fbpx

ΜΑΝΕΣ ΣΠΕΡΜΠΕΡ

sperber-thΠροδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Μανές Σπέρμπερ ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΚΙ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ (μετάφραση: Έμη Βαικούση), που θα κυκλοφορήσει στις 8 Μαΐου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1

Παιδί ακόμα γνώρισε ο Ντόινο το θάνατο. Ο πόλεμος έφτασε κάποτε στη μικρή του πόλη. Ένα βροχερό απόγευμα του φθινοπώρου άρχισε η μάχη για το προγεφύρωμα, τέλειωσε την άλλη μέρα κατά τις δέκα. Κείτονταν οι νεκροί καθένας εκεί όπου τον είχε βρει η μοιραία σφαίρα. Ένας τους, ένας νεαρός στρατιώτης, είχε πέσει κοντά στην ανατιναγμένη γέφυρα. Θα ΄λεγες πως κοιμάται, πως έχει κλάψει στον ύπνο του. Πληγή δεν υπήρχε, ούτε αίμα. Μαζεύτηκε κόσμος γύρω του, μια χωρική έκλαιγε. Όταν πλησίασε ο Ντόινο διαπίστωσε πως έλειπαν τα παπούτσια του νεκρού κι ένα πορτοφολάκι που είχε στην εξωτερική τσέπη του αμπέχονου. Τότε μόνο έκλαψε, όχι από λύπη για τον νεαρό στρατιώτη, μα από οργή για τους ζωντανούς, από βαθιά ντροπή.

Ύστερα ξέσπασε η επιδημία – τύφος και ευλογιά. Είδε τους γονείς του να πεθαίνουν, πρώτα η μάνα, λίγες ώρες μετά ο πατέρας. Η αδελφή του είχε ξαπλώσει στο πάτωμα, ανάμεσα στις σωρούς. «Μη φεύγετε», τους φώναζε, «μη μας αφήνετε, είμαστε τα παιδιά σας, μη μας αφήνετε!».

Τους έθαψαν νωρίς το άλλο πρωί, τον έβαλαν να πει την προσευχή για τους νεκρούς, πρώτα στον τάφο του πατέρα, μετά στον τάφο της μητέρας: Αγιασθήτω το όνομά σου... Τα γράμματα ήταν χόρευαν μπροστά στα μάτια του, ο δάσκαλος με την άσπρη γενειάδα του ψιθύριζε τα λόγια κι εκείνος επαναλάμβανε λέξη τη λέξη. Φοβόταν μη σωριαστεί, και τότε κοίταξε τη σημύδα πέρα, πάνω απ' τους τάφους και δεν πήρε το βλέμμα του από πάνω της. Έτσι κρατήθηκε όρθιος.

Πολλοί πέθαναν εκείνο το χειμώνα. Συνήθως σαν βράδιαζε άκουγες το θρήνο στα σπίτια, το πρωί παίρνανε τους νεκρούς και στο δρόμο για το κοιμητήριο ο θόρυβος απ' τα τσίγκινα τενεκεδάκια των ζητιάνων κι ένα μονότονο «ελεείστε, για να σωθείτε απ' το θάνατο!», σκέπαζε τα πάντα.

Κι ύστερα εκεί, στο νεκροταφείο, πάντρεψαν τους δυο φτωχούς*. Αυτόν, παράλυτο, μισότυφλο κι εκείνη, μια φτωχιά ορφανή με γκρίζα μαλλιά. Περίμεναν να κάνει τα μαγικά του αυτός ο γάμος. Η μαγεία έπιασε μετά από εβδομάδες πολλές, σαν έπιασε κι η άνοιξη. Τότε κόπασε λίγο λίγο η επιδημία. Μετά αρχίνησε πάλι η μάχη για το προγεφύρωμα. Τα σπίτια πήραν φωτιά κι ο κόσμος έτρεξε να σωθεί στο νεκροταφείο. Οβίδες έπεσαν κι εκεί, σκότωσαν ένα κορίτσι και μια γυναίκα μ' ένα βρέφος στην αγκαλιά της, ανατίναξαν ταφόπλακες, σκόρπισαν πτώματα μέσα απ' τους τάφους. [* Και ο Ηλία Έρενμπουργκ αναφέρει το μοτίβο αυτού του παράδοξου γάμου, στη Θυελλώδη ζωή του Λαζίκ Ροιτσβάνιτς (Αθήνα, Θεμέλιο 1989) όπου, λιγότερο υπαινικτικά απ' ότι ο Σπέρμπερ, γράφει πως ο γάμος αυτός είχε σκοπό να εξευμενίσει το Χάρο. Πρόκειται πιθανότατα για κάποια δοξασία των Εβραίων Ασκενάζι ].

