fbpx
«Καλοκαίρι στο νησί (ΙI)» – Ένας ποιητικός χάρτης των ελληνικών νησιών
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας / Alexios Mainas

«Καλοκαίρι στο νησί (ΙI)» – Ένας ποιητικός χάρτης των ελληνικών νησιών

επιμέλεια/συντονισμός αφιερώματος: Αλέξιος Μάινας 
(Τα νησιά είναι σε αλφαβητική σειρά.)

~ Κέρκυρα ~  

Γιώργος Βέης 

ΚΕΡΚΥΡΑ 

Λιώνω μεθοδικά όλο το ασήμι στην άκρη της νύχτας
λύνω από νωρίς τους νεκρούς να γυρίσουν στο νησί 
σφραγίζω τα βλέφαρα να φυλάξουν καλά τις εικόνες 
τους θησαυρούς των δακρύων, μην τους ληστέψει ξένο μάτι. 

Εσύ κατέβα τώρα κάτω 
δείξε στη φύση το σκοπό της  
μάτωσέ με, τα δόντια σου αλέθουν 
σκληρά χρόνια, πόνους αγιάτρευτους 
όλα περνάνε με το σάλιο σου 
μια ρουφηξιά αθανασίας, ένα τράνταγμα 
κρεμιέσαι στη μέση μου γερά – γίνομαι φίδι 
να γλιστρήσω, να πάρω μιαν ανάσα 
ρίζα πεύκου βαθιά και δεν βγαίνεις 
μετά τη θάλασσα φοβάσαι 
μαζί μάς παίρνει το νερό και μας χτυπά στα βράχια 
αύριο δύο άγγελοι θα μαζεύουν τα κόκαλά μας   
θα καίνε ακόμη, ενώ τη νύχτα, ασήμι καθαρό 
θα δείχνουν το δρόμο στα γενναία παιδιά –
το ξέρω, θα περάσουν χρόνια στον ουρανό 
στα έγκατα της γης μα δε θα λιώσουν.    

 

~ Κεφαλλονιά ~  

Αλέκος Λούντζης 

ΕΝΑ ΜΟΝΟ (Πεσσάδα Κεφαλλονιάς)

Μια μόνη ακτή, μία μόνο ημέρα
σαν νησίδα λεωφόρου
–νερό κι από τις δυο μεριές–  
γιορτή (αυτο)κινούμενου φωσφόρου  
εκεί που αποκλείεται η αφή  
Ό,τι μάζεψες 
σκορπίζει στον αέρα 

Δύο σκέτα αυτά 
μπορούν να γίνουν οτιδήποτε 
εμβατήριο για την μπάντα 
βυθός, τραμπάλα, πυρκαγιά
–εδώ ή μακριά–  
Αν σκύψεις να υποκλιθείς
μένεις κυρτός για πάντα.   

 

~ Κίμωλος ~  

Νίκος Ερηνάκης  

[ ΚΙΜΩΛΟΣ ] 

γνώρισα εκείνη
που φανερώνει κατευθύνσεις

και τώρα αναζητώ οπές 
περνώντας χειροπέδες σε αγάλματα

έστειλα έξω θηράματα
κι αναμένω θηρία

μελετάω τα φαινόμενα 
στα όριά τους

θολώνω το πρόβλημα
με όσα στεγάζει
αποκρύβοντάς τα

λένε πως μετά τον πρώτο θάνατο
δεν μπορεί να ακολουθήσει άλλος – 

εκεί όμως όπου το υποπτεύεσαι λιγότερο
κρύβεται η φανέρωση

κι εκείνη γνωρίζει

την επιδίωξη
και την ανατροπή

ένα ίχνος ανθέων
μια αδέξια χειρονομία 
που ακραία ερεθίζει

και κάπως χαίρομαι που 
κανείς δεν ξέρει τι σκέφτεται 

σε ό,τι μοιάζει αστάθμητο
πλησιάζει η καμπή μας

στη ραγισμένη γοητεία
όσων διαβάλλει ο ήλιος

κι εκείνη περιπλανώμενη 
ανάμεσα στη λευκή αμμουδιά
και σε πορφυρές πόρτες
για πρώτη φορά
μου χαμογελάει

ποιος μπορεί να δει 
οτιδήποτε άλλο πλέον

η γαλάζια απομόνωση
με μορφοποιεί    

 

