fbpx
«Όρνιθες»

«Όρνιθες» του Αριστοφάνη

μετάφραση: Ελένη Χωρεάνθη

 

Χορικό
(Στ. 675-800)

Έποψ: Αγαπημένη, γλυκόφωνη,
πολυαγαπημένο πουλί μου,
ομόγνωμή μου στα μοιρολόγια μας όλα,
γλυκολαλούσα συντρόφισσα,
ήρθες, ήρθες και φάνηκες
τη γλυκιά σου λαλιά φέρνοντάς μου.

Λοιπόν, κρούοντας τον γλυκόηχο αυλό σου,
μ' ανοιξιάτικους ήχους αρχίζοντας,
τους αναπαίστους σου τόνισε.

Πρόκνη: Άντε, επιτέλους, άνθρωποι, που ζείτε
στα μαύρα σκοτάδια, και δεν εννοείτε
με των φύλλων τη γενιά όμοιοι πως είστε,
δειλοί, χωμάτινα πλάσματα,
σκιώδη, κούφια φαντάσματα,
άφτεροι, εφήμεροι, ταλαίπωροι, ανήμεροι,
σκιές είστε ονείρων ολιγοήμεροι...
Παραδεχτείτε εμάς τα αθάνατα, που ζούμε αιωνίως,
τα αιθέρια, τ' αγέραστα,
που μόνο για τ' άφθαρτα εμείς γνοιαζόμαστε,
και ν' αποφασίζουμε συχνά μαζευόμαστε,
να σας πούμε σωστά για όσα απορείτε
και να τα φτάσετε ποτέ δεν μπορείτε,
και για τη φύση να μάθετε των πουλιών,
και για τη γέννηση των τρομερών,
του Ερέβους τη γέννηση και του Χάους να μάθετε
σωστά, και μύθους ανόητους να μην πλάθετε...
Και πέστε εκ μέρους μου σ' εκείνο τον Πρόδικο
του λοιπού χόρτα να πάει να μαζεύει...
Το Χάος, η Νύχτα και το μαύρο το Έρεβος
πριν από όλα υπήρχαν κι ο ατέρμονας Τάρταρος•
Ούτε γη ούτε αέρας ούτε ουρανός πρώτα υπήρχε.
Και στου Ερέβους τους τεράστιους κόρφους
γέννησε άγαμη η μαυροφτέρουγη Νύχτα ένα αυγό.
Κι όταν ήρθε ο καιρός του απ' αυτό
ο ποθητός βλάστησε ο Έρωτας
με φτερούγες ολόχρυσες να λάμπουν στους ώμους
βγήκε σαν στρόβιλος στου κόσμου τους δρόμους.
Κι ολονύχτιος σμίγοντας μεθυσμένος
με το φτερωτό, απέραντο Χάος στον απέραντο Τάρταρο
των πουλιών των αθάνατων το δικό μας το γένος επώασε,
και φανέρωσε πρώτο στο φως!
Πρωτύτερα γένος δεν υπήρχε αθανάτων,
πριν ο Έρωτας συνενώσει και σμίξει τα πάντα...
Και καθώς έσμιγαν άλλα με άλλα
έγινε ο ουρανός, ο ωκεανός και η γη
κι όλων των θεών το άφθαρτο γένος.
Να που οι πλέον παλιότεροι από όλους
τους αθανάτους είμαστε εμείς τα πουλιά!
Πως είμαστε απ' το γένος του Έρωτα
άπειρες αποδείξεις υπάρχουν:
Με φτερά σαν εκείνον βεβαίως πετάμε
και συζούμε με όσους πολύ αγαπάμε.
Και πάμπολλοι νέοι, ωραίοι επίορκοι έγιναν
χάρη στη δική μας τη δύναμη κι ερωτεύτηκαν,
όταν ο ένας ορτύκι προσέφερε, πορφυρίωνα ο άλλος,
άλλος μια χήνα, πετεινάρι ο επόμενος.
Κι ό,τι έχουν και δεν έχουν οι άνθρωποι
κατά κύριο λόγο σ' εμάς τα πουλιά το οφείλουν.
Εμείς πρώτα απ' όλα τις εποχές προμηνάμε:
την άνοιξη, το φθινόπωρο και τον χειμώνα,
πότε να σπείρουνε τους κράζει το πουλί ο γερανός
σαν για τη Λιβύη κινάει των πουλιών αρχηγός.
Και στον θαλασσοπόρο τότε μηνάει
το πηδάλιο πια να κρεμάσει
και στο σπιτάκι του να πάει να πλαγιάσει,
και στον αλήτη, τον Ορέστη,
μηνάει χλαίνη χοντρή να πάει
να υφάνει την κορμάρα του για να ζεστάνει,
για να μην πουντιάζει, να μην παγώνει
και τους άλλους να μην ξεγυμνώνει.
Και την άλλη του έαρος εποχή μηνάν τα γεράκια
πως ήρθε η ώρα να κουρέψουν τ' αρνάκια.
Το χελιδόνι τούς μηνάει πως πρέπει
το χοντρό πια να πουλήσουν παλτό
και να πάνε να πάρουν κάτι πιο ελαφρό.
Είμαστε Άμμων, Δελφοί και Δωδώνη
και Φοίβος Απόλλων για σας. Κι ευοδώνει
κάθε σας πόθος τον οιωνό αν ρωτήσετε
πρώτα, κι έπειτα στρέφεστε σε ό,τι αρχινίσετε:
μεροκάματο, εμπόριο, όποια δουλειά
θελήσετε, μα... και καμιά παντρειά!
Και θεωρείτε οιωνούς όσα πουλιά
για κάποια ιδιότητα μαγική ξεχωρίζουν
και κάτι που ακούγεται λογιέται οιωνός.
Εσείς και το φτάρνισμα οιωνό θεωρείτε,
οιωνό μια συνάντηση, μια κραυγή οιωνό,
οιωνό κ' έναν δούλο, οιωνό κι έναν γάιδαρο!
Άρα, σαφώς, δεν είμαστε εμείς τα πουλιά
για σας τους ανθρώπους μάντης Απόλλωνας;