Λίγο μετά ο Ντόινο με την αδερφή του έφυγαν απ' τη μικρή τους πόλη. Ήταν το πρόωρο τέλος των παιδικών του χρόνων. Σκεφτόταν συχνά εκείνο το νεαρό στρατιώτη, τα γυμνά του πόδια. Και κάτι άλογα πληγωμένα, που τα περνούσαν μέσα απ' την πόλη μετά τη μάχη, και μια γκρίζα φοράδα με βγαλμένα μάτια. Γι' αυτό το ζώο είχε κλάψει τότε – πώς θα ΄κλαιγε ένας νεκρός αν ήταν μπροστά στο δικό του θάνατο. Κι αποφάσισε τότε να μην ξεχάσει ποτέ, να μην ξεχάσει τίποτε απ' όλα αυτά.

Αργότερα, λίγες εβδομάδες μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας στη Βιέννη, πήρε μέρος σε μιαν αυθόρμητη διαδήλωση. «Ζήτω η αυστριακή δημοκρατία των σοβιέτ!». Προχώρησαν προς το κοινοβούλιο περνώντας μέσα από σοκάκια, τους σταμάτησαν, σφαίρες έπεφταν βροχή. Κάποιον το βρήκε μία στο χέρι κι έβγαλε μια κραυγή. Χώθηκαν πίσω από την είσοδο ενός σπιτιού. Ένας τους, ένας ψηλέας μονόχειρας, που φορούσε ακόμα στρατιωτικά, είχε λόξυγκα.

«Σουρωμένος μωρέ θα κάνεις την επανάσταση. Ντροπή σου!» του 'βαλε τις φωνές κάποιος με γενειάδα.

«Δεν είμαι σουρωμένος. Κι εγώ δεν ξέρω...», απάντησε με κόπο κι ύστερα σωριάστηκε. Έσκυψε από πάνω του αυτός με τα γένια, μουρμούρισε: «συγχώρα με, σύντροφε, δεν ήθελα να σε προσβάλλω». Ξεσκέπασαν την πληγή, δεν έτρεχε αίμα. Τον πήραν στα χέρια κι ένας σιγοτραγουδούσε: «Πέσατε θύματα αδέρφια εσείς...»*. Όμως είχαν μείνει λίγοι και μόνο δυο ξέραν τα λόγια. Και δεν είχαν τι να κάνουν το πτώμα. Το πήγαν τελικά στον νεκροθάλαμο του δημοτικού νοσοκομείου. Ύστερα σκόρπισαν. [* Το τραγούδι–θρύλος του Παγκόσμιου Εργατικού Κινήματος γράφτηκε στη μνήμη των θυμάτων της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, σε στίχους Β. Γκ. Αρχάνγκελσκι και μουσική πιθανότατα του Ν. Ν. Ικόνικοβ. Ο Ντ. Σοστακόβιτς επεξεργάστηλε τη μελωδία στο τρίτο μέρος της 11ης Συμφωνίας του].

Δεν είχε πάει ακόμα μεσημέρι κι έτσι ο Ντόινο έφτασε με λίγα μόνο λεπτά καθυστέρηση στη διάλεξη. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Ο Στέτεν ήταν στα κέφια του, ετοιμαζόταν να περιλάβει κάποιον καθολικό ιστορικό και να τον κάνει σκόνη – κάποιον που εξυμνούσε στο τελευταίο του έργο το Μεσαίωνα ως την «κορυφαία περίοδο άνθισης της Δύσης». Ο Ντόινο παρακολούθησε με ζήλο τη διάλεξη, λες και υπήρχε μια συνάφεια ανάμεσα σε όσα έλεγε αυτός ο πανέξυπνος άνθρωπος εκεί μπροστά και στο θάνατο του κακομοίρη του μονόχειρα, που τον πήγαν στο νεκροθάλαμο.

Είκοσι χρόνια κι εφτά μήνες πέρασαν από εκείνο το πρωί. Και τώρα στεκόταν μπροστά στο νεκροκρέβατο εκείνου του σπουδαίου ανθρώπου, σ' ένα σπίτι στην Route Nationale No 341, κοντά στο Αρά. Το σώμα του νεκρού δεν τον ενδιέφερε, ούτε τι θ' απογίνει. Ήταν αδιάφορο, όσο και το τι απόγινε η σωρός του Βάσου ή του μονόχειρα, ή εκείνου νεαρού στρατιώτη, παλιά. Ο Ντόινο θα μπορούσε να βρει την πόρτα μες στο σκοτάδι, να φύγει• τον Στέτεν τον κουβαλούσε έτσι κι αλλιώς μέσα του, και τον Βάσο. Κανείς απ' όσους ζούσαν δεν ζούσε μόνο τη δική του ζωή. Την αθανασία δεν την έδωσαν οι θεοί στον άνθρωπο. Όσο ζούσε ένας ακόμα μονάχα πάνω σε τούτη τη γη, η ανθρωπότητα ολόκληρη ήταν αθάνατη.

