«Μανούλα» της Λίας Ευαγγέλου
α.
Μάιος και μάιος και να νομίζω πως γερνάω
Δουλεύοντας κερδίζοντας δικάζοντας
Ότι γερνάω.
Τριακοστή πρώτη μαΐου (δε με αφορά το ημερολόγιο)
Κλάματα υστερίες ένα πιάτο που έσπασε –έξω απ’ το σπίτι–
Κατάλαβα λοιπόν
Ήταν που εκείνη το αργούσε τόσα χρόνια.
Ρίξαμε κάτι χούφτες χώματα
Δεν ήθελα καφέ έφυγα πρώτη
Κι ο μάιος από πάνω μου
Και γέρασα επιτέλους.
β.
Δεν ήτανε γυναίκα ήταν λέξη που έχασα
Ήταν κόλαση την είχα καθώς έπρεπε αγαπήσει
Αυτό ητανείναι το χειρότερο
Κύριε, επίτρεψόν μοι πρώτον απελθείν…
Ούτε που έφευγα ούτε είχα τίποτα να θάψω
Ψυχοπιθάρι –ή κορμί;– να ’χει να χώνει χέρια ως τον αγκώνα
τραβώντας έξω: την αγάπη.
Χρόνια πολλά μανούλα σ’ αγαπώ.
γ.
Στην άκρη του κόσμου στ’ όνειρο είμαι Ντέιβιντ
Μποξέρ ετών είκοσι οκτώ
Ακούω πίσω απ’ τις φωνές ουρλιάζει σταματήστε
τον αγώνα
Η δικιά μου εδώ γκρουπιέρισσα στο Mont Parnes
(είχε ξεπατικώσει στήσιμο απ’ τις ελληνικές ταινίες)
Με το πεντάλ πάντα εξαφάνιζε από δίπλα τον γιατρό
Επιτάχυνε το αίμα τα χτυπήματα
Κι εγώ να τα ποντάρω όλα
Μπορώντας μόνο να κοιτώ από τη μέση της και πάνω.
δ.
Κράτησε πολύ ο θηλασμός – όχι ο δικός μου
Με χείλη μ’ έπινε και με τα μάτια, με σιωπές λόγια χαμόγελα και αγκαλιές
Φούσκωνε σύννεφο μέσα στο σπίτι
Είχε καθίσει πάνω σ’ όλων τα μαλλιά τα ρούχα τα σεντόνια
Εμένα έμπαινε μέσα μου, ώστε ουκέτι εισί δύο αλλά σαρξ μία
όπως πριν χωρισθεί το σκότος απ’ το φως.
Τα βράδια στο κρεβάτι μου ανάπνεα μανούλα
Ρηχές αναπνοές και βήχας και όνειρα
πως λύσσαγα κι έσπαγα τα πιάτα όλης της γης – έξω απ’ το σπίτι
(αλήθεια, ποιος έσπασε το πιάτο τελικά;
Που εγώ κι αν το ’χα πια ξεχάσει…)
ε.
Και μη νομίζεις πως δεν ξέρω είπε κάποτε
ότι εύχεσαι για μένα να πεθάνω
Εκδικήθηκα με δηλητήριο κι εγώ κρυφά
απ’ τα ημερολόγιά της
Ώσπου ένα πρωί τα βλέφαρα να γδέρνουνε ταβάνι
Σύρθηκα στο δρόμο μπουσουλούσα…
Γι’ αυτό σταμάτησα. Ας γράφει ό,τι θέλει.
στ.
Έγραφε πάνω μου έκλαιγε με ολοφυρμούς
που εμείς όλο τον κόσμο έχουμε κι εκείνη μόνο εμάς
και παίρνουμε τον κόσμο της μακριά της
Έφερνε απότομα το χέρι στην κοιλιά
(ως για το πάχος φταίγαμε «ολόκληρες τρεις γέννες»)
Χαρακωνότανε ξανά από δω μέσα βγήκατε και τώρα τι
Μανούλα τίποτα, θα κάνουμε το παν να ξαναμπούμε μέσα
ζ.
Ποιο κορμί;
η.
Δεν είμαι γυναίκα είμαι λέξη που γέννησα
κλαίγοντας ανάμεσα στα πόδια.
Πρώτη του Ιούνη σήμερα
Να χάνεις κάποιες λέξεις είναι αρχίζεις να μιλάς.
Η Λία Ευαγγέλου γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Το ποίημα «Μανούλα» είναι η πρώτη της δημοσίευση.