fbpx
Βάτραχοι (Δύο αποσπάσματα)

Βάτραχοι (Δύο αποσπάσματα)

μετάφραση-εισαγωγή: Ελένη Χωρεάνθη

 

Είχε περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που μεσουρανούσαν στο «κλεινόν άστυ» οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές, Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, και ο μέγας κωμικός ποιητής Αριστοφάνης. Οι διάδοχοί τους ήταν σχεδόν ανάξιοι στιχοπλόκοι.

Ο Διόνυσος, ο αγαπημένος γιος του Δία και της ερωμένης του πανέμορφης θνητής Σεμέλης, θεός του αμπελιού και του κρασιού, θέλοντας μια μέρα να συναντήσει κάποιον ποιητή, γύρισε όλη την Αθήνα ψάχνοντας μα δε βρήκε πουθενά ούτε έναν ποιητή της προκοπής. Οι μεγάλοι εκείνοι ποιητές είχαν προ πολλού εγκαταλείψει την ξακουστή Αθήνα και τον Απάνω Κόσμο και βρίσκονταν στον Κάτω Κόσμο.

Απογοητευμένος, αποφάσισε να κατεβεί στον Άδη και να αναζητήσει εκεί αυτόν που γύρευε. Φόρεσε το αγαπημένο του κίτρινο φόρεμα, τα ψηλοτάκουνα παπούτσια που συνήθιζε, χτένισε τις υπέροχες χρυσαφένιες μπούκλες των μεταξένιων του μαλλιών, στολίστηκε κι αρωματίστηκε. Ύστερα έριξε πάνω από το φόρεμα μια λεοντή, πήρε κι ένα ρόπαλο για να μοιάζει στον ήρωα Ηρακλή, φώναξε τον πιστό του δούλο, ονόματι Ξανθία, του φόρτωσε στους ώμους δυο μπόγους με τα συμπράγκαλα για τον δρόμο, έβαλε τον δούλο καβάλα στον γάιδαρο φορτωμένο τις αποσκευές του ταξιδιού για να μη σηκώνει ο δούλος μόνος του το βάρος και ξεκίνησαν. Αλλά πρώτα πέρασε από τον Ηρακλή και να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει για να μην περιπλανιέται άσκοπα.

Έτσι και έγινε. Έφτασαν στο σπίτι του Ηρακλή και του χτύπησαν την πόρτα. Βγήκε ο ήρωας και ρώτησε τον Διόνυσο να μάθει τι ήθελε κι εκείνος, ύστερα από τις «φιλοφρονήσεις», του αποκάλυψε τον λόγο της επίσκεψής του και τον σκοπό του ταξιδιού στον Κάτω Κόσμο. Και ο Ηρακλής τον κατατόπισε.

Απόσπασμα Α΄

(Ηρακλής, Διόνυσος, Ξανθίας)

(Το απόσπασμα, στ. 71-105, αναφέρεται στα διαμειφθέντα σ’ εκείνη τη συνάντηση.)

Διόνυσος: Ψάχνω για ποιητή δεξιοτέχνη.

Γιατί οι καλοί έχουν εκλείψει, κι οι ζωντανοί είναι άχρηστοι.

Ηρακλής: Πώς; Τι, δε ζει ο Ιοφών*;

Διόνυσος: Ναι, βέβαια, αυτό είναι το μοναδικό καλό

που έχει απομείνει, αν στ’ αλήθεια ζει ακόμα,

γιατί δεν έχω σαφή γνώση ούτε και γι’ αυτουνού το ποιόν...

Ηρακλής: Έπειτα, αν έχεις σκοπό να επαναφέρεις κάποιον από κει στη ζωή,

δεν ανεβάζεις τον Σοφοκλή που είναι ανώτερος από τον Ευριπίδη;

Διόνυσος: Όχι βέβαια προτού, παίρνοντας μοναχό τον Ιοφώντα,

χωρίς τον Σοφοκλή, δοκιμάσω τι ακριβώς κάνει αυτός.