~ Κρήτη ~   

Λεωνίδας Κακάρογλου 

BIG SLEEP  

Όταν άφηνα το νησί για να γυρίσω στην πόλη
Αποχαιρετούσα τις αγαπημένες γειτονιές
Και το λιμάνι 
Με την φθινοπωρινή απελπισία του τέλους
Tώρα οι άδειοι δρόμοι του  
Πήραν το χρώμα των μαλλιών σου   
Κι εγώ ονειρεύομαι την προβολή του Big Sleep   
Στον κινηματογράφο με τις λευκές πολυθρόνες 
Με τις πρωινές χαρές και τις πικροδάφνες 
Και περιμένουν  
Ένα καλοκαίρι απογέματα
Για ν’ ανθίσουν ξανά στις συναντήσεις 
Σε μια πόλη  
Που άφησε τη θάλασσα
Να κολυμπά μαζί της  

(Σ.τ.Π.: Αναφορά στον θερινό κινηματογράφο «Κήπο» στα Χανιά της Κρήτης.)   

Σταύρος Σταμπόγλης 

ΝΗΣΟΣ ΚΡΗΤΗ (Διασταυρώσεις ΙΙ

(στην ποιήτρια Γιώτα Αργυροπούλου, 1960-2018)  

Περπάτησε στο σύνορο των κόσμων,
κι είδε τον τόπο που λέγεται Φαλάσαρνα·*
ίχνη θανάτου και πένθος της αθανασίας στον πάνω κόσμο θρονιασμένα.
Πλοκή Αυγούστου ήταν, όταν λεπίδι σηκώνεται
η νοτιά στο βορειοδυτικό μεταίχμιο της νήσου,
κι ανοίγει-του πληγές να σέρνει ολοχρονίς παράπονο της μοναξιάς.
Ο τόπος ένα λιμάνι έξω, πάνω απ’ τα βρεχάμενα, 
πάνω απ’ την ίσαλο, όπου ύψος εξάλων βράχου 
ορθώνεται η στεριά, ένας βυθός στεγνό κατάστρωμα, 
κι ο λίβας να ψιθυρίζει συλλαβές του αλατιού· 
δάκρυ στην ξηρασία των θυμαριών, 
φωτιά μαθές 
Κι εκείνος; Εκείνος είχε φορτώσει προσμονή 
στο πρωινό, ένα λοξό κι ανάποδο οστρακόδερμο,  
αυτήν την ασάφεια της άλλης μέρας, καθώς 
θα πέσει ο άνεμος τ’ απόδειπνο, κι οι αμμουδιές 
στη θάλασσα σιγαλινά ξεπλένουν 
τη λαλιά τους.  
Η θάλασσα· σαν παραδίδει στη βουλιμία του φωτός 
τις αχηβάδες των χρωμάτων, αυτήν την αιμάσσουσα 
επίπαση στην άμμο, το θρύμμα από κοράλλι·  
δηλαδή, όπως τον κατασπάραξε 
της όστριας η ματιά 
μέρα μεσημέρι.    

(Σ.τ.Π.: «Πτολίεθρον», αρχαίος κόμβος στη θαλάσσια οδό «Ασία-Αφρική-Κρήτη-Ευρώπη».)     

 

~ Κύθηρα ~ 
 
Γεράσιμος Βουτσινάς 

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ  

Η φρεγάτα λικνίζεται στο κύμα. 
Στηρίζεται στην κουπαστή με τον γάντζο. 
Στο καλό χέρι κρατάει το μπουκάλι. 
Τραβάει τον φελλό με τα δόντια. 
Τον φτύνει και ρουφάει αχόρταγα το ρούμι. 
Η περιπλάνηση διαρκεί μέρες τώρα. 
Αποτέλεσμα κανένα: ούτε σκούνα στον δρόμο τους. 
Ανυπομονεί να τελειώσει ο κούρσος, να πιάσουν στεριά.  
Είναι μήνες που δεν έχει πάει με γυναίκα. 
Πετάει την άδεια φιάλη στη θάλασσα 
και γέρνει στα σκοινιά να ξεκουραστεί. 
Ξαφνικά ακούει μια φωνή: «Έτοιμοι για ρεσάλτο!»  
Πετάγεται όρθιος και βλέπει τη γυναίκα του
να τον κοιτάζει μασουλώντας ένα σάντουιτς. 
«Γιατί σηκώθηκες;» του λέει. «Θέλουμε δύο ώρες ακόμα».    

