fbpx
Ομήρου «Οδύσσεια»: «Στης Καλυψώς το άντρο» (ραψωδία ε, στ. 75-225)

Ομήρου «Οδύσσεια»: «Στης Καλυψώς το άντρο» (ραψωδία ε, στ. 75-225)

μετάφραση: Κώστας Χωρεάνθης
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Χωρεάνθη

Εισαγωγικό σημείωμα

Είκοσι ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει αφότου είχε τελειώσει ο Τρωικός πόλεμος και ο πανούργος Οδυσσέας ακόμα να φανεί. Ούτε είχε μαθευτεί αν βρίσκεται κάπου ζωντανός ή κείτεται νεκρός. Όλοι στην Ιθάκη τον είχαν ξεχάσει. Οι μνηστήρες της Πηνελόπης μπαινόβγαιναν στα παλάτια του κι εκείνη δεν έπαιρνε απόφαση, μέχρι που κι ο Τηλέμαχος αγανάχτησε. Οι θεοί καλοπερνούσαν εκεί ψηλά στον Όλυμπο και διασκέδαζαν χωρίς να γνοιάζονται για τους θνητούς.

Ξαφνικά, μια πανέμορφη αυγή που η μέρα άπλωνε το χαμόγελό της στα βουνά, μόλις άνοιξε τα μάτια της η θεά Αθηνά, η αγαπημένη κόρη του Δία, θυμήθηκε τον πολυβασανισμένο Οδυσσέα που παράδερνε στις θάλασσες. Έτρεξε στον Δία και μπροστά στους άλλους θεούς:

«Εσείς εδώ καλοπερνάτε», είπε, «όμως εκείνον τον πολύπαθο κρατάει στο νησί της με το ζόρι η Νύμφη Καλυψώ».

«Κόρη μου, τι λες τώρα;» χαμογέλασε ο Δίας. «Εσύ δεν ήθελες να φτάσει στο σπίτι του, αφού πρώτα τιμωρηθεί για όσα ανόσια έπραξε; Αλλά θα σου το κάνω το χατίρι». Κι αμέσως φώναξε τον Ερμή: «Πήγαινε γρήγορα», του λέει, «στα παλάτια της και πες της να τον αφήσει να φύγει και να τον βοηθήσει, πες της, να φτάσει ζωντανός στην πατρίδα του πάνω σε σχεδία».

Ο Ερμής φόρεσε τα φτερωτά του πέδιλα, άρπαξε το μαγικό ραβδί και πέταξε σαν θαλασσαετός, πάνω από στεριές κι από θάλασσες, κι έφτασε στο πανέμορφο νησί της Νύμφης Καλυψώς. Από μακριά την άκουσε να τραγουδάει. Κι όταν έφτασε στο άντρο της, εκεί…

