Δύο ποιήματα του Τάσου Μιχαηλίδη
Αναλγητικά αλφαβήτου
I.
Ο πόνος δεν ήταν σκιά χειμώνα
σ’ ήλιο παιδιού.
Ούτε φόρεμα ξανθόμαλλης στοργής.
Ήταν σπόρος. Έπασχε να ψηλώσει.
Μεγάλωσε μαζί μου.
Πήρε χώρο μέσα
στον βυθό.
Απέμεινε στο τέλος μοναχός του.
Κι εγώ ξηλωμένα φύλλα
κάπου εδώ
και
κει.
Να χάσκουν κίτρινο φλουρί
σ’ ένα πεθαμένο αέρα.
II.
Λέξεις; Ποιος αγαπά
λέξεις;
Τσόφλια γεμάτα σάλια
Ρούχα δίχως σάρκα
Ψέματα χωρίς σκάγια
Λέξεις; Ποιος πια φορά;
Η γύμνια άφησε αχρείαστα
τα κοσμήματα
της νύχτας.
Στο τόσο φως
ο βόμβος μοιάζει ίκτερος.
Και βαλσαμώνεται με νέο ήλιο.
Να γίνει σιωπή. Να ησυχάσουν πάντες.
III.
Δεν σε πίστεψε κανένας.
Μιλούσες αδίκως χρόνια.
Τώρα σ’ είπαν φλύαρο.
Δεν έβρισκαν σκοπιμότητα
για τόσους ήχους.
Ακαλαίσθητο ένα χάσκον στόμα.
Μέρες τώρα, κανείς δεν ανταλλάσσει μαζί σου
ψίθυρο.
Μην πάρεις θάρρος
και μιλήσεις.
Η γλώσσα θέλει διάλογο.
Εσύ μόνος.
Να μάθεις να μην μιλάς τη γλώσσα
όσων δεν αγαπούν τον διάλογο
που θέλεις.
Δεν σε πίστεψε κανένας.
Ούτε η ηχώ σου.
Νοηματική
Μιλώντας σου
με σύμφωνα υγρόληκτα
για μέλλον
φωνηεντόληκτης γαλήνης…
Έπειτα, τη σειρά πήραν τα οδοντικόληκτα:
θα... θα… θα!
«Σσσς», το δάχτυλό σου σχημάτισε στα χείλη
σήμερα συριστικό
σφυρίζουν τα λόγια μου
(είπες).
Τίποτα δεν έμοιαζε πως σταμάτησε να είναι
χθες
πάνω μου
(εξήγησες).
Σιώπησα στην ντροπή.
«Σσσς», η ηχώ στο στήθος
γρυλίζει ακόμα.