Εξάλλου, ο μεν Ευριπίδης όντας πανούργος,

θα επιχειρούσε ν’ αποδράσει από δω μαζί μου,

ενώ ο άλλος κι εδώ καλόβολος, κι εκεί καλόβολος.

Ηρακλής: Και πού βρίσκεται ο Αγάθων**;

Διόνυσος: Με παράτησε και το ’σκασε!

Σπουδαίος ποιητής και πολύ αγαπητός στους φίλους.

Ηρακλής: Και σε ποιο μέρος της Γης πήγε ο ταλαίπωρος;

Διόνυσος: Στην πλούσια χώρα των Μακάρων…

Ηρακλής: Κι ο Ξενοκλής***;

Διόνυσος: Μα τον Δία, να πάει στα τσακίσματα!

Ηρακλής: Κι ο Πυθάγγελος****;

Ξανθίας: Και για μένα ούτε λόγος, κι ας έχει χιλιοτριφτεί

αυτός εδώ ο ταλαίπωρος ο ώμος μου…

Ηρακλής: Επομένως υπάρχουν εδώ άλλοι νεαρούληδες

που κάνουν πάνω από δέκα χιλιάδες τραγωδίες,

πάνω από εκατόν πενήντα μέτρα πιο φλύαρα από του Ευριπίδη.

Διόνυσος: Παλιοφυλλάδες είναι αυτά και φλυαρίες,

τιτιβίσματα χελιδονιών, υβριστές της τέχνης,

τελείως μάταια, αν πάρουν άδεια για μια μόνο τραγωδία,

αφού μια και καλή αποπατήσουνε στην τραγωδία.

Εμπνευσμένο όμως ποιητή δεν πρόκειται να βρεις πλέον

ζωντανό κανέναν, που να μπορεί ν’ αρθρώσει έναν γενναίο στίχο.

Ηρακλής: Πώς, δηλαδή, εννοείς τον εμπνευσμένο ποιητή;

Διόνυσος: Π.χ., εμπνευσμένος ποιητής είναι εκείνος

που θα πει κάτι πολύ παρακινδυνευμένο όπως ετούτο δω:

Ο αιθέρας κατοικία του Διός, ή του χρόνου πόδι,

ή στη σκέψη μεν δε θέλουνε να ορκιστούν στα θεία,

στα λόγια όμως, ξέχωρα από τον νου, καταπατούν τον όρκο.

Ηρακλής: Κι εσένα σ’ αρέσουνε αυτά;

Διόνυσος: Αν μ’ αρέσουν λέει; Ψοφάω, τρελαίνομαι!

Ηρακλής: Σοβαρά μιλάς; Μα αυτά είναι κουταμάρες,

καθώς κι εσύ πολύ καλά το ξέρεις.

Διόνυσος: Α, δε θα κατοικείς και στο μυαλό μου,

αφού έχεις δικό σου σπιτικό…

Ηρακλής: Και μάλιστα μου φαίνονται κακότεχνα και πολύ ύπουλα…

Διόνυσος: Εσύ μάθε με να τρώω… (Βαράτε με κι ας κλαίω.)

Απόσπασμα B’

(Αιακός, Διόνυσος, Αισχύλος, Ευριπίδης, Χορός)

(830- 905)

(Η σκηνή που ακολουθεί αποκαλύπτει τη διαμάχη για τα πρωτεία ανάμεσα στον Αισχύλο και τον νεωτεριστή Ευριπίδη με διαιτητή τον Διόνυσο και τον χορό να προσπαθεί να νουθετήσει τους δύο ποιητές.)

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (Απαντώντας στους υπαινιγμούς του χορού):

Δε θα τον άφηνα τον θρόνο, μη με συμβουλεύεις.

Ισχυρίζομαι, βέβαια, πως είμαι ανώτερος από αυτόν στην τέχνη.

