fbpx

ΜΑΚΗΣ ΤΣΙΤΑΣ

ΜΑΚΗΣ ΤΣΙΤΑΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ Ο ΘΕΟΣ εκδόσεις Κίχλη Tsitas Makis kichliΠροδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ Ο ΘΕΟΣ, που θα κυκλοφορήσει τέλη Ιουλίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Yπαρχουν τεσσαρων ειδων αφεντικα: οἱ πετυχημένοι, οἱ χρεωμένοι, τὰ καθίκια καὶ οἱ τρελοί. Ἐγὼ ἔπεσα στὸ τέταρτο.

Πολλὲς φορὲς μοῦ μίλαγε καὶ σκεφτόμουνα ὅτι δὲν ἤξερε ἂν εἶχε ἀπέναντί του ἐμένα ἢ κάποιον ποὺ μοῦ ἔμοιαζε. Δηλαδὴ ἂν ἤμουνα ὁ Χρυσοβαλάντης —ὁ ὑπάλληλος καὶ φίλος— ἢ ὁ δίδυμος ἀδερφός μου. Μόνο ποὺ δὲν ἔχω δίδυμο ἀδερφό, δύο ἀδερφὲς ἔχω.

Ἔτσι καὶ τύχαινε νὰ συναντηθοῦμε στὴν εἴσοδο τῆς ἑταιρείας, μοῦ ἔλεγε «τρέχα νὰ μὲ προλάβεις!» κι ὁρμοῦσε στὸ ἀσανσέρ, κι ὅπως ἀνέβαινε μοῦ φώναζε «μὴν κλέβεις!» καὶ μ’ ἔβαζε ν’ ἀνεβαίνω τρέχοντας ὀχτὼ ὀρόφους, μετρώντας δυνατὰ τὰ ἑκατὸν σαράντα τέσσερα σκαλιά, καὶ οὔρλιαζε μέσα ἀπ’ τὸ ἀσανσέρ: «Πιὸ δυνατά, ρὲ χοντρέ! Δὲν ἔχεις ψυχὴ μέσα σου;».

Ἡ ἑταιρεία του ἔκλεισε τέλη τοῦ ’80 κι ἔμεινα ἄνεργος στὰ καλὰ καθούμενα. Δούλευα κοντά του ἕντεκα χρόνια, ἀλλὰ δυστυχῶς πιάστηκα ἀπροετοίμαστος, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι συνάδελφοί μου ἔκαναν ἐργασιακὸ μάρκετινγκ γιὰ μῆνες καὶ πῆγαν σὲ ἄλλα ἀτελιὲ γραφικῶν τεχνῶν ἀμέσως. Ἔβλεπα βέβαια ὅτι βούλιαζε τὸ καράβι, ὅτι τὸ πράγμα πήγαινε ἀπ’ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, ὅτι δὲν ὑπῆρχε πλέον μέλλον, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ τὸ πιστέψω. Γιατὶ εἶχα φάει τὸ παραμύθι τοῦ Ἐξαποδῶ: «Καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ φύγουν, ἐσὺ δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μείνεις χωρὶς δουλειά». Ἔτσι τὴν πάτησα.

Εἶδα τὸν ἑαυτό μου νὰ παλεύει μὲ τὸν ἑαυτό μου στὴ λάσπη. Ἔβριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν πνίξει. Ταυτοχρόνως ἔψαλλαν μὲ κατάνυξη τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς.

Ὕστερα οἱ δύο γίνανε ἕνας ἄλλος Χρυσοβαλάντης, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ψυχοβαλάντη, καὶ φώναξε τρὶς «μὲ πνίγει αὐτὸς ὁ ἄνεμος». Ἀπὸ κάπου ἀπροσδιόριστα ἀκουγόταν μιὰ ἄρια ἀπὸ τὴν Τόσκα.

Περίεργο ὄνειρο.

 

Δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ τὸν ἑαυτό μου ζητιάνο ἢ παιδὶ τῶν φαναριῶν. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τοὺς γονεῖς μου μπορῶ νὰ τοὺς φανταστῶ νὰ πέφτουν θύματα ἐκμετάλλευσης ἀπὸ τρίτους, καὶ εἰδικὰ ἀπὸ μιὰ μέλλουσα νύφη.

Ὁ πατέρας μου τώρα εἶναι ὀγδόντα ἕξι ἐτῶν, ἀπόστρατος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος τῆς οἰκογένειας, τῆς μελέτης καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἥσυχη ζωή. Πάντα μὲ φρόντιζε, μοῦ δάνειζε καὶ μὲ ἐξυπηρετοῦσε.

Μοῦ ἔλεγε «πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε!» ἀλλὰ ἐγὼ ἤμουνα τέντζερης ξεγάνωτος χωρὶς καπάκι κι ὅ,τι ἤθελε ἔμπαινε μέσα. Αὐστηρὸς ὁ πατέρας μου, ἀλλὰ καὶ ὑποχωρητικός. Δηλαδή, ὅταν ἐγὼ πίεζα, αὐτὸς ἔκανε πίσω. Ναί.

