς∙ δεν μπορούσε να πάει στο γήπεδο του μπέιζμπολ χωρίς να σκέφτεται κάποιον δευτερεύοντα σαιξπηρικό χαρακτήρα και, μετά, όταν επιτέλους γυρνούσε στο σπίτι, δεν μπορούσε να καθίσει να διαβάσει ένα βιβλίο πάνω από είκοσι λεπτά, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να παίξει το κλαρινέτο του. Όπου και να βρισκόταν, λοιπόν, και όπου και να πήγαινε, άφηνε πίσω του ένα συνονθύλευμα από αποτυχημένες κινήσεις στο σκάκι, μισοσυμπληρωμένα κουπόνια στοιχήματος και μισοδιαβασμένα βιβλία.

Ωστόσο δεν ήταν δύσκολο να αγαπήσει κανείς τον θείο Βίκτορ. Το φαγητό ήταν χειρότερο από της μητέρας μου, ενώ τα διαμερίσματα όπου μείναμε ήταν πιο φτωχικά και πιο στενάχωρα, αλλά σε τελική ανάλυση αυτά ήταν τα λιγότερο σημαντικά. Ο Βίκτορ δεν υποκρινόταν τον διαφορετικό από αυτό που ήταν. Ήξερε ότι η πατρότητα ήταν κάτι που δεν του ταίριαζε κι έτσι με αντιμετώπισε περισσότερο σαν φίλο παρά σαν παιδί, ένα μικρό, πολυαγαπημένο φιλαράκι. Αυτή ήταν μια συμφωνία που μας βόλευε και τους δυο. Μες στον πρώτο μήνα της εγκατάστασής μου, δημιουργήσαμε ένα παιχνίδι στο οποίο επινοούσαμε μαζί χώρες, φανταστικούς κόσμους που ανέτρεπαν τους νόμους της φύσης. Μου πήρε βδομάδες για να τελειοποιήσω τους καλύτερους από αυτούς και οι χάρτες που σχεδίασα κρέμονταν σε τιμητική θέση πάνω από το τραπέζι της κουζίνας. Η Χώρα του Σποραδικού Φωτός, για παράδειγμα, και το Βασίλειο των Μονόφθαλμων. Δεδομένων των δυσκολιών που είχε παρουσιάσει και στους δυο μας ο κόσμος της πραγματικότητας, προφανώς ήταν λογικό να θέλουμε να τον εγκαταλείπουμε όσο πιο συχνά γινόταν.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.