Στης Καλυψώς το άντρο

...Εκεί αφού σταμάτησε θαύμαζε ο Αποκρισάρης Αργειφόντης.[1] 75
Ύστερα, αφού με την ψυχή του θαύμασε τα πάντα,
αμέσως στο ευρύχωρο μπήκε το σπήλαιο· απέναντί της βλέποντάς τον
καθόλου δεν αστόχησε η Καλυψώ, η πιο σεβαστή από τις θεές,
γιατί άγνωστοι οι θεοί δεν είναι μεταξύ τους
οι αθάνατοι, ακόμα κι αν κάποιος σε μακρινά δώματα μένει. 80
Τότε, τον Οδυσσέα τον μεγαλόψυχο δεν τονε βρήκε μέσα,
αλλά εκείνος καθισμένος πάνω στην ακτή έκλαιγε όπως και πρώτα,
με δάκρυα και με στεναγμούς και πόνους την ψυχή σπαράζοντας.
Πάνω στον πόντο τον αδάμαστο στύλωνε το βλέμμα δάκρυα χύνοντας.
Και τον Ερμή τον ρώτησε η Καλυψώ, η πιο σεβαστή από τις θεές, 85
σε θρόνο φωτεινό κι αστραφτερό καθίζοντάς τον:
«Για ποιο σκοπό, Ερμή χρυσόβεργε, έχεις έρθει
και ντροπαλός και φιλικός; Πρωτύτερα δεν σύχναζες καθόλου.
Λέγε ό,τι σκέφτεσαι· να σου το κάνω και η ψυχή με σπρώχνει,
εάν μπορώ, βέβαια, να το κάνω και αν μπορεί να γίνει. 90
Ωστόσο, ακολούθησέ με πρώτα, φιλοξενίας τραπέζι να σου στρώσω».
Έτσι αφού είπε η θεά, μπροστά του έστρωσε τραπέζι
γιομίζοντας με αμβροσία κι ετοίμασε και νέκταρ κόκκινο.
Ύστερα έπινε κι έτρωγε ο Αποκρισάρης Αργειφόντης.
Μετά, αφού δείπνησε κι εύφρανε την ψυχή του με το φαγητό, 95
τότε σ’ εκείνη απαντώντας γύρισε τον λόγο:
«Μ’ ερωτάς γιατί ήρθα, θεά, τον θεό· αμέσως εγώ εσένα
αληθινά θα σου πω· γιατί με παρακάλεσες.
Ο Δίας με πρόσταξε να έρθω εδώ χωρίς να το θέλω·
και ποιος με τη θέλησή του τόσο πολύ θα πέρναγε αρμυρό νερό 100
ατελείωτο; Ούτε είναι σιμά καμιά πόλη θνητών, που στους θεούς
προσφέρουν ιερές θυσίες κι εκατόμβες παρακλητικές.
Αλλά είναι δύσκολο κι αλλιώς του Δία την απόφαση του Αιγίοχου[2]
μήτε να την ξεφύγει άλλος θεός ούτε να ματαιώσει.
Λέει πως βρίσκεται κοντά σου ο άντρας ο πιο βασανισμένος απ’ τους άλλους
τους άντρες που γύρω στην πόλη του Πριάμου μάχονταν 105
εννιά χρόνια, και τον δέκατο την πόλη κυριεύοντας κίνησαν
για την πατρίδα· αλλά κατά τον γυρισμό έφταιξαν στην Αθηνά,
κι εκείνη σήκωσε πάνω τους άνεμο κακό και κύματα μεγάλα.
Τότε, οι άλλοι όλοι χάθηκαν οι αντρειωμένοι σύντροφοί του, 110
κι εκείνον προς τα δω παρασέρνοντας ο άνεμος και το κύμα τον έφεραν σιμά.
Αυτόν τώρα σε προστάζει να τον ξεπροβοδίσεις το γρηγορότερο·
γιατί δεν είναι γραφτό του μακριά από τους προσφιλείς του να χαθεί,
αλλά ακόμα είναι μοιραίο και τους αγαπημένους του να δει και να γυρίσει
στο σπίτι του το ψηλοτάβανο και στη δική του γη την πατρική». 115
Έτσι της είπε, και ρίγησε η Καλυψώ, η σεπτή μες στις θεές,
και προσφωνώντας τον του έλεγε λόγια φτερωτά:
«Άσπλαχνοι είστε, οι θεοί, ζηλιάρηδες πιότερο απ’ τους άλλους,
που με τις θεές πικραίνεστε να πλαγιάζουν με άντρες
φανερά, αν κάποια τον αγαπημένο της έκανε σύζυγο. 120
Έτσι, όταν τον Ωρίωνα πήρε η ροδοδάκτυλη Αυγή,
τόσο μαζί της πικραθήκατε οι θεοί που κάνετε εύκολη ζωή,
ώσπου στην Ορτυγία η χρυσόθρονη Άρτεμη η αγνή,
τα μαλακά της βέλη ρίχνοντας τον σκότωσε.
Το ίδιο κι όταν με τον Ιασίωνα η ομορφοπλόκαμη Δήμητρα, 125
από τον πόθο νικημένη, έσμιξε σε κρεβάτι ερωτικά
σε χωράφι οργωμένο τρεις φορές· και τότε απληροφόρητος δεν έμεινε
ο Δίας, που τον σκότωσε ρίχνοντας τον αστραποβόλο κεραυνό.
Έτσι και τώρα πάλι πικραίνεστε, θεοί, που άντρας θνητός είναι κοντά μου.