 

~ Κύπρος ~  

Κυριάκος Χαραλαμπίδης 

ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΟ ’74  

(για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα της Κύπρου, 
καλοκαίρι του 1974, στην Ελλάδα)   

Μπαίνοντας σε καράβι για να πάνε
προς την αθέατη πλευρά της τραγωδίας
τους ζύγωσ’ ένας άγγελος ανέστιος,
χαμένος και αυτός απ’ τα φτερά του.
«Μην κλαίτε, αδέρφια», είπε, και τους έδειξε
του Σπαρτιάτου βασιλέως τη μάνα.
Είχε κι αυτή κοντά της μαζεμένα
κάτι κλωσόπουλα του γιου της κι ένα μάτσο
χαρτιά που ανεμίζαν δικαιοσύνη,
δεσμεύσεις, δοκιμές Πίστης κι Ελπίδας.
Από κοντά η Αγάπη τούς συντρόφευε, 
ενώ τρογύρα η θάλασσα περιπολούσε. 
Κι όταν με τα πολλά πλευρίσαν στη στεριά 
δεν είχε πού τον αλμυρό σεισμό της κλίναι.   

*

Κώστας Γουλιάμος  

ΤΗΘΥΟΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ  

Γη που πίστευα πως ήτανε ασάλευτη 
Χώμα ώριμο που στέγνωσε στον ήλιο 
Μαύρο από τη νύχτα του κατακτητή
Χωράφια κίτρινα θλιμμένα 
Χωρίς την υποψία της θάλασσας 
Και γύρω σπίτια πουλιά σκυλιά και δέντρα 
Άνθρωποι που μπέρδεψαν τη γλώσσα τους
Καθώς ο κόσμος μεγάλωνε στο ψέμα

Γη που γνώρισα με τις πολλές τις φλέβες
Της Τηθύας θάλασσας πυριγενή πετρώματα
Ευλογία του οφιόλιθου Τροόδους 
Της μαύρης πεύκης και των ήρεμων λιβαδιών
Απανωτά σαν κύματα γιομάτα άλυσσο 
Σαν σώματα δουνίτη με άρωμα μελιού  

Γη της πράσινης καρδιάς
Γη της απολιθωμένης φωνής 
Γη του αρχαίου ωκεανού
Γη του ολιβίνη και του χρωμίτη 
Μαγνησία γη του Ακάμα
Βουνά χαράδρες του Χαλκάνορα 
Σπήλαια της ώχρας και του θραυστού σκύρου
Του Νεόφυτου του  Έγκλειστου Τυπική Διαθήκη 

Γη του Ευαγόρα του Κυριάκου του Γρηγόρη  
Όπως κατεβαίνει ακόμα το αίμα τους απ’ τα βουνά
Των αμπελιών και της αμυγδαλιάς  
Της εξορίας του Τεύκρου σαν κοιμήθηκε με την Έννη 
Κάτω από τον ήλιο της Σαλαμίνας 
Καθώς ζύγωνε η εποχή της λεμονιάς 
Και η αόρατη επιστροφή 
Κρυβόταν στο μέλλον τ’ ουρανού 
Κι ολούθε κυμάτιζαν υπό το φως του φεγγαριού 
Ήθη αρχέγονα ακίνητης σιωπής 

Ξημερώνει βαθιά μες στη θάλασσα 
Γύρω καρφωμένα σώματα 
Βυθισμένα σε αμέτρητα φυλάκια 
Μυρίζει ακόμα η σκοτεινή πληγή 
Και το καλοκαίρι ξεράθηκε  
Πάνω στη ρίζα της ελιάς 
Σαν γλώσσα ταμένη στο φονικό  
Ξημερώνει φριχτά μαύρα σημάδια 
Σκόνη ξερή κάτω από σκιερά κυπαρίσσια 
Πέρασαν και από εδώ 
Τι φριχτό των ζώων τ’ αλύχτημα 
Καθώς αιφνίδια ακούω τον Λεόντιο Μαχαιρά 
να λαλεί με σπαραγμό 
«περὶ της ακριβής χώρας Κύπρου»  
ψέματα τῶν ψεμάτων, ὅλα εἶνε ψέματα     

