Δύο ποιήματα του Χρίστου Παπαγεωργίου
Άκουσα
Άκουσα στ’ αυτιά μου
την επανάσταση ίσως
του ’21 και
εκεί που ο Νικηταράς και
κατατρόπωνε τους Τούρκους ίσως
ο Σολωμός και
τόσοι και τόσοι ίσως
και εμπνεύστηκα και εγώ
ένα τραγούδι και
το τραγούδησα αρματωμένος ίσως
με τα φυσεκλίκια
το φρόνημα της ψυχής και
απελευθέρωσα την χώρα ίσως
όπως εκείνοι και
ανιδιοτελώς
μόνο για την πατρίδα και
μόνο για τον ελληνικό τον χώρο ίσως
όχι όμως διακόσια χρόνια και
αλλά μόλις σήμερα
Φιλώ τον Κολοκοτρώνη στο μέτωπο και
χτενίζω τα μουστάκια του Καραϊσκάκη ίσως
και γιορτάζω την απελευθέρωση όχι την ήττα
υμνώ τον αγώνα και
όχι μόνο τον πατριωτισμό ίσως
εκείνων και
αφήνω το μυαλό μου να υπάρξει ίσως
μέσα τους και
πενθώ παράλληλα πριν να συνδέσω
τον ηρωισμό με τον θάνατο και
Συνεπής αναγνώστης και ποιητής ίσως
προδίδω τις ιδέες τους και
αλλά δεν το έκανα επίτηδες ίσως
μάλλον η πένα αυτονομείται ίσως
όταν μιλάς για τεράστια ανθρώπινα μεγέθη και
…–…
Όταν
Όταν οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί πέρασαν κυνηγώντας διακινητές
κατά λάθος στην τουρκική μεθόριο συνελήφθησαν και τέθηκαν
ενώπιον της δικαιοσύνης της γείτονος χώρας κάποιος συγγενής του
ενός μιλώντας στους δημοσιογράφους για το υψηλό φρόνημα που τους
διακατέχει είχε φόντο ένα άδειο μαγαζί μ’ ένα τεράστιο ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ.
Ποιος; Η χώρα; Οι πολίτες; Ο στρατός; Η διπλωματία; Η πολιτική; Η οικονομία; Τα νησιά; Το φιλότιμο; Η ανεξαρτησία; Η αξιοπρέπεια; Ποιος;
Ο εντεκάχρονος ζητούσε περισσότερες πληροφορίες τις οποίες ο σαστισμένος του πατέρας έκρυβε κάτω από το χαλί.