Λοιπόν, αν εμάς για θεούς σας πιστέψετε,
θα μπορείτε μάντισσες Μούσες να έχετε
τις αύρες, την άνοιξη, τον χειμώνα, το θέρος,
το ήπιο φθινόπωρο. Και δε θα το σκάμε
να καθόμαστε πάνω κομπάζοντας
μέσα στα σύννεφα όπως κάνει ο Δίας.
Αλλά πάντα παρόντες σ' εσάς θα σκορπάμε
στους ίδιους, στα παιδιά και στα εγγόνια σας,
πλούτο και υγεία, ζωή ατελεύτητη, ειρήνη,
αιώνια νεότητα, γέλια, χορούς, ξεφαντώματα
και του «του πουλιού το γάλα» θα έχετε
κι απ' τα πολλά τ' αγαθά θα μπουχτίσετε.
Τόσο πολύ θα πλουτίσετε οι πάντες!

Έποψ: Μούσα του δάσους, τιοτιοτιοτιοτιοτίγξ,
γλυκόφωνη, που μαζί σου κι εγώ
στις κοιλάδες και στις κορφές των βουνών
τιοτιοτιοτίγξ
σε φουντωτή σμιλακιά καθισμένος
τιοτιοτιοτίγξ,
απ' το γλυκό το λαρύγγι μου ύμνους
ιερούς στον Πάνα ταιριάζω
και χορούς στη βουνίσια Μητέρα,
τοτοτοτοτοτοτοτοτοτίγξ,
εκεί που σαν μέλισσα
ο Φρύνιχος θεϊκών ασμάτων ήχους συνέλεγε
πάντα γλυκιά μελωδία συνθέτοντας,
τιοτιοτιοτίγξ.