 

~ Κως → βλέπε Σύμη στο Γ’ μέρος του Αφιερώματος ~ 

 

~ Λέρος ~  

Ιωάννα Λιούτσια 

ΛΕΡΟΣ

με την αφέλεια
και τη χαζή επιμονή
ενός παιδιού καμένου απ’ τον ήλιο
–ήδη, καταμεσήμερο του Ιουνίου–
που προσπαθεί να ορθοπατήσει
με το ποδήλατο στην άμμο,
η ζωή συνεχίζει
να φυτρώνει κοχύλια πάνω σε πίθους αρχαίους

με φυσικότητα

δίχως να νοιάζεται για τα παιδιά
που πηδούν πάνω απ’ τα λευκά χωρίσματα των τοίχων
για τις γυναίκες που ετοιμάζουν το φαΐ  
για των ανδρών την απουσία
αμέριμνη
η Ζωή
πάντα αμέριμνη.

 

~ Λέσβος ~ 

Γιάννης Στεφανάκις 

ΕΦΕΡΕ ΔΟΞΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ 

Στην Αγιάσο Μυτιλήνης πέντε
ψαράδες παλαιοί  
για τον Θεόφιλο μου μίλησαν 

Άκουσα να λένε
πως η ποιήτρια Σαπφώ τού δίδαξε 
τα μυστικά της τέχνης 
όταν μια μέρα τον συνάντησε
πολύ μικρό να παίζει
στο Μόλυβο σε μία παραλία· 
εκεί από πηλό βαρκούλες έφτιαχνε
στη θάλασσα τις έριχνε  
κι αυτές μεμιάς επλέανε σα να ’τανε χαρτί 

Η Σαπφώ μια τις βαρκούλες κοίταζε και
μία το παιδί
κι ακούμπησε – έλεγαν οι ψαράδες·
το χέρι της ακούμπησε
κι άφησε λέξεις γράμματα σε τούτο το κεφάλι 

Που έμελλε δόξα να φέρει στο νησί
ετούτος ο τρελός· όπως πολλοί τον είπαν.    

 

~ Λευκάδα ~  

Χρήστος Τσιρώνης 

Λ

Οι αδύναμοι πετούν το πρόσφορο στη θάλασσα
μουρμούρισες πριν κατεβούμε τους γκρεμνούς. 
Απέναντι ολισθαίνουν οι αρτηρίες των βουνών προς τον χαμό
οι δρόμοι ανάμεσα στους βράχους σε αναζητούν
διαρκώς πυρωμένοι κι ας μην προλαβαίνουν 
που πρώτη έρχεται πάντοτε η απουσία.  
Κορυδαλλοί πάνω στην ξερολιθιά 
με την πικρή ρίγανη στο λαρύγγι 
αντιστήριξη για απαράκλητους καιρούς.  
Ανοίγει το νερό μπροστά μας γλυκό σαν επιστροφή  
μα δεν πίνεται 
κι άλλωστε βγάζει σε μια πόρτα κλειστή
μόλις βραδιάσει θα γίνει ένα με τη νύχτα. 

Επιμένεις να σκέφτεσαι το άστρο πάνω απ’ το νησί
που τιμωρήθηκε να πονά πάντα νέο χωρίς την υπομονή των γηρατειών.
Τρεις χήρες γριές μας προσπερνούν έξω απ’ τα κοιμητήρια
φορώντας μαύρα για το Καλοκαίρι που θα φύγει στα σίγουρα.
Κρατούν πράσινα φύλλα και γλυκά για τα παιδιά
μια μικρή Ανάσταση στα χέρια.
Γεωμετρία φωτός και αέρος μέσα στο χαλασμένο φρούριο
στην άκρη του θα μπορούσε να ζήσει ένα βασίλειο
αλλά μόνο αλμυρίκια διατάσσουν βολικά τα λέπια τους
διδάσκοντας υπομονή στο αναπόφευκτο.
Η αρενάρια προσφέρεται στους πετρόμυλους του ήλιου
και ολόγυρα θυμικό πράσινο του Μοντιλιάνι.

