Πέντε ποιήματα του Αντώνη Ψαρρού
ΜΕΤΡΙΚΗ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Είδα σπαρμένες συμφορές
είδα σπασμένες κλειδαριές
είδα ένα λύκο.
Είδα μια θάλασσα φωτιάς να ξεπηδά
είδα ψυχές να σπαρταρούν
χωρίς να βγάζουν ήχο.
Είχε ο αέρας στάχτης μυρωδιά
έπεσαν πέτρες μαύρες σαν κατράμι
άνοιξαν πόρτες στη μανία του βοριά
άπλωσα χώμα να φυτέψω ένα βοτάνι.
Πήρα δυο ρίζες βάλσαμο ν' απλώσω
λαγούμια έσκαψα σε βάλτους να σωθώ.
Παντιέρα ανέμισα το φόβο να εξοντώσω
δυο φίδια ζώστηκα σφιχτά, να εξομολογηθώ.
Αρμένισα σε θάλασσες που προκαλούσαν τρόμο
ματιές συνάντησα γεμάτες πανικό
τον πρώτο ρώτησα που βρήκα γυρολόγο
Μάνα αν με γέννησε ή κάποιο ξωτικό.
ΣΤΗ ΖΩΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
Μισό αιώνα ταξιδεύω τα όνειρά μου
βρήκανε ξέρες, θάλασσες
και κρόσσια ξεφτισμένου ουρανού.
Μισό αιώνα βύζαινα σφιχτά στα δάχτυλα μου
σαν ρώγες τη ζωή
αχόρταγα στα χείλη ενός μικρού παιδιού.
Μισό αιώνα σε σχολεία φυλακές
με δεσμοφύλακες τους δάσκαλούς μου
με βρήκανε να κάνω ορθοπεταλιές
κι είχαν σκασμένα λάστιχα, οι ρόδες του μυαλού μου.
Μισό αιώνα πρέπει μη και πειθαναγκασμού
σαν παιχνιδάκι τα κρατώ, σφιχτά στην αγκαλιά μου
σπέρμα ανίκανο να βρει την ηδονή του οργασμού
κιθάρες φάλτσες συνοδεύουν τα ουρλιαχτά μου.
Μισό αιώνα ανάσκελα, λιπόθυμος στο καναβάτσο
έμαθα ως το δέκα να μετρώ
στο παραπέντε... στο εννιά... να παίρνω αβάντζο
σ' ένα ακόμα γύρο, τη ζωή να προκαλώ.
ΚΟΙΤΑΞΕ ΑΝ ΘΕΣ
Να... κοίτα
κοίταξε μέσα απ' αυτή
τη σκοτεινή χαραμάδα
σα να μην είχες μάτια ποτέ.
Άγγιξε τούτη τη μικρή ρωγμή
με το κομμένο σου δάχτυλο
όπως μακάρια κράτησες το λοβό του αυτιού
που έκοψε το μαχαίρι του Πέτρου.
Πιες
πιες στάλα στάλα τη χαρά
να καταπιείς την πίκρα
που κρατάς μ' αγωνία στα σφιγμένα δόντια σου...
κι έπειτα τρέξε
τρέξε να σωθείς με κομμένα γόνατα
χωρίς ανάσα
να ξεφύγεις απ' τα πυρωμένα κάρβουνα
που άναψες να ζεσταθεί η ψυχή σου.
Να γίνεις ένα με τις πέντε αισθήσεις
να γίνεις αίσθηση
Να σε πάρει ο καπνός από την καμινάδα
του γκρεμισμένου σπιτιού
και να σε αποθέσει στη ρεματιά
σαν πρωινή πάχνη
πάνω στα φτερά μιας λιβελούλας.
ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΩΡΑ
Με φαντάζομαι γέρο με άσπρα μαλλιά να σου κάνω επίσκεψη
Να με καλοδέχεσαι, να μου φέρνεις καφέ στη μουριά
και να κάθεσαι απέναντι, χωρίς να μιλάμε.
Να στρίβω τσιγάρα, να ρουφώ τον καπνό
κι εσύ χαμογελαστή, μέσα στο λουλουδάτο σου φόρεμα
να μου μοιάζεις σαν πίνακας.
Κάθε γουλιά του καφέ, να μου φέρνει μια θύμηση.
Να ακούω τραγούδια να γεμίζει η αυλή σου με φίλους
Να μπερδεύεται η μέρα και να βγαίνει φεγγάρι
Τα τζιτζίκια στο πεύκο να γίνονται αηδόνια
Τα βατράχια να βγάζουν φτερά
και τα άσπρα μαλλιά μου να μαυρίζουνε πάλι
Να κοιτώ τον καπνό μ' απορία
να γελάς δυνατά σαν παιδούλα
και να πίνω νερό απ' την πήλινη στάμνα.
Στο τασάκι που αφήνω τις γόπες
να φυτρώνουν μικρά ασφοδίλια
Ένα μούρο να πέφτει και ν' αφήνει σημάδι στο πέτο
από χείλη βαμμένα με κόκκινο χρώμα
κι όπως γέρνω απαλά στο χορτάρι
να 'χει έρθει η δική μου η ώρα
σ' άλλο τόπο φωτεινό να με πάρει.
ΑΝΕΠΙΔΩΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Όταν με βλέπεις να πνίγομαι στην ανυπαρξία
να με παίρνεις ταξίδι, στο δικό μας ουρανό.
Να με κάνεις βόλτα με το ποδήλατο, σε μυστικά μονοπάτια
κι όταν κόβεται η ανάσα στην ανηφοριά
να ξαπλώνουμε πάνω σε μοσχοβολιστό χαμομήλι
και να κοιτάζουμε τα σύννεφα.
Να με χαϊδεύει η ανάσα σου
και να κοκκινίζω σαν έφηβος, στο πρώτο σκίρτημα
κι έπειτα να γίνεσαι η γη που με δέχεται σα σπόρο
για να φυτρώσω μέσα της, χωρίς να φοβάμαι
όταν πετάς σα μέλισσα σε άλλα άνθη.
Να με κρατάει ζωντανό η ανάμνηση
ότι πήρες κάτι δικό μου να θρέψεις την πείνα σου
κι ότι το άγγιγμα σου δεν θα σβήσει με το χρόνο.
Δεν χάνεται η αγάπη που μοιραζόμαστε
παίρνει άλλη μορφή, μιλάει άλλη γλώσσα, σε άλλα χείλη.
Τραγουδάει και φτιάχνει μουσικές
κι όλα γυρίζουν γύρω της, στ' ατέλειωτο ταξίδι
μιας διαρκούς άνοιξης.
Ο Αντώνης Ψαρρός, καρπός παράνομου έρωτα, μεγάλωσε στην Παλιά Κοκκινιά του Πειραιά.
Τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, επειδή έπρεπε, έχοντας κόψει κάθε επαφή με το εκπαιδευτικό σύστημα. Σπούδασε χρόνια τη ζωή των δρόμων κι έκανε το διδακτορικό του σε παράξενες ουσίες, που τον έβγαλαν σε μυστήριους δρόμους.
Χρόνους αργότερα βρήκε την Ιθάκη του κι άρχισε να μαθαίνει την Αλφαβήτα από την αρχή.
Μετά λόγου γνώσεως, δε θεωρεί εαυτόν ποιητή, αλλά δέχεται ότι παρευρίσκεται σε συγκέντρωση, όπου ευγενικά του απευθύνουν τον λόγο, οι μεγάλοι του πνεύματος.
Αυτός... με τις δικές του λέξεις αναζητά τη χαρτογράφηση του δικού του κόσμου.