Διόνυσος: Γιατί σωπαίνεις, Αισχύλε; Εννόησες, φυσικά, τα λόγια του.

Ευριπίδης: Πρώτα θ’ αρχίσει με κομπασμούς, όπως ακριβώς

τερατολογούσε κάθε φορά μέσα στις τραγωδίες.

Διόνυσος: Μη λες πολύ μεγάλα λόγια, θεόσταλτε άνθρωπε.

Ευριπίδης: Τον ξέρω αυτόν από παλιά εγώ κι έχω πολύ σκεφτεί,

πως ο άνθρωπος είναι δημιουργός άγριων χαρακτήρων κι αθυρόστομος,

πως έχει στόμα αχαλίνωτο, ακράτητο, κι απύλωτο, ασυμμάζευτο,

στομφοκομπλεξομανιακό.

Αισχύλος: Αλήθεια, γιε της θεάς των χωραφιών;

Εσύ, λοιπόν, μιλάς έτσι για μένα, φλυαροσυλλέκτη

και φτωχοδημιουργέ και κουρελοσυρράπτη;

Αλλά μ’ αυτά που λες δε θα χαρείς καθόλου.

Διόνυσος: Σταμάτα, Αισχύλε,

και μη στην οργή απ’ το μίσος εξάπτεσαι μέσα σου.

Αισχύλος: Όχι, βέβαια, προτού απογυμνώσω τελείως ετούτον

τον κατασκευαστή κουτσοηρώων που όντας τέτοιος

αποθρασύνεται.

Διόνυσος: Το πρόβατο, το πρόβατο το μαύρο φέρτε, παιδιά,

γιατί είναι έτοιμος τυφώνας να ξεσπάσει.

Αισχύλος: Ε, συ, που τη μια κρητικές μονωδίες συλλέγεις,

κι ανόσιους γάμους την άλλη που μπάζεις στην τέχνη.

Διόνυσος: Συγκρατήσου κι εσύ, πολυτίμητε Αισχύλε.

Κι εσύ, πονηρέ Ευριπίδη, απομακρύνσου

απ’ τα χαλάζια, αν έχεις μυαλό, για να μη σου πετάξει

οργισμένος στον κρόταφο με καμιά λέξη τεράστια

και σου αδειάσει τον… Τήλεφο* (εγκέφαλο!).

Κι εσύ, Αισχύλε, όχι οργισμένα, μα ήρεμα

να ελέγχεις και να ελέγχεσαι. Δεν αρμόζει σ’ εσάς,

άντρες ποιητές, να βρίζεστε σαν αρτοπώλισσες.

Κι εσύ σαν πουρνάρι που μόλις πήρε φωτιά ξεφωνίζεις.

Ευριπίδης: Εγώ τουλάχιστον είμαι έτοιμος, και πίσω δεν κάνω,

να δαγκώνω ή πρώτος να με δαγκώνει εκείνος, αν του αρέσει,

για τα διαλογικά μέρη, τα χορικά, την ουσία της τραγωδίας,

και μα τον Δία, για τον Πηλέα**, φυσικά, και τον Αίολο***,

και τον Μελέαγρο**** και κάτι παραπάνω τον Τήλεφο.

Διόνυσος: Εσύ, τότε, τι σκέφτεσαι να κάνεις; Λέγε, Αισχύλε.

Αισχύλος: Θα επιθυμούσα να μη φιλονικώ μαζί του εδώ κάτω,

γιατί δεν είναι ισότιμος ο αγώνας των δυο μας.

Διόνυσος: Και γιατί;

Αισχύλος: Διότι η ποίηση δεν έχει πεθάνει μαζί μ’ εμένα,

με τούτον όμως έχει πεθάνει μαζί του, ώστε να μπορεί να μιλάει.

Αφού όμως εσύ έτσι νομίζεις, αυτά πρέπει να πράξω.