Τυλίχτηκε με το πάπλωμα και κάθισε δίπλα στο νιπτήρα• το κρεβάτι ήταν ανάμεσα σ' εκείνον και το παράθυρο. Στον ύπνο η θλίψη τον κυρίεψε. Η φυγή από την παρηγοριά του πένθους είχε τελειώσει, άλλα λόγια δεν υπήρχαν. Το συναίσθημα δεν είχε πάτο, ήταν βουβό, τον βύθισε πιο βαθιά κι απ' την άβυσσο.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2

Ίσως ήταν η τελευταία τους νύχτα. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να μην τσακωθεί μαζί του για τίποτα – ούτε για τον πόλεμο, ούτε για το γάμο• και τον Στέτεν αποφάσισε να μην τον φέρει καθόλου στην κουβέντα. Ο Ντόινο ήταν ευτυχισμένος μαζί της, αυτό δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Όλα τ' άλλα ήταν ασήμαντα, σκέφτηκε, αρκεί να έκανε λίγο υπομονή μαζί του. Μερικοί μήνες ακόμα και θα ήταν σε θέση –χάρη σ' εκείνην βέβαια— να ξεχάσει αυτές τις παρανοϊκές ιδέες περί επερχόμενης καταστροφής. Ύστερα θα τον βαριόταν πια κι αυτόν τον Στέτεν, και τους φίλους του, κι όλη τη δυστυχία μέσα στην οποία ζούσε. Τι τρέλα, να πρέπει τώρα να κοιμηθεί μαζί του σ' αυτή τη σοφίτα όταν εκείνη έχει σπίτι με εφτά δωμάτια. [...]

Δεν είχε ιδέα αν πέρασαν ώρες ή λεπτά που κοιμόταν – ήταν πάντως ακόμα νύχτα και κάποιος χτυπούσε σιγανά, μα επίμονα, την πόρτα. Ο Ντόινο σηκώθηκε, άνοιξε και προχώρησε έξω, προς τη στη σκάλα. Πέρασε λίγη ώρα κι η Γκάμπι ανησύχησε• πήρε το παλτό του και πήγε να τον ψάξει.

«Ήρθε ο Ντγιούρα με τον Άλμπερτ και κάποιον ακόμα, που πρέπει να τον δω αμέσως. Πρόκειται για κάτι πολύ δυσάρεστο. Καλύτερα να ντυθείς και να πας σπίτι».

Μούτρωσε• όχι, δεν θά ΄φευγε. Ας ερχόντουσαν εκείνοι το πρωί! Ο Ντγιούρα προσπάθησε να την ηρεμήσει• του γύρισε την πλάτη, πήγε στο δωμάτιο, χώθηκε στο κρεβάτι. Σε λίγο μπήκε κι ο Ντόινο με τους τρεις άνδρες. Ο ξένος κάθισε κατ' ευθείαν στο τραπέζι χωρίς να κοιτάξει γύρω του. Καπέλο, παλτό έσταζαν, χαμπάρι δεν έπαιρνε. Το χέρι του έτρεμε, ακόμα κι όταν έφερνε το τσιγάρο στο στόμα. Κάπνιζε γρήγορα, λαίμαργα. Η Γκάμπι έβλεπε καθαρά το πρόσωπό του• στεκόταν ακριβώς κάτω από τον λαμπτήρα της οροφής. Κάθε που τράβαγε μια ρουφηξιά, τέντωνε το κεφάλι του προς τα πάνω. Γύρισε το πρόσωπό της στον τοίχο. Τρελά πράγματα. Τέλος πάντων• εκείνη θα προσπαθούσε να κοιμηθεί. Οι υποθέσεις τους της ήταν αδιάφορες.

Ο Άλμπερτ κάθισε πάνω στη ντάνα με τα βιβλία δίπλα στην πόρτα, ο Ντγιούρα στη δεύτερη καρέκλα.

«Πεινάς καθόλου; Έχω ξινόγαλα και ψωμί», ρώτησε ο Ντόινο τον άγνωστο άνδρα. Στεκόταν από πάνω του.

«Δε βαριέσαι, εγώ πεινάω πάντα• μα τώρα δεν θέλω να φάω. Με τάισαν άλλωστε στην ταβέρνα οι σύντροφοι».

