Τρία ποιήματα του Πιερ Ρεβερντί
μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
ΗΧΟΣ ΚΩΔΩΝΟΣ
Σβησμένα όλα.
Ο άνεμος διαβαίνει τραγουδώντας
και τα δέντρα αναρριγούν
νεκρά τα ζώα
κανένας δεν υπάρχει πια
κοίτα εκεί να δεις
τ' άστρα σταμάτησαν να λάμπουν
η γη δεν περιστρέφεται άλλο
κάποιο κεφάλι έγειρε
τα μαλλιά σαρώνουν τη νύχτα
το τελευταίο καμπαναριό που απόμεινε όρθιο
σημαίνει μεσάνυχτα.
ΜΟΝΟΤΟΝΗ ΜΕΡΑ
Φταίει το νερό που η στέγη γλιστράει
φταίει η βροχή που λιώνουν τα πάντα
το πετρέλαιο, το αλκοόλ και το κεράκι μου
βάλανε φωτιά, κάψανε το σπίτι.
*
Κήπος δίχως πουλιά
κήπος αθόρυβος
μαύρα θα δρέψετε άνθη
τα φύλλα δεν είναι ποτέ τους πράσινα
τ' αγκάθια είναι όλα τους κόκκινα
και τα χέρια σας ματωμένα.
*
Στη μεσιανή αλέα περνά μια λιτανεία
απ' το παράθυρο της πεθαμένης
όπου καίει μια λαμπάδα
βγαίνει ψαλμωδία αργόσυρτη.
*
Ήταν εκείνη και η άλλη
ήτανε και η γειτόνισσα
όλοι ψέλνουν και σου παίρνουν το κεφάλι
και στα σκαλοπάτια που τους ακούς να γελάνε
κάποιος πέφτει και μπήγει μια κραυγή
ένα σκυλί το βάζει στα πόδια.
*
Ακούς που κλαίει μόνο η βροχή.
ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΦΟΡΙΑ
Η εσπέρα βασιλεύει, κλείνει κάποια πόρτα
είμαστε στην άκρην άκρη του δρόμου
στη σκιά
κοντά στο ρυάκι που τα 'χει όλα μαζεμένα.
*
Αν υπάρχει ακόμα φως
ξεκινά η γραμμή προς το άπειρο.
*
Το νερό ανεβαίνει σαν τη σκόνη.
*
Η σιωπή κλείνει τη νύχτα.
Ο Pierre Reverdy (1889-1960), παρόλο που πέρασε από όλα τα πρωτοπόρα κινήματα του μοντερνισμού του 20ού αιώνα –από τον κυβισμό, τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό–, έμεινε τελικά ένας μεγάλος αυτόνομος ποιητής, στο έργο του οποίου γονιμοποιήθηκε η πραγματικότητα από τον μυστικισμό.