Όμως αυτόν εγώ τον έσωσα που ήταν πιασμένος από την καρίνα 130
ολομόναχος, γιατί το γρήγορο καράβι του μ’ αστραποβόλο κεραυνό
ο Δίας χτυπώντας το έσκισε στη μέση του μελανού πόντου.
Τότε οι άλλοι χάθηκαν όλοι οι αντρειωμένοι του σύντροφοι,
κι εκείνον προς τα δω ο άνεμος και το κύμα παρασέρνοντας τον έφεραν σιμά.
Κι αυτόν εγώ τον κανάκευα και τον έτρεφα και λογάριαζα 135
να τον κάνω να είναι αθάνατος κι αγέραστος όλες τις μέρες.
Αλλά αφού δεν γίνεται του Δία την απόφαση του Αιγίοχου
ούτε να προσπεράσει άλλος θεός ούτε να ματαιώσει,
ας πάει, αφού γι’ αυτόν εκείνος αποφασίζει και προστάζει,
πάνω στον πόντο τον αδάμαστο. Μα δεν θα τον προβοδίσω, βέβαια, εγώ· 140
γιατί δεν μου βρίσκονται καράβια με κουπιά και σύντροφοι,
που θα τον ταξιδεύανε πάνω στα πλατιά νώτα της θάλασσας.
Όμως πρόθυμα θα τον συμβουλέψω και δεν θα του αποκρύψω,
πώς, όσο μπορεί περισσότερο άβλαβος, στην πατρική του γη να φτάσει».
Και σ’ εκείνη τότε απάντησε ο αποκρισάρης Αργειφόντης: 145
«Έτσι τώρα προβόδισέ τον και του Δία να φοβάσαι την οργή,
μήπως αργότερα σε βαρύνει ξεσπώντας πάνω σου την οργή του».
Κι αφού της είπε αυτά, έφυγε ο δυνατός Αργειφόντης·
κι εκείνη προς τον Οδυσσέα τον μεγαλόψυχο η σεβάσμια νύμφη
πήγαινε γιατί στου Δία υπάκουσε τα κελεύσματα. 150
Κι αυτόν απάνω στην ακτή τον βρήκε καθισμένο· κι ουδέποτε τα μάτια του
από τα δάκρυα δεν στέγνωναν, κι έρευε η γλυκιά του η ζωή
για τον γυρισμό θρηνώντας, επειδή καθόλου πια δεν του άρεσε η νύμφη.
Κι όμως τις νύχτες του τις περνούσε αναγκαστικά
μέσα στα γλαφυρά σπήλαια κοντά της, μη θέλοντας, γιατί τον ήθελε· 155
και τις ημέρες στις ακρογιαλιές καθίζοντας
με δάκρυα και στεναγμούς και πόνους την καρδιά σπαράζοντας
πάνω στον πόντο τον αδάμαστο στύλωνε το βλέμμα δάκρυα χύνοντας.
Και σιμά του στέκοντας τον προσφωνούσε η σεβαστή μες στις θεές:
«Κακόμοιρε, εδώ σ’ εμένα πια μην οδύρεσαι, ούτε και η ζωή σου 160
να μαραίνεται· γιατί τώρα πια πρόθυμη θα σε προβοδίσω.
Μα, έλα, ξύλα μεγάλα κόβοντας συνάρμοζε με το χαλκό
πλατιά σχεδία· και ύστερα δοκάρια μπήξε πάνω της
ψηλά, για να σε μεταφέρει πάνω στον ανταριασμένο πόντο.
Κι εγώ άρτο και νερό και κρασί κόκκινο 165
θα βάλω μέσα ποθητά που θα σου διώχνουνε την πείνα
και φορέματα θα σου φορέσω και ούριο άνεμο θα στείλω πίσω σου,
όσο περισσότερο γίνεται άβλαβος στην πατρική σου γη να φτάσεις,
αν οι θεοί το θέλουνε, αυτοί που τον πλατύ ουρανό εξουσιάζουν,
αυτοί που είναι από μένα δυνατότεροι να σκεφτούν και να τελειώσουν». 170
Έτσι του είπε και ρίγησε ο πολύπαθος, ο θεϊκός Οδυσσέας,
και απαντώντας της, με τέτοια λόγια τής μιλούσε, φτερωτά:
«Τώρα κάτι άλλο εσύ, θεά, σκαρώνεις κι όχι προβόδισμα
που με προτρέπεις με σχεδία να περάσω το μέγα διάστημα της θάλασσας,
το φοβερό κι επικίνδυνο· που αυτό μήτε πλοία ισοζυγιασμένα 175
το περνούνε γοργοτάξιδα, καμαρωτά με του Δία το πρίμο αγέρι.
Ούτε κι εγώ θα έμπαινα χωρίς τη θέλησή σου σε σχεδία,
αν βέβαια δεν αποφάσιζες, θεά, να μου ορκιστείς μεγάλο όρκο
πως δεν σοφίστηκες κανένα άλλο κακό πάθημα για μένα».
Έτσι της είπε και χαμογέλασε η Καλυψώ, η σεβαστή μες στις θεές, 180
και με το χέρι της τον χάιδεψε και με τέτοια λόγια τού μιλούσε:
«Πραγματικά είσαι πανούργος και η γνώση σου δεν πάει στα χαμένα,