«Πώς σε λένε, αλήθεια;»

«"Αλήθεια!" To κομματικό μου στην Ουγγαρία ήταν Λάγιος Φέλντες, στη Σλοβακία Μπόρακ και καμιά φορά Κις, στη Γερμανία πρώτα Γκέοργκ Ντέρφλερ, μετά Γκούσταβ Κλαρ. Είμαι από το Πετς ή αλλιώς Φύνφ-κίρχεν -- ουγγρικό έδαφος τώρα. Ο πατέρας μου ήταν απ' το Βελιγράδι και με λένε Πέτροβιτς, Μίλαν Πέτροβιτς... Για πες λοιπόν, τι κατάλαβες που έμαθες το πραγματικό μου όνομα;»

«Μπροστά σου στο τραπέζι, κάτω απ' τα χαρτιά, έχω ένα πακέτο τσιγάρα• βολέψου, βγάλε το καπέλο σου και το παλτό. Τι είναι αυτή η ουλή στο κεφάλι σου;»

«Είναι δυο ουλές, μια δίπλα στην άλλη. Η πρώτη μού έμεινε από ένα ατύχημα την ώρα της γυμναστικής στο σχολείο. Η άλλη από μια ανάκριση στο Κένιγκσμπεργκ. [...]

Ο Ντόινο έσυρε από κάτω απ' το κρεβάτι δύο βαλίτσες, έβαλε τη μία πάνω στην άλλη και κάθισε δίπλα του.

Είχε βγει πριν από εφτά μήνες από ένα στρατόπεδο στη Β. Σιβηρία. Ένας ετοιμοθάνατος, Ρώσος, που θα τον άφηναν, του έδωσε το όνομά του και μαζί και το δικαίωμα στην ελευθερία• χάρη σε πολύ ειδικές συγκυρίες της στιγμής, αλλά και στην αυταπάρνηση μερικών άλλων κρατουμένων, κατάφερε να το σκάσει. Για τη συνέχεια έπρεπε να φροντίσει μόνος του. Θα μπορούσε να μην τα κατάφερνε, ήταν τυχερό να τα καταφέρει. Πέρασε κρυφά τα σύνορα, του έριξαν δυο φορές, τον πέτυχαν μία, μετά κόλλησε για κάμποσες μέρες σ' ένα τεράστιο βάλτο, κόντεψε να πεθάνει απ' την πείνα, μα ξέφυγε κι από κει. Ο ίδιος κι οι σύντροφοι στο στρατόπεδο είχαν κατά νου το εξής σχέδιο: θα έφτανε στην Πράγα, θα πήγαινε να βρει τους ηγέτες των Τσέχων κομουνιστών και θα τους έλεγε: «Συμβαίνει αυτό κι αυτό, πιθανότατα δεν είχατε ιδέα, τώρα όμως ξέρετε. Κάνετε λοιπόν το διάβημά σας στους Ρώσους, απειλείστε τους, απαιτείστε να ελευθερώσουν άμεσα τις δεκάδες χιλιάδες συντρόφους που σαπίζουν στα στρατόπεδα της Σιβηρίας. Γιατί όλα μπορεί να τα καταπίνετε, όμως όχι αυτό. [...]

Κάπως έτσι τα είχαν φανταστεί. [...] Όμως οι Τσέχοι δεν θέλησαν να τον ακούσουν, τον είπαν και ψεύτη. Έφτιαξε λοιπόν έναν κατάλογο με πεντακόσια εξήντα τρία ονόματα που θυμόταν ακόμα από τα πάνω από εξακόσια που είχε αποστηθίσει: ονόματα συντρόφων, ανδρών και γυναικών, νέων ανθρώπων (ανάμεσά τους και τα παιδιά του Ζένεκε) που έλιωναν εκεί πιο γρήγορα κι απ' το Νταχάου. Τον είπαν προδότη, τον απείλησαν. Πήγε λοιπόν στην ηγεσία των μεταναστών του γερμανικού κόμματος. Στη συνέχεια κατόρθωσε να διαφύγει και να ΄ρθει στο Παρίσι, στο γαλλικό ΚΚ. Παντού τα ίδια. Και τι θα γίνει τώρα; Αν συναντάει παντού τοίχους, αν δεν καταφέρει τίποτα, τι θα σκεφτούν οι σύντροφοι εκεί, που τον έσωσαν; Μπορεί να υποθέσουν πως δεν τα κατάφερε, πως είναι νεκρός. Όμως αυτός, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είναι νεκρός. Ή θα σκεφτούν ότι όλες οι θυσίες που έκαναν για χάρη του πήγαν στο βρόντο (π.χ. η θυσία του Ρώσου ετοιμοθάνατου) και πως αυτός, ο Πέτροβιτς, τους ξέχασε. [...]

