«Ελεγείες και σάτιρα» της Θεώνης Κοτίνη
Κλεινόν Άστυ
Οι δρόμοι τις αργίες σ’ απελπίζουν
Όπου στραφείς ασυνεχούς πατρίδας στιγμιότυπα
Πριν τα διόδια παρόδια καφετέρια
στη διαπασών τα αθλητικά της Κυριακής
απέναντι ανασκαμμένη η Εθνική
τρύπιο των εργολάβων τρόπαιο
χυμένο αναψυκτικό στο τραπεζάκι
κι ανάκουστη στο πίσω τζάμι θέα
θάλασσας θέα
Στο βενζινάδικο της Αχιλλέως
η νύστα του διανυκτερεύοντος Πακιστανού
σαν λήθαργος συνείδησης του τόπου
φθαρμένο χαρτονόμισμα
σκυμμένη καληνύχτα
και τη σκεπάζει λαμέ σουξέ της κάμπριο
που ήρθε να φουλάρει για Λουτράκι
σε λαίμαργη ζαριά για να ρεφάρει
σπασμένα γενεών σε κόκκινο ρουλέτας
Στη Σόλωνος απόγευμα Σαββάτου
κατάληψη της Νομικής κι αγόρια χάλκινα
κάτω απ’ τις ανθισμένες πασχαλιές να μεταγγίζουνε
το άρρωστο σούρουπο στη φλέβα
Στα Εξάρχεια κατειλημμένα πεζοδρόμια
πορεία δι’ ελιγμών
σαν τεθλασμένη ηθική μεταπολίτευσης
αθρόα δακρυγόνα καθ’ εκάστην
και τσιμέντο
Κατηφορίζοντας την Αμαλίας
το φάντασμα του Δήμου στη Βουλή
ορθώνει αναπόδεικτη συνέχεια
και στην Ερμού αλλοδαπού χυμένο εμπόρευμα
made in Japan επάρκεια
Στην Κοραή νυχτερινό πολυκατάστημα
νέα μοντέλα τηλεόρασης αναβοσβήνουν επαλήθευση
φέρνοντας με άτοκες δόσεις στο σαλόνι σου
απορρυπαντικά και κινητά
συνέδρια των κομμάτων που επανιδρύουνε τη χώρα
Βυζαντινή λιθοδομή στο άλλο πεζοδρόμιο
άγνωστα ωραίας εκκλησίας
αμήχανη του χρόνου σαρκοφάγος
δέχεται στο μαρμάρινο πεζούλι το ζητιάνο
κι αδέσποτο το σκύλο που αλυχτάει
Ο τόπος άξενος τριγύρω
αυτός ο τόπος που άλλοτε
θρεφόταν στον καημό του
Τώρα παλιός καημός
και πίκρισε σε εύφλεκτο μαράζι
Χύνοντας δάκρυα χημικά
στο τέλος της πορείας για το Σύνταγμα
ντρέπεται και λουφάζει
Πατριδογνωσία
Τι ’ναι η πατρίδα μας
σε σχολικό αναγνωστικό του ’70
απορία θριάμβου
παιάνας εθνικός
στρατοκρατούμενης παρέλασης
να συγκαλεί
κάμπους κι αμπέλια και ελιές
τα τσολιαδάκια να εκπορθούν
της Πίνδου τις βουνοκορφές
και τανκ στο κέντρο της Αθήνας
Τι ’ναι η πατρίδα μας
κάπου τριάντα χρόνια ύστερα
με Νεοέλληνες σχεδόν ομότιμα Ευρωπαίους
και θηριώδη τζιπ να εξορμούν
σε κλαμπ και πίστες χιονοδρομικές
καταλαμβάνοντας
ακρώρειες ολισθηρές του μέλλοντος
Τι ’ναι η πατρίδα μας
τώρα στο 2012
φάσμα του Ύμνου αναθρώσκει
και παίρνει το στρατί στρατί
στις ξένες θύρες να εκφωνεί
της χρείας θλιβερό μονόλογο
της γης το αλάτι να πουλά
σε έμφοβο ομόλογο
Τι ’ναι η πατρίδα μας
ατέλειωτες ουρές στα εφημερεύοντα
δίπλωμα επιστήμονος
με επίχρυση κορνίζα στο σαλόνι
μπαλκόνια προεκλογικά
ισόβια τηλεθέαση
και έπαρση μεγάλου κυβισμού
στις λεωφόρους
Τι ’ναι η πατρίδα μας
τρεχάλα ηλιόλουστη του Βέγγου στις ταινίες
σε φάρσα ασπρόμαυρη
να ερμηνεύει τη ζωή μας
τα λαϊκά στις συνοικίες
μεσημέρι της Λαμπρής
ένα δέντρο μονάχο σε σπαρμένο χωράφι
εκεί που έτρωγαν
οι εργάτριες του θερισμού
την ώρα της μεγάλης λαύρας
και ελάλει ο τόπος
Τι ’ναι η πατρίδα μας
πολύφωνη του πατρικού σπιτιού η σάλα
που έχτισε ο πατέρας με τα χέρια του
γαλάζιες πύλες στων νησιών τα υπέρθυρα
το πέτρινο Δημοτικό
σε έρημο χωριό της Θεσπρωτίας
κι εκεί πίσω απ’ το τζάμι που κοιτάς
στον πίνακα μια κιμωλία περιμένει
μνήμη του τόπου που θα γράψει
πάλι με έρωτα καλού την ιστορία
Ομολογία πίστεως ή εθνική σωτηρία
Ορκίζομαι
Να γίνω χρήσιμος
και σώφρων ψηφοφόρος
ολιγαρκής και ταπεινός
και αρκούντως παραγωγικός
Να γίνω απασχολήσιμος
λογιστικά συμφέρων
φόρου κεφαλικού υποτελής
ενόψει χειροτέρων
Ορκίζομαι να στοχαστώ
της κρίσης το μεγάλο κέρδος
ευπώλητος να διατεθώ
στης αγοράς το νόμο
να πέσω εντέλει ηρωικώς
στου μέλλοντος το ζόφο
Αφού η πατρίδα το καλεί
θα σώσω την τιμή της
αγόγγυστα θα εργαστώ
–δε θα με κάμψουν φόβοι–
να αναστηθεί εκ της τέφρας του
του Έλληνος δαιμόνιο
τελώνιο που μας τρώει
Κι αν κάποιος ίσως κάποτε
θυμάται τι σημαίνει
ρωμαίικο φιλότιμο
να μην το πει στη χώρα
ραγιάς καινούργιας κλεφτουριάς
δε βρέθηκε ως τα τώρα
Η Θεώνη Κοτίνη γεννήθηκε το 1967 στη Μυρσίνη Ηλείας και σπούδασε ελληνική φιλολογία και θεατρολογία στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές (Μικρογραφία, Αθώα τη νύχτα, Ανίδεοι πάλι, εκδόσεις Πλανόδιον, Θεός ή αγάπη, εκδ. Γαβριηλίδης).