Μας παρατηρεί ο ουρανός αμίλητα μικρόψυχος
τι κρίμα που τον αφήνεις να σου τρυπάει το δάχτυλο
σαν αγκάθι της θάλασσας, σαν ό,τι πέρασε να έγινε μοίρα.
Θα ’πρεπε σε έναν τόπο που κρεμιέται 
με ένα κλαδί απ’ τη στεριά να έχουμε ήδη καταλάβει.
Δεν υπάρχει τίποτα
έξω από ό,τι αγαπήσαμε,
όταν κλείσεις τα μάτια.    

 

~ Λήμνος ~  

Γιώργος Αλισάνογλου  

ΛΗΜΝΟΣ / ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΜΕΤΑ 

Βουτάω στο νερό 
δίχως πρόσωπο 
με μισό περίπου σώμα 

το βλέμμα μου είναι σιωπή 
σε αυτές τις δίνες που έχουμε διατρέξει μαζί 
υπάρχει μια νέα καταδίωξη 

ένα κρυφό σημείο ανάμεσα στα κορμιά μας 
σφυγμός που αγγίζει καθαρό φως βυθού 
μα δεν το ξέρει 

αν έμενες λίγο ακόμη θα μεταμορφωνόσουν  
σε ορίζοντα 
εκείνα τα γλυπτά σχήματα που βουίζουν αόρατα  
όταν σε φιλώ 
είναι λιβελλούλες σε καλειδοσκοπική περιστροφή  

αν φύγεις, μέτρα τουλάχιστον την ένταση της διαύγειας 
μέχρι το επόμενο καλοκαίρι 
να μπούμε στο νερό σαν να βγαίνουμε από μάχη  
ψάρια, καρδιά, ουλές, βάθρα, αμμοθίνες, δάχτυλα 

το τεντωμένο ύφασμα της απόστασής μας δημιούργησε σάρκα 
από βράχο – το ενετικό φρούριο της Μύρινας 

έφτιαξες μια εποχή που δεν μπορώ να αγγίξω.    

 

~ Μακρόνησος ~   

Κούλα Αδαλόγλου  

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ   

Είναι μια νύχτα που χαμηλώνουν τ’ αστέρια
και συλλαβίζεις καθαρά τη Μεγάλη Άρκτο
στέκεσαι στην απέναντι ακτή 
και αναμετράς νερό και απόσταση
και το γιατί δεν έφευγαν εκείνοι κολυμπώντας.  

Τις νύχτες ακούγονται φωνές υπόκωφες 
τις μέρες σούρνονται οι σαύρες σε διαδρομές αλλόκοτες
ο ήλιος φρύγει τα πιο παράξενα ερείπια σε νησί
απομεινάρια μιας ζωής λησμονημένης κι ολοζώντανης
κι εσύ φυλακισμένη σε εμμονικό καημό. 

Όμως δεν θέλει πολύ
ανοίγει η στρόφιγγα και ξεπετάγονται εφιάλτες ξένοι
κι ο βαρκάρης σού αρνείται το δρομολόγιο
το κάνει λέει μισόν αιώνα και βάλε
σιωπηλός και αόρατος.

 

~ Μήλος ~  

Θεώνη Κοτίνη 

ΜΗΛΟΣ. ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ.   

Παλιά ηφαίστεια
σταματημένα μ’ ένα πάταγο
σ’ αυτό που δεν τελείωσε
μα συνεχίζει θρυμματίζοντας
κόκκινο και λευκό,
πράσινο και ιώδες πέτρωμα,
ίσως γυρεύοντας να φτάσει
στη λεία απόφαση του τέλους.

Εμβρόντητα σχήματα, 
σμίλη αυστηρή που απόσωσε κι άλλα που γλύφει ακόμα, 
στέκονται 
σε μια τυχαία τελειότητα 
που αν είσαι απρόσεκτος περνάς για μονιμότητα 
μα αν πας κοντύτερα 
σε ραίνει 
ψιλό-ψιλό κοσκίνισμα της πέτρας στο μελτέμι. 

Βράχοι ανήσυχοι. 
Κάποτε, στήλες φλεγόμενες στη δίνη 
διαφεύγοντας από τα έγκατα του εντός 
και τώρα κιονίσκοι σύμμετροι  
βαστάνε τείνοντας  
μια πορφυρή κορύφωση στο ύψος. 

Ο δρόμος κάθε αρχαίου χαλασμού ως το γαλήνιο θραύσμα. 