Ύστερα άλλαξε τόνο, βρήκε την αυτοκυριαρχία του, ακούμπησε ήρεμα τα χέρια του στα γόνατα και μόνο όταν δυνάμωνε ο ήχος της βροχής στο φεγγίτη της οροφής, τότε μόνο δυνάμωνε και τη φωνή του. Μίλησε για το κύμα των συλλήψεων, για το αδιαχώρητο στα κελιά, για τα κελιά στην απομόνωση, τις καταδίκες χωρίς δίκη, χωρίς υπεράσπιση, για τη μεταφορά στα ασφυκτικά γεμάτα βαγόνια του τρένου, την αδιέξοδη αναμέτρηση με τους εγκληματίες συγκρατούμενους, τη δίψα, την πείνα, τις ατέλειωτες πορείες, τα καψόνια, για το πρώτο και για το δεύτερο στρατόπεδο – πώς ταπείνωναν τους ανθρώπους, πώς τους άδειαζαν από κάθε συναίσθημα, κάθε αίσθηση, κι έφταναν πια να νιώθουν μόνο πείνα και κούραση• μια κούραση δραματική.

Οι άλλοι τρεις άκουγαν ασάλευτοι, όλοι στην ίδια στάση, καρτερικά υπομένοντας ένα βάρος ασύλληπτο που τους πλάκωνε αργά, σταθερά, με αμείωτη δύναμη. Ήξεραν πως ο άνθρωπος αυτός δεν λέει ψέματα. Ειδικά ο Ντόινο και ο Άλμπερτ το ήξεραν καλά, γιατί είχαν παρόμοιες εμπειρίες από γερμανικά στρατόπεδα• απλώς παρόμοιες – γιατί είχαν την ελπίδα με το μέρος τους. Ενώ αυτά που έλεγε ο Πέτροβιτς, αυτή η γυμνή από κάθε συναισθηματισμό αφήγηση δεν άφηνε χώρο για ελπίδα. Το ότι γλύτωσε από κει μέσα ήταν θαύμα, σωστό θαύμα• κι ύστερα τόσους μήνες να βολοδέρνει από δω κι από κει! Αυτοί οι τρεις ήταν οι πρώτοι που κάθισαν να τον ακούσουν πραγματικά, κι ήταν άνθρωποι χωρίς καμιά, μα καμιά εξουσία.

Η Γκάμπι ξύπνησε, τα μάτια της αναζήτησαν τον Ντόινο που καθόταν κι αυτός εκεί, σκυμμένος μπροστά, σαν να τον είχε αιφνιδιάσει ο ύπνος – ή ο θάνατος. Αχ, πότε θα ξημερώσει, σκέφτηκε• κι αποκοιμήθηκε πάλι.

Μια ακόμα φορά που άνοιξε τα μάτια της, οι τρεις στέκονταν ακόμα γύρω από τον ξένο, που μιλούσε ακόμα, καρφωμένος στην καρέκλα του κι αράδιαζε ονόματα στη σειρά, το ένα πίσω απ' τ' άλλο, με ελάχιστες διακοπές, όπου έλεγε κάτι σύντομα και ξανά ΄πιανε την απαγγελία των ονομάτων.

«Ντόινο, τι είναι αυτό; Τι είναι όλ' αυτά τα ονόματα;» του ψιθύρισε δυνατά.

Γύρισε βιαστικά προς το μέρος της. «Τίποτα, τίποτα• κοιμήσου εσύ!».

Είχε μια ανησυχαστική αίσθηση πως όλα ήταν εξωπραγματικά, κομμάτι ενός εφιαλτικού ονείρου. Τι γύρευε εδώ πέρα; Μα εδώ δεν ήταν πια στο Παρίσι, δεν ήταν καν στη Γαλλία, στην πατρίδα της• ήταν κάπου μακριά, πολύ μακριά. «Ντόινο!» η φωνή της ακούστηκε σαν ικεσία. Πλησίασε στο κρεβάτι, πήρε στα χέρια του το υγρό απ' τα δάκρυα πρόσωπό της. «Είδες κακό όνειρο», είπε• «κοιμήσου τώρα, κι όλα θα φτιάξουν». Της ακούμπησε το κεφάλι απαλά στο μαξιλάρι και τη σκέπασε ως το λαιμό. Πόσο θά ΄θελε ν' ακούει μόνο τη βροχή! Την πλάκωσε όμως πάλι η βροχή των ονομάτων, πιο πολύ, πιο δυνατά. Ξένα ονόματα. Ποτέ ως τότε δεν την είχε τραυματίσει τόσο ο ήχος μιας ανθρώπινης φωνής.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 3