«Μπαμπά, θὰ πάω στὸ Λονδίνο, δῶσε μου ἑκατὸ χιλιάδες». Μοῦ τὶς ἔδωσε.

«Μπαμπά, ἔχω ἕνα μικρὸ χρέος στὴν τράπεζα». Τὸ ξόφλησε ἀμέσως.

«Μπαμπά, ἔχω πρόβλημα, μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις μιὰ ἐξυπηρέτηση;» Ἔτρεξε.

«Μπαμπά, πρέπει νὰ κάνω εἰσαγωγὴ στὸ νοσοκομεῖο». Μὲ βοήθησε.

Δὲ μοῦ εἶχε πεῖ σὲ κανένα θέμα «ὄχι». Τώρα ποὺ τὸ φιλοσοφῶ, ἦταν ἕνα σκυλὶ ποὺ γάβγιζε μὰ δὲ δάγκωνε — ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα καταλάβει. Τὸν σέβομαι καὶ τὸν ἐκτιμῶ. Μέχρι τὰ εἴκοσί μου τὸν φοβόμουν πολύ. Μετὰ ἁπλῶς τὸν σεβόμουν, γιατὶ πέρασε πάρα πολλά. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μὲ πείρα στὴ ζωή. Ἕνας πατέρας δὲ θέλει ποτὲ τὸ κακὸ τοῦ παιδιοῦ του. Χαιρόταν ποὺ εἶχα πάντα σχέσεις μὲ μοναστήρια καὶ ἐκκλησίες, εἶναι κι αὐτὸς θεοσεβούμενος ἄνθρωπος. Ὅλη ἡ οἰκογένεια ἔτσι εἴμαστε.

Ὅταν στὰ δεκαοχτώ μου πέρασα στὴ σχολὴ ὑπαξιωματικῶν στὰ Τρίκαλα, μοῦ εἶπε «μπράβο», ἀλλὰ κι ὅταν τὰ παράτησα κι ἔφυγα, γιατὶ δὲν ἄντεχα ἄλλο, δὲ μοῦ ἔφερε καμία ἀντίρρηση.

Δὲ μοῦ ἔκοψε ποτὲ τὸ δρόμο. Ναί.

Ἴσως, σκέφτομαι, γι’ αὐτὸ δὲν ἔχω φύγει ἀκόμη ἀπὸ τὸ σπίτι, παρόλο ποὺ πενηντάρισα. Ἐπειδὴ αἰσθάνομαι ἀσφάλεια καὶ θαλπωρή.

 

Τηλεφώνησα σὲ μιὰ παλιὰ συνάδελφο γιὰ νὰ τῆς πῶ «χρόνια πολλὰ» καὶ νὰ τῆς ζητήσω καὶ καμιὰ συνεργασία κι αὐτὴ μοῦ τό ’κλεισε λέγοντας: «Χρυσοβαλάντη, μὲ πέτυχες στὴν πόρτα, τὰ λέμε ἄλλη φορά».

Βλέπεις, ἡ κυρία δὲ μὲ ἔχει πιὰ ἀνάγκη, εἶναι βολεμένη στὸν «Ἀθήνα 2004» καὶ παίρνει δύο χιλιάδες εὐρὼ τὸ μήνα σὺν τὰ μπόνους, ἀλλὰ θὰ τελειώσει κάποια στιγμὴ τὸ πανηγύρι καὶ τότε νὰ δοῦμε...

Πολλοί, ἄλλωστε, παλιοί μου συνάδελφοι ποὺ εὐεργετήθηκαν πολλαπλῶς ἀπὸ μένα, τώρα ποὺ τοὺς ζήτησα βοήθεια, μοῦ φέρθηκαν κυνικά. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιοι ἐπιχειρηματίες μὲ μικρὲς ἑταιρεῖες, ποὺ ὅταν ἤμουν στὸν Ἐξαποδῶ μὲ εἶχαν στὰ ὄπα ὄπα γιὰ νὰ τοὺς πηγαίνω δουλειὲς καὶ τώρα ποὺ τοὺς κόψαμε τὴ σαντιγὶ κάνουν πὼς δὲ μὲ γνωρίζουν. Δὲν πειράζει, ἔχει ὁ Θεός. Ἂς εἶναι ὅλοι τους καλά. Αὐτὸ εἶναι εὐλογία ἀπὸ τὸ γέροντά μου, νὰ λέω «ἔχει ὁ Θεὸς» καὶ νὰ λέω ἀκόμα καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀδίκησαν «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ ἔχω καθαρὴ συνείδηση. Ὅσο μπορῶ τὸν ἀκούω τὸ γέροντά μου. Μοῦ ἔχει πεῖ τί πρέπει νὰ κάνω στὴ ζωή μου, πῶς νὰ τὴν κοντρολάρω γιὰ νὰ μὴν καταλήξω στὸ τρελάδικο.