Μα αυτός ο τόπος έχει ακόμα τα σπλάχνα του ανοιχτά 
κι η καλλονή ιλιγγιώδης δυνατότητα 
ώσπου να ξανανοίξει  το τρομερό του μεταλλείο ο καιρός 
χυτεύοντας από τον βράχο μάρμαρο 
και από τον άνθρωπο πηλό  

έτσι που αυτός ο κόσμος που τον κοιτάζεις γνώριμο 
να ’ναι αλλουνού  και κανενός 

κι αυτό το σώμα ακόμα  
που το βαστάς πολύτιμο  
απλά ο μόχθος μιας μετάλλευσης  
ως το επίμονο 
το ολοένα πέραν.    

 

~ Μύκονος ~  

Μαριγώ Αλεξοπούλου 

ΜΥΚΟΝΟΣ

Όλα τα τοπία
οδηγούν στη θάλασσα
μόλις σε βλέπω.

 

~ Νάξος ~   

Φάνης Παπαγεωργίου  

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΙΜΕΙΤΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ 

Είπα δροσερή
κτητική
ταραχώδης

Μου είπαν
η θάλασσα

Είχε για δάκρυα
κάποιες μέρες με αέρα
την ταραχή κάθε που πέρναγε
καράβι 

Λέω ευχαρίστως
θα πνιγόμουν μέσα της 

Η νεότητα διαρκεί περισσότερο
καθότι εκ φύσεως ασταθής
κι η στάθμη ανεβαίνει και στη Νάξο 
Στους κόλπους της
πυροδοτούνται
πόθοι
επαναστάσεις    

Μου λένε
να κολυμπάω 

Είμαι
χερσόνησος
ή καλύτερα ισθμός

Δεν βλέπω πίσω απ’ τις γραμμές
και επιπλέω 

 

~ Νίσυρος ~  

Γεωργία Κολοβελώνη 

ΝΙΣΥΡΟΣ 

Το ηφαίστειο  
βρυχάται όλη νύχτα 
στο κρεβάτι μας       

 
~ Οθωνοί → βλέπε Ερεικούσσα στο Α’ μέρος του Αφιερώματος ~  

 

~ Παξοί ~  

Βίκυ Κατσαρού  

29 ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ  

Απ’ τις λακκούβες της κοιλιάς μου έγλειφες το γάλα 
που έσταζε απ’ το στήθος μου όταν θεά 
με ανακήρυξες της Θάλασσας, μητέρα των δελφινιών  
και φαλαινών.  
Εκατό και πέντε χρόνια οι Παξοί καταφυγή μου,  
τρώγαμε ροδάκινα που έσταζαν σε λευκές αμμουδιές απάνω, 
στα μαλλιά με φίλαγες κάτω από τον ήλιο, 
τη μεθυσμένη αλμύρα στέγνωνες με τα χείλη σου στο δέρμα μου, 
τους κόμπους στα φοβισμένα μου δάχτυλα μετρούσες,
και με την τρίαινα τα σπλάχνα μου ανακάτευες, 
φύτρωναν στα πόδια μου ανάμεσα λιόδεντρα, αμπελώνες.
Εκατό και τρία χρόνια, Γάιε, βρίσκεσαι εδώ θαμμένος
και δεν σου είπα ποτέ ότι Σε Θέλω.   

 

~ Πάρος ~  

Ειρήνη Καραγιαννίδου  

ΠΑΡΟΣ

Το Καλοκαίρι έρχεται με λύπη
Χώμα μυρίζει το σπίτι
Και τραγούδια της Πάρου 
Ό,τι περισσεύει
γεμίζει το στήθος μας. 

 

~ Πάτμος ~  

Λίνα Στεφάνου  

Η ΣΑΜΠΙΝΑ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ    

Κουράστηκε κι έγειρε να κοιμηθεί
σ’ έναν γαλακτοφόρο ορίζοντα που θύμιζε γαλαξία 
Πάνω σε κίτρινα κεφάλια λουλουδιών 
που έγερναν κάτω από το βάρος της άνοιξης 
Σ’ ένα λιβάδι, που η μυρωδιά του λάβδανου τη 
βύθιζε σε όνειρα μεγαλύτερα από τον εαυτό της 
που ήταν κιόλας γαλάζιος. 

