fbpx
«Οι ρίζες έφτασαν στη θάλασσα» του Αλέξανδρου Μηλιά
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας / Alexios Mainas

«Οι ρίζες έφτασαν στη θάλασσα» του Αλέξανδρου Μηλιά

ΚΛΑΓΓΗ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ

Φτάνει να με αγαπάς, είπε. Πέθανα. Όλες οι πομπές χαιρέτισαν το πέρασμά μου.
Όταν αγγίζεις το στήθος τους, με λάβα η καρδιά τους θα χτυπά. Δεν θα βγάζουν άχνα.
Θυμήσου τα μάτια μου, μαρμαρωμένος το άνοιγμα πώς κοίταγες, τα βγαλμένα της γης σπλάχνα.
Με δέχθηκαν· όπως παραμέριζαν κάτω απ’ τα πέλματά σου οι κόκκοι της άμμου

στον παράδεισο του καλοκαιριού. Θυμάσαι τη λύπη του μεσημεριού, όταν μονάχα τα τζιτζίκια
μιλούσαν, κι ήμασταν αφημένοι στον ύπνο, και τα χνότα μας μύριζαν καρπούζι;
Αλήθεια είναι, ξεχασμένη χρόνια η φωνή σου, τίποτα πια δεν ζει.
Οι ρίζες έφτασαν στη θάλασσα, η σκέψη έγινε του αφρού σκιά, τ’ αρμυρίκια

με λυγισμένα τα κλαδιά τους στα νερά, κι η σκέπη τ’ ουρανού θολώνει και με κατεβάζει
από τον θρόνο της μνήμης. Επειδή το ζήτησα εγώ. Αυτή είναι η δύναμή μου, το πιστεύεις;
Κάποτε μ’ ένιωθες – πάψε ν’ αμφισβητείς, ν’ απογοητεύεις, να παιδεύεις
τους λίγους που σε κατανοούν. Σε αγαπώ. Ναι. Η ποίηση μόνο δάκρυα θα συνάζει.

Κατεβαίνοντας κέντρο Αθήνας, οι δυο μας, οδηγούσα, λέω: Πρόσεχε όταν πεθάνω. Γαμώτο.
Και μας πλευρίζει το σαράβαλο, βρίζοντας σκαιά. Χτυπώ το χέρι στο ντουλάπι, για ένα πιστόλι.
Θυμάσαι; Χάθηκαν. Το μήνυμα όμως παραμένει: Στο διάολο όλοι,
κανείς, κανείς τους δεν μας απειλεί. Τι δεν καταλαβαίνεις; Θα εγκαταλείπεις την κάθε μέρα στης Πρέβεζας τον κρότο;

Αν είναι πες το. Ποιος σου τα έμαθε όλα αυτά; Έπρεπε επί δεκαπέντε συναπτά
έτη να χύνεις το αίμα σου, όλοι οι αχρείοι, τα σκουπίδια, στου πλήθους την ορμή να σε θυσιάζουν;
Οι εγκέφαλοι της αφυδάτωσης, να περιπαίζουν, να θριαμβολογούν, ν’ αδειάζουν
τη θάλασσα κι ύστερα να πετροβολούν; Επτά επτά;

Σαρανταεννιά. Και ένα; Έχω πεθάνει. Οι νότες είμαι στο μυαλό σου. Έπαιζε τότε: Dave Brubeck Quartet,
Take Five. Κι η μελωδία που με κύκλωνε νεκρό θα έδινε λυγμού χροιά στου κάθε έρωτα, μετά, την τρικυμία.
Σε κάθε αρρώστια· φυσητό γυαλί, χρυσό πνευστό, το βάθος κάθε δύσκολης αναπνοής σαν συμφωνία
θανάτου σε τραβάει. Ξέρεις τι λέω; Άσε. Θάψε στην άμμο, ξέχνα τα όλα: Τα βιβλία. Τυφλοί εστέτ

–δεν βλέπεις;– έστησαν παγίδα μεγαλύτερη απ’ το ανάστημά σου. Άντε χάσου,
θα έλεγα, με δίπλα ένα χαμόγελο γυναίκας να ξεπλένει από τα στήθη την οργή.
Όμως τελείωσαν αυτά. Διότι κόπηκε το νήμα. Διότι ακούγεται η κλαγγή
των όπλων. Σαν ξιφολόγχη ας λάμψει λάμα λέξεων– κάποτε θα μοιράζει φρούτα καλοκαιρινά για τα παιδιά σου.

Ξαναρωτώ: Επτά επτά; Σαρανταεννιά. Και ένα; Έχω πεθάνει. Ναι, έχω πεθάνει.
Από τον θρόνο της μνήμης κατεβαίνω. Επειδή το ζήτησα εγώ. Αισθάνθηκες τη λύπη του μεσημεριού;
Συγκίνηση μες στη ζωή, όχι γράφοντας. Μ’ ακούς; Μόνο τα τζιτζίκια. Του νερού
είναι όλα. Ποτάμι που κυλάει και χάνεται η φωνή μου– Φτάνει, φτάνει!