Διόνυσος: Εμπρός, τώρα λιβανωτό να φέρει κάποιος και να τ’ ανάψει,

για να προσευχηθώ, πριν απ’ τα έξυπνα τεχνάσματα,

να κρίνω τον αγώνα αυτόν εδώ, ως ειδικός της ποίησης, ακριβοδίκαια.

Κι εσείς στις Μούσες κάποιο μέλος σιγοτραγουδήστε.

ΧΟΡΟΣ:

Ω εννέα αγνές παρθένες, του Δία Μούσες,

που διακρίνετε τα συνετά λεπτολόγα μυαλά

αντρών γνωμικολόγων, όταν σ’ αμάχη με περίτεχνα

έρθουν και δύστροπα επιχειρήματα κι αντιλογούνε,

ελάτε να εποπτεύσετε τη δύναμη

δύο δεινότατων στομάτων, να προμηθευτείτε

στίχους και ροκανίδια ηρωικών ποιημάτων.

Γιατί τώρα, ο μέγας αγώνας της σοφίας πρόκειται κιόλας να λάβει χώρα.

Διόνυσος: Κι εσείς οι δυο να προσεύχεστε προτού στίχους να λέτε.

Αισχύλος: Δήμητρα, που έχεις τροφοδοτήσει το μυαλό μου,

κάνε να είμαι άξιος των δικών σου μυστηρίων!

Διόνυσος: Πάρε τώρα και ρίξε πάνω στην πυρά κι εσύ λιβάνι.

Ευριπίδης: Καλά, όμως είναι άλλοι οι θεοί που σ’ αυτούς εγώ προσεύχομαι.

Διόνυσος: Κάποιοι αποκλειστικά δικοί σου, νέας κοπής;

Ευριπίδης: Ακριβώς. Και πολύ περισσότερο.

Διόνυσος: Εμπρός, λοιπόν, προσευχήσου στους δικούς σου θεούς.

Ευριπίδης: Αιθέρα, τροφοδότη δικέ μου, και της γλώσσας μου στρόφιγγα

και συνετά της όσφρησής μου ρουθούνια,

σωστά εγώ να ελέγχω τα λόγια που θα πιάνω στο στόμα μου.

ΧΟΡΟΣ:

Κι εμείς, φυσικά, επιθυμούμε

από δυο σοφούς άντρες ν' ακούσουμε

καμιά μελωδία λόγων.

Άντε, ριχτείτε στη μάχη!

Γιατί η μεν γλώσσα τους έχει εξαγριωθεί,

κι η θρασύτητα μαίνεται και στους δύο,

και τα μυαλά τους ησυχία δεν έχουν.

Φυσικό είναι λοιπόν να περιμένουμε

ο μεν ένας κάτι ωραίο να πει

και πολυπλανισμένο,

κι ο άλλος ανασπώντας με μακρηγορίες

σύρριζα τις λέξεις

ορμώντας μ' αυτές να σκορπάει πολλές

πολύπλοκες λεπτολογίες.

_________________________________________________________

Α

* Ιοφών: Γιος του Σοφοκλέους, καλός ποιητής, αλλά κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα

ποιήματα ήταν του Σοφοκλή.

** Αγάθων: Πολύ καλός ποιητής μετά τους τρεις μεγάλους.

*** Ξενοκλής: Γιος του Καρκίνου, ποιητής μέτριος.

**** Πυθάγγελος: Ασήμαντος, άγνωστος σχεδόν, τραγικός ποιητής.

Β

* Τήλεφος, μυθ. γιος του Ηρακλή και της βασίλισσας της Μισίας Αυγής, σύμμαχος των Τρώων. Εδώ ο Αριστοφάνης εννοεί τον εγκέφαλο, το μυαλό.

** Πηλεύς, σύζυγος της θαλάσσιας θεάς Θέτιδας, πατέρας του Αχιλλέα.

*** Μελέαγρος: Αιτωλός ήρωας, γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.