Δεν ήταν ανάγκη ν' απαντάει, ούτε καν ν' ακούει. Αρκούσε να πετάει πότε πότε ένα καταφατικό «ναι, βέβαια» ή ένα «έτσι είναι, δεσποινίς μου». Την ώρα εκείνη η πελατεία είχε κόψει, ήταν όλοι ακόμα στο μεσημεριανό τραπέζι, μπορεί στον καφέ. Μόλις κατά τις τέσσερις ζωντάνευε πάλι η κίνηση. Έτσι το ότι η Μάρα έμεινε ώρα στο μαγαζί δεν της ήταν δυσάρεστο, της πωλήτριας. Η δικαιολογία ότι ήθελε να περιμένει, να κατασκοπεύσει μάλλον, τον σύζυγό της, να δει αν θα βγει από το απέναντι ξενοδοχείο μόνος ή συνοδεύοντας κάποια κυρία, ήταν υπέρ-αρκετή.

Η Μάρα κοιτούσε εναλλάξ τα δυο παράθυρα στον τέταρτο όροφο και την είσοδο του ξενοδοχείου. Είχε φανεί κάμποσες φορές, πρώτα με το πουκάμισο, την τελευταία φορά με το σακάκι. Τώρα έπρεπε λογικά να είναι στο ρεστοράν. Δεν τον είδε παρά μόνο όταν άκουσε τη ομιλητικότατη Αντέλ να της λέει επίμονα: «μαντάμ, να 'τος ο σύζυγός σας!». Γυρίζοντας το κεφάλι της τον είδε ξαφνικά δίπλα της, πολύ κοντά, ν' απλώνει το χέρι του σαν για ακουμπήσει το μπράτσο της.

«Φιλώ το χέρι σας, αξιότιμη κυρία!» είπε στα κροάτικα. «Επέλεξα την πίσω έξοδο του ξενοδοχείου κι έκανα τον γύρο του τετραγώνου, για να εξασφαλίσω την απόλαυση του αιφνιδιασμού».

Για πρώτη φορά έβλεπε τον Σλάβκο από κοντά. Το πρόσωπό του ήταν μεγάλο, πρησμένο, κόκκινο με έξυπνα μάτια, ερεθισμένα – πρέπει να 'ταν πιωμένος. «Θα ξανά ΄ρθουμε το βράδυ, δεσποινίς μου», είπε. «Βάλτε για μας μια ωραία αζαλέα στην άκρη!».

Έσπρωξε τη Μάρα απαλά προς την πόρτα, εκείνη θέλησε να ελευθερώσει το μπράτσο της, όμως ο Σλάβκο το κρατούσε σφιχτά. Την οδήγησε στο Δάσος της Βουλόνης, εκεί κοντά.

«Δεν το πιστεύω, αξιότιμη κυρία!» αναφώνησε όταν άνοιξε ξαφνικά, σαν από μόνη της, η τσάντα της• «κάνετε τη βόλτα σας μέσα στο Παρίσι παρέα μ' ένα περίστροφο! Πόσο θα πληγωνόντουσαν οι Γάλλοι συνάδελφοί μου, να ξέρατε... Βάλανε οι καημένοι τόσο πολύ τα δυνατά τους μόνο και μόνο για να μπορώ εγώ να απολαύσω με την άνεσή μου την ville lumière. Κι εμφανίζεται τώρα μια τόση δα κυρία μ' ένα γεμάτο ρεβόλβερ, μ' ένα ωραίο (παλιομοδίτικο, έστω) steyr, που δεν είναι καν απασφαλισμένο. Είμαι τυχερός που σας συνάντησα. Λοιπόν, παίρνω τις σφαίρες. Πω πω, μα τι καλή νοικοκυρά που είστε! Αγοράσατε, βλέπω, με το σωρό• εντάξει, δε λέω, η ντουζίνα έρχεται πιο οικονομικά. Ωραία• και τώρα κλείνουμε ήσυχα την τσάντα και ξεχνάμε τα πάντα. Δεν είχατε πάνω σας ρεβόλβερ, δεν με παρακολουθήσατε δυο μέρες, πρώτα στο φουαγιέ του ξενοδοχείου, μετά στο βιβλιοπωλείο, σήμερα νωρίς το πρωί στις εισόδους των κτιρίων με τους αριθμούς 18, 22 και 24 και τέλος στο ανθοπωλείο Αντέλ. Αυτά όλα τα ξεχνάμε• ό,τι έγινε, δεν έγινε. Ας καθίσουμε σ' αυτό το παγκάκι. Αν κοιτάξετε αριστερά, θα έχετε το πλεονέκτημα, αντί για το πρόσωπο του μπάτσου να θαυμάζετε το νησί με το καφενεδάκι για τους ερωτευμένους».

