«Ποντοπορεί όρθιος πάνω στο κύμα» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού
ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ
Τον ποιητή και τον επαναστάτη
–ή απλώς τον Ποιητή–
Τον έγδαραν τον πέταξαν
Σε βρόμικο κανάλι του Σηκουάνα
Ένα κεφάλι τού ’κοψαν
Χιλιάδες μέτωπα
Κόκκιν’ ανθίζουν τριαντάφυλλα
Ένα στόμα τού σφράγισαν
Μυριάδες λαρύγγια
Το τραγούδι του αρμενίζουν…
Κι εκείνος όρθιος πάνω
Στου ωκεανού το κύμα
Ποντοπορεί
Την ατέλειωτη προσευχή του…
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Ως ο Πέτρος στη νεκρή Ταβιθά
– Ανάστηθι είπε και
Πνοήν ενεφύσησε…
Και ο ποιητής στη σπορά του
– Ανάστηθι λέγει και
Ο στίχος του θάλλει!
ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ
Χειμώνες άσπλαχνοι στην επαρχία
Κούφιοι δρόμοι πλατείες μαρμάρου
Αγάλματα θαρρείς οι κλειστοί τους κοιτώνες
Και χαλάσματα σκέψης που τρομάζει
Τη δουλειά της να πράξει…
Θαρραλέα μονάχα βρυχώνται
Στους κατάκοιτους δρόμους
Χτικιασμένα τετράποδα
Και επαίτες πρωτόπλαστοι
Ανίατης πτώσης
Τις γραφές ν’ αρμενίζουν αδέσποτοι
Σκλάβοι πώς τους χειμώνες
Νικήσαν…
ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ
Ούτε που το κατάλαβε πως της έλειπαν δάχτυλα
– Κυρούλα πού τα δάχτυλα έχασες;
Κάποια μέρα περίεργο ένα παιδί τη ρωτάει…
Έφερνε τα χέρια της πολύ κοντά στα μάτια της και
Κάθε φορά μετρούσε αργά ψελλίζοντας τους αριθμούς
Τα δάχτυλα – δέκα στην αρχή κανονικά όπως όλοι μας είχε
Κι έπειτα χρόνια κάποια μετά έφυγε πριονισμένο
Από πριόνι αόρατο ένα της δάχτυλο
Κι ακολούθησε κι άλλο αργότερα κι άλλο
Και μετρούσε τα κομμένα δάχτυλα όπως τα χρόνια της
Και μετρούσε τα κομμένα δάχτυλα με τα πένθη της
Και μετρούσε τα κομμένα δάχτυλα σαν τις ζάρες της
Ώσπου μόνον ο δείχτης ξέμεινε του αριστερού της χεριού
– Κυρούλα πού τα δάχτυλα έχασες;
Κάποια μέρα που περίεργο παιδί τη ρωτάει…
Ύψωσε με περίσκεψη τον δείχτη του αριστερού χεριού της
Και προς την άγνωρη δείχνοντας θάλασσα
– Η ζωή παιδί μου η Ζωή και χάμω σωριάστηκε…
Χωρίς καν το τελευταίο της δάχτυλο…