«Νυχτερινό ταχυδρομείο» του Γ. Χ. Όντεν
μετάφραση: Κώστας Ζαννής
Το νυχτερινό ταχυδρομείο διασχίζει τις συνοριακές γραμμές
Φέρνει επιστολικά δελτάρια κι επιταγές,
Γράμματα για τον πλούσιο, γράμμα για τον φτωχό,
Για το μαγαζάκι της γωνίας και το κορίτσι το διπλανό.
Τραβάει κατά το Μπίτοκ, μια ανηφοριά γερή –
Στην ώρα του πάντως θα φτάσει, τίποτα δεν το πτοεί.
Διασχίζει μπαμπακοχώραφα και μέρη άγονα, βραχώδη,
Φτυαρίζει πίσω του ατμό και του υγραίνονται οι ώμοι,
Ασθμαίνει με θόρυβο και προσπερνά
Χόρτα που γέρνει ο αέρας για μίλια σιωπηλά.
Απ’ τους θάμνους τα πουλιά στρέφουν το κεφάλι όταν ζυγώνει,
Χαζεύοντας την αμαξοστοιχία και το κατάμαυρο βαγόνι.
Τα τσοπανόσκυλα τη ρότα της δεν την αλλάζουν,
Με τα πόδια σταυρωμένα ήσυχα λουφάζουν.
Στ’ αγρόκτημα που συναντά, κανένας δεν ξυπνά,
Μόνο στο υπνοδωμάτιο μια κανάτα με νερό τρέμει απαλά.
Προβάλλει η χαραυγή, το σκαρφάλωμα τελειώνει,
Παίρνει την κατηφοριά για τη Γλασκώβη,
Προς το ξέφωτο με τα κρένια και των ρυμουλκών τα ουρλιαχτά.
Στην πεδιάδα με τις φάμπρικες, τα φουγάρα τα ψηλά,
Μοιάζουν με πύργους γιγάντιου σκακιού στη σκοτεινιά.
Σ’ ολόκληρη τη Σκοτία το καρτεράνε:
Σε λαγκαδιές ανήλιαγες, σε λίμνες που λαμποκοπάνε,
Οι άνθρωποι μαντάτα λαχταράνε.
Γράμματα ευχαριστήρια, επιστολές τραπεζικές,
Γράμματα για του κανακάρη και της κόρης τις χαρές,
Λογαριασμούς και προσκλήσεις για μπάλους,
εκδηλώσεις κι επισκέψεις συγγενών,
Κι αιτήσεις με υπογραφές: «Ευπειθέστατος ο αιτών».
Ραβασάκια ερωτευμένων αδέξια, διστακτικά
Και κουτσομπολιά, κουτσομπολιά, από κάθε γης γωνιά,
Ειδήσεις εξεχούσης σημασίας, νέα οικονομικά,
Γράμματα που σε ξεσηκώνουν να φύγεις διακοπές,
Ορνιθοσκαλίσματα μ’ αράδες κυματιστές,
Γράμματα από ξαδέρφια, απ’ τον θείο, απ’ τη θεία,
Γράμματα για τη Σκοτία απ’ τη Νότια Γαλλία,
Γράμματα συλλυπητήρια για πεδιάδες κι ορεινά
Υπερπόντιες γραφές από Εβρίδες, Καναδά.
Γραμμένα σε κάθε απόχρωσης χαρτί,
Ρόδινο, λευκό, γαλάζιο, βιολετί,
Φλύαρα, ανούσια, ανιαρά, λατρευτικά,
Ψυχρά, επίσημα, εγκάρδια ή άκρως διασκεδαστικά,
Έξυπνα, βλακώδη, σύντομα και σχοινοτενή,
Δακτυλoγραφημένα, τυπωμένα ή ανορθόγραφα πολύ.
Χιλιάδες ακόμα κοιμούνται βαθιά
Βλέποντας όνειρα με τέρατα τρομακτικά,
Ή πως πίνουνε με φίλους τσάι στο Κράνστον
Ή στο Κρόουφορντ, ενώ η ορχήστρα παιανίζει απαλά.
Κοιμούνται στην εργατική Γλασκώβη,
Κοιμούνται στο Εδιμβούργο το νοικοκυρεμένο,
Κοιμούνται στο Άμπερντιν το γρανιτένιο
Κι όπου να ’ναι θα ξυπνήσουν για ειδήσεις διψασμένοι,
Κι ούτ’ ένας δεν υπάρχει που ακούει τον ταχυδρόμο να σημαίνει
Χωρίς η καρδιά του να χτυπά πιο δυνατά.
Γιατί πόσοι αντέχουν να νιώθουν ξεχασμένοι;