«Φύγετε αμέσως!» ξέσπασε η Μάρα. «Αλλιώς θα φωνάξω "βοήθεια"!».

Την ίδια κιόλας στιγμή πρόσεξε πως εκεί που τελείωνε η αλέα στέκονταν δυο μπράβοι• γύρισε το κεφάλι της δεξιά, ήταν άλλοι δύο.

«Εγώ», συνέχισε ο Σλάβκο, «δεν κουβαλούσα ποτέ επάνω μου ρεβόλβερ. Δεν θα είχα ποτέ εμπιστοσύνη σ' ένα ρεβόλβερ. Ούτε έχω σκοτώσει ποτέ μου κανέναν, δεν είναι του τύπου μου, ξέρετε. Μόνο κάτι ανόητοι μπορεί να γίνουν δολοφόνοι – παρντόν, οι παρόντες εξαιρούνται. Συνήθως επίσης μόνο κάτι βλάκες πέφτουν θύματα δολοφονίας. Για παράδειγμα ο Τσερένιτς, που σκοτώσατε εσείς τότε, ήταν ένας αποβλακωμένος και παλιάνθρωπος από πάνω. Γι' αυτό και δεν έκανα το παραμικρό για να διαλευκανθεί ο φόνος. Και το πώς μια αριστερόχειρ πετυχαίνει τέτοιο σημάδι (γιατί ρίξατε με το αριστερό, αξιότιμη κυρία, σας πήρε κάποιο μάτι) αυτό σας ανέβασε ακόμα περισσότερο στην εκτίμησή μου. Απ' την άλλη, ας λέω εγώ, δεν είναι μόνο οι βλάκες που τραβάνε τα βόλια. Ο μακαρίτης ο σύζυγός σας, για παράδειγμα, κάθε άλλο παρά τέτοια περίπτωση ήταν, βάζω την υπογραφή μου γι' αυτό, και μάλιστα σε υπηρεσιακό χαρτί – κι όμως τον σκότωσαν. Αν τον είχα συλλάβει εγώ, θα ζούσε ακόμα. Στη φυλακή βέβαια, με το συμπάθιο, αλλά θα είχε δικό του κελί, και βιβλία θα είχε να διαβάζει, κι εν πάση περιπτώσει θα ζούσε ο άνθρωπος. Αν τον είχα εγώ ούτε βασανιστήρια θα είχε περάσει. Γιατί να τον κακομεταχειριστώ άλλωστε; Εγώ θα σεβόμουνα και τον ίδιο και το πιθανό μέλλον του. Πρέπει πάντα να έχουμε το νου μας και στο μέλλον, λέω εγώ, διότι στους καιρούς μας συμβαίνουν πολλά: μπορεί να βγάλουν κάποιον απ' τη φυλακή και να τον πάνε κατ' ευθείαν να σχηματίσει κυβέρνηση• ή, έστω, να του δώσουν κανα υπουργείο – το Εσωτερικών παραδείγματος χάριν. Πιστέψτε με, αξιότιμη κυρία, το να είσαι στην πολιτική Αστυνομία είναι άσ' τα να πάνε... Δύσκολη δουλειά, σας διαβεβαιώ. Σκεφτείτε για παράδειγμα τον μεγάλο Χάινριχ Γιάγκοντα, συνάδελφό μου, άλλοτε υπουργό της Γκε Πε Ου. Νεκρός, καπούτ! Οι άρχοντες την σήμερον είναι αγνώμονες, δεν έχουν καλό χαρακτήρα. Ή, για παράδειγμα εσείς: Αν σας είχα επιτρέψει να στρέψετε το όπλο εναντίον μου, σκεφθήκατε καθόλου τι θα συνέβαινε – εννοώ στο δικαστήριο; Θα σας ρωτούσαν για τον άνδρα σας, θα αναγκαζόσασταν να πείτε πως τον εκτέλεσαν στη Μόσχα, και τότε θα σας έβαζαν τις φωνές: "Γιατί τα βάζετε μ' έναν αγαθό Γιουγκοσλάβο βασιλικό υπάλληλο; Αν θέλετε και καλά να ξεφορτωθείτε τις σφαίρες σας, γιατί δεν πάτε να ρίξετε σ' αυτούς τους κυρίους στη Μόσχα που σας σκότωσαν το σύζυγο;"». Γέλασε. «Προφανώς δεν ξέρετε γιατί γελάω – θυμήθηκα ένα αστείο. Άντε, να σας το πω. Ένας έψαχνε να βρει το χαρτοφύλακά του στην πλατεία Γιέλαζιτς. Κάποιοι τον βόηθησαν στο ψάξιμο κι αφού μετά από ώρα δεν είχαν βρει τίποτα, του λένε: "μα είστε βέβαιος πως τον χάσατε εδώ;" – 'Όχι", απάντησε εκείνος. "τον έχασα στο δασάκι πίσω από το Τουσκάνατς. Ψάχνω όμως εδώ, γιατί έχει καλύτερο φως!" Πώς σας φαίνεται; Χάνει κάτι μες στο σκοτεινό το δάσος και το γυρεύει μετά στην πόλη. Σκότωσαν τον άνδρα σας στη Μόσχα, κι έρχεστε τώρα εσείς στο Παρίσι να σκοτώσετε εμένα, τον συμπατριώτη σας».