Κουράστηκε κι έγειρε να κοιμηθεί στην άκρη ενός 
μαχαιριού που η κόψη του έσταζε φως καθώς 
εκείνη άνοιγε δρόμο στο σκοτάδι. 

Ήρεμη αναπολούσε τους άντρες που είχε γευτεί 
κι εκείνους που ονειρεύτηκε χωρίς ποτέ 
να δοκιμάσει το σημάδι απ’ τα δόντια τους.  
Αναπολούσε τις χώρες που ταξίδεψε κι ένα σπίτι 
με τοίχο λευκό στο νησί της Αποκάλυψης. 

Αναπολούσε τις ωραίες μέρες και τον ήλιο.  

Έγειρε να κοιμηθεί μέσα σ’ ένα στρείδι. 
Έγειρε να κοιμηθεί μ’ ένα κοχύλι στα μαλλιά. 
Έγειρε να κοιμηθεί μέσα στο χιόνι ενός κρεβατιού 
που μοιάζει με γάλα κι έχει την ησυχία του γαλαξία 
που θυμίζει ωκεανό με άπειρο βάθος.  

Ο Ποσειδώνας στεκόταν απ’ έξω 
Δεν μπορούσες να πεις αν την προστάτευε 
ζηλότυπα ή αν χτυπούσε την τρίαινα 
κάτω με μανία ώσπου να του ανοίξουν

Στον ήλιο της 
εκείνος ο πάντα βρεγμένος 
για λίγο έτσι να ζεσταθεί.  

 

~ Πόρος / Ύδρα ~   

Κώστας Θ. Ριζάκης 

ΥΔΡΑΣ ΦΥΓΑΣ ‒ ΠΟΡΟΥ ΝΕΚΡΟΣ

τι υψηλόφρονα μιλάει κάποτες φέγγον και ορθο-
δομεί(ν) σωρούς το κυπαρίσσι αλήθειες όπου ε ε-
τότες τήκονται οι πιο νεκροί σαράντα απο-
θαμμένοι σαρανταδυό όι φυγάνθρωπα κά-
τι κι εν μέτρω αθόρυβα νησάκια πώς θαλασ-
σοανάμεσα ενώθησαν πελάγη οπόσα οι μνή-
μες μόνον δε ονόματι εύθικτος η ύδρα λύνεις εδά
τον πόρον κι ό,τι λερναίος ο έρωτας νυν σού ’φαγεν δϊοσ-
κουροκεφαλές που η μια(ν) τής γης αναγερτή(ν) ή μία(ν)

που δίχα(ν) η αφρώδης θαν δειλιάς· σαχτουρο(μη)χωρίστρας     

 

~~ ** ~~ 

Τα ποιήματα των τριών μερών του αφιερώματος δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.
Τα περισσότερα γράφτηκαν για το αφιέρωμα αυτό (Καλοκαίρι 2022). Καλές δροσιές!

Δείτε εδώ το μέρος Ι
Δείτε εδώ το μέρος ΙΙΙ

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Ο ήλιος φώτιζε στους δρόμους» του Χρίστου Κρεμνιώτη

ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ  Ο ήλιος φώτιζε, στο χολ, ένα αγόρι – και το έντυνε  με φως γεμάτο  απ’ όλων των μελλούμενων καημών τα φωτοστέφανα  έπαιξε με  τα όνειρα έπαιξαν  μαζί του.  Ο ήλιος φώτιζε, στους δρόμους, έναν άνδρα – και τον έντυνε  με...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Κι ο λύκος πάντα πλάι» του Πάνου Κυπαρίσση

ΛΥΤΡΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ Κερδίζει το άδειο περνάει πάντα πλάι, σε χωράει Επινοείς πικρό χαμόγελο να ξεχαστείς ωστόσο κάτι σε τραβάει στο ρήμα που χρωστάς και η κλωστή του κι άλλο αντέχει Τι λες στους φιλοσόφους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«In Absentia» του Μανόλη Πολέντα

1.  Τι εστί χάρισμα και τι να χαρίζεις ό,τι έχεις για μιαν ελπίδα που ήταν ιδέα όταν η ιδέα έχει εγκαταλείψει την ελπίδα –  ας άντεχα να θυμηθώ   τα τελευταία λόγια που αντάλλαξα – με ποιον εαυτό; –   την τελευταία φορά που μίλησα. Ας  ...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.