Πρόκνη: Αν κανείς από σας, άνθρωποί μου, θέλει
στο εξής να περνάει τον καιρό του
ζώντας ωραία, ας έρθει σ' εμάς.
Γιατί ό,τι στην πόλη σας κακό θεωρείται
και δε σας το επιτρέπει ο νόμος,
όλα αυτά εδώ σ' εμάς τα πουλιά είναι ωραία.
Αν, σύμφωνα με τον νόμο εκεί σ' εσάς
είναι ανήθικο τον πατέρα σου να χτυπάς,
αυτό σ' εμάς δεν ισχύει, και καλό θεωρείται,
αν κάποιος τον πατέρα ορμώντας χτυπάει
του πει: «δείξε τα νύχια σου, αν σου βαστάει!»
Κι αν κάποιος από σας δραπέτης τυχαίνει
στιγματισμένος να είναι, αυτός σ' εμάς
πλουμιστή περδικούλα θα λέγεται.
Κι αν τυχαίνει να είναι ένας Φρύγας
χειρότερος κι απ' τον Σπίνθαρο ακόμα,
πουλί φρυγίλος αυτός σ' εμάς θε να είναι,
της γενιάς του Φιλήμονα, βέβαια!
Κι αν είναι δούλος κι από την Καρία
σαν τον ξερόλα Εξηκεστίδη, μπορεί να καυχιέται
πως σ' εμάς θα βρεθούνε παππούδες και σόγια...
Κι αν του Πεισία ο γιος τις πύλες στους άτιμους
θέλει να δείξει, πέρδικα ας γίνει, του πατέρα πουλάκι,
αφού κοντά μας αισχρό καθόλου δεν είναι
να μεταλλαχθείς, περδικούλα να γίνεις!

Με τέτοια κι οι κύκνοι,
τιοτιοτιοτιοτιοτίγξ,
τις λαλιές τους ενώνοντας
και τις φτερούγες πλαντάζοντας
τον Απόλλωνα υμνούσαν
τιοτιοτιοτίγξ,
στου ποταμού Έβρου καθισμένοι τις όχθες,
τιοτιοτιοτίγξ,
και η μελωδία το αιθέριο διαπέρασε σύννεφο,
και λουφάξαν οι φυλές διαφόρων θηρίων,
και το κύμα γαλήνεψε η απάνεμη αιθρία,
τιοτιοτιοτιοτιοτιοτιοτιοτιοτίγξ,
κι αντιλάλησε ως πέρα ο Όλυμπος,
και θάμβος τους θεούς μέγα κατέλαβε,
και οι Ολυμπιάδες οι Μούσες και οι Χάριτες
τη μελωδία συμπλήρωσαν,
τιοτιοτιοτιοτίγξ!

Πρόκνη: Δεν υπάρχει τίποτ' ανώτερο και γλυκύτερο
από το να σου φυτρώσουν φτερούγες.
Αν από σας κάποιος που θα είχε φτερούγες,
τον έπιανε ύστερα πείνα και τα χορικά
των τραγωδιών τα βαριόταν,
πετώντας θα μπορούσε στο σπίτι να πάει και να φάει,
και μόλις χορτάσει πετάει αμέσως και πάλι σ' εμάς!
Κι αν κανείς από σας, σαν τον Πατροκλείδη
τύχει και τον πιάσει η κοιλιά του,
απάνω του δε θα τα κάνει, μα θα πετάξει,
πιο κει κι αφού ξαλαφρώσει και πάρει ανάσα,
ξαναφτάνει πετώντας εδώ,
κι αν κάποιος από σας κατά τύχη έχει σχέση
με άλλου άντρα τη σύζυγο,
και δει τον άντρα εκεινής στη βουλή καθισμένο,
αυτός πάλι φτεροκοπώντας από ανάμεσά σας το σκάει,
πάει και τα βρίσκουν
κι από κει πετάει στο λεπτό...
Δεν αξίζει, λοιπόν, φτερωτοί πια να γίνετε;
Όπως ο Διειτρέφης, σαφώς, που στα λαγήνια του
έκανε σαν φτερά τα χερούλια, γενάρχης προέκυψε,
κι ύστερα ίππαρχος, κι από το μηδέν ξεκινώντας
πλούτισε κι είναι τώρα ιππαλεκρυών εκλαμπρότατος!

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.