«Αφήστε με ήσυχη σας λέω, φύγετε, τώρα αμέσως!»

«Έχετε δίκιο, αξιότιμη κυρία• χάνω άλλωστε κι εγώ τον καιρό μου... . Τέλος πάντων, για πείτε μου, πριν χωρίσουμε, τι λόγο έχετε να μη μ' αφήσετε να ζήσω λιγάκι ακόμα; Το ότι δεν ενεργείτε για λογαριασμό του Κόμματος είναι βέβαιο• πρώτον διότι σας διέγραψαν πριν από οχτώ μέρες (πράγμα που ίσως δεν γνωρίζετε, επιτρέψτε μου λοιπόν να έχω την τιμή και την ευχαρίστηση να σας το ανακοινώσω πρώτος εγώ) και δεύτερον το Κόμμα είναι κάθετα αντίθετο σε τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, δόξα τω Θεώ! Τι θέλετε, λοιπόν; Έχετε μήπως υπόψη σας πόσους κομουνιστές φυλακίσαμε ή, έστω, σκοτώσαμε εμείς και πόσους στη χώρα του παγκόσμιου προλεταριάτου; Για κάντε το λογαριασμό! Δε λέω, οι περιπτώσεις του Αντρέι Μπότσεκ και του Χρβόγιε Μπράνκοβιτς ήταν ατυχείς, καθότι στενοί σας φίλοι. Αλλά για σκεφτείτε το κι αλλιώς: τώρα αυτοί χάρη σε μένα είναι νεκροί ήρωες του κινήματος. Αν είχαν ζήσει τότε, θα τους σκότωναν μαζί με τον σύζυγό σας στη Μόσχα και θα είχε κανείς την ευκαιρία να διαβάσει στο κεντρικό όργανο του Κόμματος πως ήταν αποβράσματα της κοινωνίας, πως ξεπουλήθηκαν, ψυχή και σώμα, σε μένα που πλήττω τώρα δα αφόρητα εδώ μαζί σας. Θα σας πω, επιτρέψτε μου, και κάτι ακόμα, ως συμπατριώτης σας: Από τότε που οι Ουστάσι δολοφόνησαν τον πρίγκιπα Αλέξανδρο στη Μασσαλία, οι Γάλλοι συνάδελφοί μου έχουν γίνει πολύ ευαίσθητοι. Εγώ καλού κακού δεν αρκέστηκα στη γαλλική ευαισθησία κι έφερα μαζί μου καμπόσους παλατίνους μου• πρόκειται, όπως ίσως θα ξέρετε, για νεαρούς πολύ καλλιεργημένους, οι οποίοι ομιλούν τη γαλλική κι έχουν τρόπους, όσο και οι εραστές που συντηρούν οι γηραιές χήρες βιομηχάνων. Ορίστε, κοιτάξτε κει, θα δείτε δυο απ' αυτούς, έναν δεξιά άλλον αριστερά, μαζί με έναν Γάλλο συνάδελφο καθένας. Αυτοί οι δυο λοιπόν θα σας συνοδέψουν τώρα στο ξενοδοχείο σας, και θα ρίξουν μια ματιά στο δωμάτιό σας. Ο ένας θα μείνει μαζί σας – όχι για πολύ. Όπως βλέπετε, σας φέρομαι με το γάντι, με βελούδινο γάντι, διότι δεν ξεχνώ ότι ο θείος μου ο Πέταρ είχε κάποτε την τιμή να τον πετσοκόψει με το σπαθί του ο παππούς σας μια μέρα (από τις πολλές) που είχε τις κακιές του, καθώς επίσης και ότι ο εκ μητρός παππούς μου είχε υπηρετήσει στον παππού-θείο σας ο οποίος, αν κάτι δεν του άρεσε, τον μαστίγωνε αλύπητα, σαν γνήσιος στρατιωτικός που ήταν. Ασπάζομαι την χείρα σας, αξιότιμη κυρία, και να θυμάστε: κάτι που χάσατε στο δάσος, μην το γυρεύετε ποτέ στην πόλη».

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.