 

Ὅταν κάποιος ἔχει πτωχεύσει, κοιτάει πῶς νὰ τὴ βγάλει χωρὶς λεφτά. Θέλει νὰ πιεῖ κάπου ἕναν καφὲ δωρεάν. Θέλει νὰ καθίσει κάπου καὶ νὰ μιλήσει. Ἔχω κάνει μεγάλη ἔρευνα ἐπὶ τῆς ἀφραγκίας.

Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο κάθε Κυριακὴ πρωί, μετὰ τὴ λειτουργία στὴν Ἁγία Εἰρήνη, στὴν Αἰόλου, περνάω ἀπὸ τὴν Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία, ὅπου προσφέρουν καφέ. Κι ἂν μάλιστα μπεῖς μέσα καὶ παρακολουθήσεις τὴ λειτουργία τους, σοῦ κάνουν δῶρο κι ἕνα θρησκευτικὸ βιβλίο. Στὰ ἀγγλικὰ βέβαια. (Μπορεῖ νὰ μὴ μιλάω τὴ γλώσσα, ἀλλὰ κανένα βιβλίο δὲν πάει στράφι μαζί μου.)

Προσπαθῶ νὰ τὴ βγάλω λάθρα. Ναί.

 

Ἡ μητέρα μου εἶναι ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, μιὰ γυναίκα καθαρὰ οἰκογενειακή, ὑπηρεσιακή — ὁ φύλακας τοῦ σπιτιοῦ. Ἀλλὰ τρομαγμένη. Τὴ θυμᾶμαι νὰ στέκεται ὄρθια πίσω ἀπ’ τὴν πλάτη τοῦ πατέρα μόλις τοῦ ἔβαζε τὸ πιάτο στὸ τραπέζι ἢ νὰ γελάει μὲ τὴν ψυχή της ὁλομόναχη, κρυφά, μισοχωμένη στὴν ντουλάπα τὴν ὥρα ποὺ κρεμοῦσε τὰ σιδερωμένα του πουκάμισα. Τὴν κοιτοῦσα φοβισμένος καὶ σκεφτόμουν «πάει, τρελάθηκε ἡ μαμά».

Ἡ ἀδερφή μου ἡ μεγάλη εἶναι καθηγήτρια θεολόγος. Κοπέλα τῆς μελέτης. Αὐστηρὴ καὶ σεμνή. Ξεχώρισε ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ σόγια. Ἐξαιρετικὰ φιλομαθής. Ἔχει δύο πτυχία καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ξεκίνησε νὰ κάνει καὶ διδακτορικὸ στὰ πενήντα της· οὔτε νοιάζεται ποὺ ἔχει φάει ἤδη τέσσερα χρόνια κι ἀκόμα τὸ γράφει. Θὰ τὴν τρελάνει αὐτὸς ὁ Πλωτίνος. Προσωπικὴ ζωὴ μηδέν. Δυστυχῶς.

Ἡ μικρή μου ἀδερφὴ εἶναι ὁ Χρυσοβαλάντης στὸ θηλυκό του. (Μιλάω γιὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα μου κι ὄχι γι᾿ αὐτὰ ποὺ μὲ ὁδήγησαν στὴν ἀσωτία καὶ στὴν παραστράτηση.) Τώρα πιὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ σπίτι. Δὲν ὑπάρχουν σοβαρὲς δουλειὲς γιὰ μιὰ κοπέλα φιλάσθενη στὰ σαράντα τέσσερά της. Νὰ πάει νὰ κάνει τὴν πωλήτρια; Θὰ τῆς ζητήσει ὁ ἄλλος νὰ βγοῦν τὸ βράδυ γιὰ καφέ. Στὸ Δημόσιο ποὺ πῆγε νὰ τὴ βάλει ὁ πατέρας μας τὰ καλὰ τὰ χρόνια, ἐκείνη ἀρνήθηκε. Εὐτυχῶς ποὺ εἶναι ὀλιγαρκής.

Ὁ ὑποφαινόμενος εἶναι «κλάψε με, μάνα, κλάψε με». Ἡ ζωή μου ἁπλωμένη πάνω σ’ ἕνα ἀπέραντο χωράφι γεμάτο κόκκινες καυτερὲς πιπεριές. Ὅταν πέφτω (πάντα μὲ τὰ μοῦτρα), ζεματίζομαι. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή μου. Μονίμως προσγειώνομαι μέσα στὶς παγίδες, μέσα σὲ ἐκτάσεις μὲ ἀγκάθια καὶ τσουκνίδες, καὶ ξεχνάω ὅτι εἶμαι ξυπόλυτος. Πάντα ξεχνάω νὰ φορέσω παπούτσια. Οὔτε κὰν παντόφλες, ἐνῶ ξέρω ἐκ τῶν προτέρων ποῦ πηγαίνω. Δυστυχῶς αὐτὸς εἶμαι.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.