ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ της Κέλλυς Μαλαμάτου
ΕΠΙ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Και συχνά τελευταία
καθόταν ανάμεσα στα συντρίμμια.
Από παιδί, βλέπεις, αγαπούσε τα ερείπια.
Ίσως, γιατί αυτά του έδιναν τη δυνατότητα
να φαντάζεται ή να ανασκευάζει.
Ίσως, γιατί αυτά του μάθαιναν την καταστροφή.
Σήμερα κάθεται ανάμεσα
σε σπασμένα δίκτυα
θρυμματισμένους λαούς
διαρρηγμένες αμοιβές
διάτρητα όνειρα.
Του λείπει όμως πλέον η φαντασία.
Γι' αυτό αναρωτιέται μοναχά
τι είναι πιο επώδυνο.
Tο σπάσιμο ή η συγκόλληση.
Ο πόνος άραγε ή η επιδιόρθωσή του.
Και τείνει πάντα προς το δεύτερο.
Όπως αυτή η κολόνα του ερειπωμένου κλειστού μαγαζιού.
Όπως αυτή η κολόνα δωρικού ρυθμού μιας χώρας
που γέρνει.
ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
Ο άνθρωπος αυτός
που περπατά απέναντι στο πεζοδρόμιο
κάθε πρωί πριν βγει
πριν καταφέρει δηλαδή να βγει
επιτελεί μια επίπονη πράξη συναρμολόγησης.
Συνδέει τα χέρια του στο σώμα
το σώμα στο κεφάλι
τα πόδια του στο σώμα
το σώμα του στο σώμα.
Κάποιες φορές μπερδεύεται.
Άλλες, ξεχνά να πάρει μαζί του
τη φωνή ή τα μαλλιά του
τα δόντια ή τα γεννητικά του όργανα.
Η μόνη του ελπίδα
πως τούτο το Σεπτέμβρη
‒μόνο Σεπτέμβρη άλλωστε‒
μετά από μια σχέση με το θέρος
κατόπιν θερινής εκεχειρίας.
Η μόνη του ελπίδα λοιπόν
πως τούτο το Σεπτέμβρη
η συναρμολόγηση θα είναι επιτυχής.
Tουτέστιν μόνιμη.
ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
̶ Τι θα πάρετε, κύριε;
̶ Τα συνηθισμένα.
Λίγο κενό, λίγη ασυμμετρία και ένα μήλο.
Α, ναι, και ένα μαχαίρι, παρακαλώ, να κόψω
κάτι εξογκωμένες παιδικές και εφηβικές μου αντιρρήσεις
που εμποδίζουν την κατάποση.
Αυτά προς το παρόν και το λογαριασμό.
Προπάντων το λογαριασμό.
ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
Λυπάμαι.
Αυτό το ποίημα
δε θα γραφτεί.
Οι λέξεις του
πέρλες που ανήκανε
σε περιδέραιο πολύτιμο
σκορπίστηκαν στο δάπεδο.
Κι εσύ τις κοιτάς
βουβή, ανέκφραστη
λες και το κόσμημα αυτό
δεν ήτανε ποτέ
δικό σου.
ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗΣ
Και ο νέος όμορφος πλανόδιος πωλητής μιας κόλλας
που την πουλούσε με τόσο ζήλο
σου είπε: «Πάρε, είναι πανίσχυρη».
«Τι να κολλήσω;» του απάντησες.
«Κολλάει τον ήλιο με το φεγγάρι;
Κολλάει χιόνια με φλόγες;
Κολλάει εκείνο με το άλλο;
Το άλλο με το άλλο, το κολλάει;
Κολλάει πρόσωπα, χρόνια κομμένα στα δυο
που σε κοιτάζουν εκλιπαρώντας για μία ένωση;
Σπασμένες μνήμες, το χρόνο με το χρόνο, τον κολλάει;»
Κι ο πωλητής απομακρύνθηκε χαμογελώντας
κι αφήνοντάς σου πάνω στο τραπέζι
το απροσδόκητο και μια κλεψύδρα.
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ
Σε μια ουρά
σε μια γιορτή
σε ένα λεωφορείο
ο ποιητής
βγάζει από την τσέπη του ένα μακρύ στίχο από μετάξι
κι ενώνει τα χέρια των ανθρώπων.
Ύστερα παίρνει μία σβήστρα
σβήνει τις γραμμές του ανέφικτου από τα πρόσωπα
κι αφού βουτήξει το μελάνι του στο θάνατο
τονίζει τις φωνές της αντίστασης.
Τέλος, αφήνει μία λέξη κόκκινη ελεύθερη στον ουρανό.
Και αποτραβιέται ξανά ο ίδιος
στην άκρη του ανείπωτου.
[Προδημοσίευση από τη συλλογή Σημεία ρήξης.]
Η Κέλλυ Μαλαμάτου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έχει σπουδάσει Γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Αθέατες μεταβάσεις (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011), για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή «Μαρία Πολυδούρη» του Δήμου Καλαμάτας.