Να με αγαπάς. Εμένα κι οτιδήποτε έχει πεθάνει. Βγάλε με όμως ασπροπρόσωπο. Χρησιμοποίησε ό,τι θες: Στουπέτσι.
Μηδένισέ τους. Τελείωσαν οι αβρότητες. Σαν λευκή κόλλα μαθητή
είναι καλύτερα να τσαλακώνεσαι; Ας πρόσεχαν. Μια φορά, έκανες το καθήκον σου. Ειρκτή
ισόβια θα εκτίεις; Φεύγω. Αν σε ρωτήσουν γιατί ήρθα, ν’ απαντήσεις: Έτσι.

Μαρμαρωμένος, με βγαλμένα της γης σπλάχνα. Μάτια γαληνεμένα και ανήσυχα. Πατέρα και γιου.
Γραφή νεκροπομπή, άνευ προηγουμένου αιματοχυσία. Άχνα δεν βγαίνει. Γυναικείο στήθος, λάβα.
Έλαβα το μήνυμα. Οι νότες είσαι που με κύκλωσαν. Νεκρό. Θα κολυμπήσεις μόνος, σε κατάλαβα.
Όμως, τέλος οι αβρότητες. Ας το γνωρίζουν. Κι ας θυμηθούν: Ένας ένας θα σβήνουν σε λευκό του μολύβδου.

 

ΠΥΡΕΤΟΣ

Και φώναζες κλοτσώντας
«με τα σκουλήκια θα ζω;» κι έφυγες άρρωστος,
μια στάση στο πρώτο περίπτερο, γιαούρτια,
ναι, αντιβίωση, λεφτά, στις τσίχλες ανάμεσα
(χωρούσαν κάποτε ηδονή καλή, περιπτερά) «σοβά,
απ’ τους τέσσερις τοίχους θα τρώω;», τα χείλη της
φιλούν στο μυαλό, ασβέστης, πνίγει τη ζωή,
πυρετός, καίγεσαι, «ύπνος
μπλέκει τον θάνατο με τον έρωτα»,
χέρια πλεχτά, νεκρός με ιδρώτα,
θαύμα, ναι, ανελέητα, σπίτι, πυροβολεί
την καρδιά του, μια φορά, επιστρέφει, κι άλλη μια
τελευταία, κόκκινος σαν πορφύρα, ρωτά:
«τι θ’ απογίνεις στα αίματα;»,
στάλες βραχιόλια φωτιά τα φιλιά της
στο στόμα, πυρετός, δεν ξυπνάς,
ανεβαίνει στο σώμα λευκή του έρωτα
φράση που πνίγει την καρδιά «τι θ’ απογίνεις
στα αίματα;», κλοτσάς τον αέρα «με τα
σκουλήκια θα ζω;», το μυαλό κάτω
στο πρώτο σκαλί, τη σκιά της
πυροβολείς, σαν λεπίδα
κόκκινη στην καρδιά στάλες φωτιά
οι στροφές της, πυροβολείς
την καρδιά του, εσύ, δεν ξυπνάς,
την καρδιά σου, εσύ–
τίποτα ακόμα δεν έχεις δει.

 

Ο Αλέξανδρος Μηλιάς γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα, όπου και σπούδασε Ιατρική. Ειδικεύτηκε στην Παιδοψυχιατρική. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ό,τι φέρει η βροχή (Εκδόσεις Έψιλον, 2010) και Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων (Εκδόσεις Πατάκη, 2014).

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Ο ήλιος φώτιζε στους δρόμους» του Χρίστου Κρεμνιώτη

ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ  Ο ήλιος φώτιζε, στο χολ, ένα αγόρι – και το έντυνε  με φως γεμάτο  απ’ όλων των μελλούμενων καημών τα φωτοστέφανα  έπαιξε με  τα όνειρα έπαιξαν  μαζί του.  Ο ήλιος φώτιζε, στους δρόμους, έναν άνδρα – και τον έντυνε  με...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Κι ο λύκος πάντα πλάι» του Πάνου Κυπαρίσση

ΛΥΤΡΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ Κερδίζει το άδειο περνάει πάντα πλάι, σε χωράει Επινοείς πικρό χαμόγελο να ξεχαστείς ωστόσο κάτι σε τραβάει στο ρήμα που χρωστάς και η κλωστή του κι άλλο αντέχει Τι λες στους φιλοσόφους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«In Absentia» του Μανόλη Πολέντα

1.  Τι εστί χάρισμα και τι να χαρίζεις ό,τι έχεις για μιαν ελπίδα που ήταν ιδέα όταν η ιδέα έχει εγκαταλείψει την ελπίδα –  ας άντεχα να θυμηθώ   τα τελευταία λόγια που αντάλλαξα – με ποιον εαυτό; –   την τελευταία φορά που μίλησα. Ας  ...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.