που τέτοιο λόγο επινοήθηκες τώρα να φανερώσεις.
Ας είναι μάρτυρας τώρα η γη και ο πλατύς ο ουρανός εκεί ψηλά
και το νερό της Στυγός που στάζει κάτω, που είναι ο μεγαλύτερος 185
όρκος κι ο φοβερότερος για τους μακαρισμένους θεούς,
ότι δεν σοφίστηκα κανένα άλλο πάθημα για σένα.
Αλλά, όσα σοφίζομαι και θα σου φανερώσω, αυτά που για μένα
την ίδια θα σοφιζόμουνα όταν σε τόση ανάγκη θα έφτανα·
γιατί και η προαίρεσή μου είναι αγαθή, ούτε κι εμένα την ίδια
δεν είναι η καρδιά στα στήθια σιδερένια αλλά ελεήμων». 190
Έτσι αφού του μίλησε, προπορευόταν η σεπτή μες στις θεές
γρήγορα· κι αυτός πήγαινε πίσω της πάνω στα χνάρια της θεάς.
Κι έφτασαν στο γλαφυρό το σπήλαιο η θεά κι ο άντρας,
κι εκείνος εκεί κάθισε στον θρόνο από όπου σηκώθηκε 195
ο Ερμής, και η νύμφη τού έβαλε μπροστά όλα τα φαγητά,
να τρώει και να πίνει, τέτοια που οι θνητοί άνθρωποι τρώνε·
και η ίδια καθόταν απέναντι στον Οδυσσέα τον θεϊκό,
και μπροστά της αμβροσία οι δούλες της και νέκταρ άφησαν.
Κι αυτοί τα έτοιμα φαγητά που ήταν μπροστά τους έτρωγαν με τα χέρια. 200
Κι έπειτα, όταν απόλαυσαν το φαγητό και το πιοτί
ανάμεσά τους άρχισε τον λόγο η Καλυψώ η σεπτή μες στις θεές:
«Διογέννητε γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
έτσι στο σπίτι σου και στην αγαπημένη πατρική σου γη
θέλεις αμέσως τώρα να γυρίσεις; Με γεια και με χαρά σου! 205
Μα, αν ήξερες μέσα στα φρένα σου πόσα σου γράφει η μοίρα
βάσανα να υποφέρεις, προτού στην πατρική σου γη να φτάσεις,
εδώ και πάλι μένοντας μαζί μου το δώμα αυτό θα φύλαγες
κι αθάνατος θα γινόσουνα κι ας λαχταράς τόσο να δεις
τη νόμιμη γυναίκα σου, που πάντα την ποθείς όλες τις μέρες. 210
Κι όμως δεν το φαντάζομαι να είμαι κατώτερη από κείνη
μήτε στο σώμα μήτε στο ανάστημα αφού καθόλου δεν ταιριάζει
θνητές με αθάνατες στο σώμα και στην όψη να συγκρίνονται».
Και απαντώντας σ’ εκείνη της είπε ο Οδυσσέας ο πανούργος:
«Σεπτή θεά, γι’ αυτό μη μου θυμώνεις· ξέρω κι ο ίδιος 215
πολύ καλά τα πάντα, πόσο είναι από σένα η φρόνιμη η Πηνελόπη
στην όψη και στο ανάστημα κατώτερη όταν αντίκρυ σου τη δεις·
γιατί εκείνη είναι θνητή κι εσύ αθάνατη κι αγέραστη.
Αλλά, κι έτσι θέλω κι επιθυμώ όλες τις μέρες
στο σπίτι μου να πάω και να ιδώ του γυρισμού τη μέρα. 220
Κι αν κάποιος πάλι με τσακίσει από τους θεούς μέσα στον μαύρο πόντο,
θα το αντέξω με την πολύπαθη ψυχή που έχω μες στα στήθια·
γιατί κι ως τώρα δοκίμασα παρά πολλά και πολλά υπόφερα
στα κύματα και στον πόλεμο· μαζί μ’ αυτά και τούτο ας γίνει».
Έτσι της είπε, κι ο ήλιος πια βασίλεψε κι απλώθηκε σκοτάδι· 225
και γυρίζοντας οι δυο τους στον μυχό του σπηλαίου του γλαφυρού
χάρηκαν τον έρωτά τους μένοντας ο ένας πλάι στον άλλο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αποκρισάρης Αργειφόντης: Σταθερά επίθετα του Ερμή.
[2] Αιγίοχος: Που σείει τη γη, ένα από τα πολλά επίθετα του Δία.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Ο ήλιος φώτιζε στους δρόμους» του Χρίστου Κρεμνιώτη

ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ  Ο ήλιος φώτιζε, στο χολ, ένα αγόρι – και το έντυνε  με φως γεμάτο  απ’ όλων των μελλούμενων καημών τα φωτοστέφανα  έπαιξε με  τα όνειρα έπαιξαν  μαζί του.  Ο ήλιος φώτιζε, στους δρόμους, έναν άνδρα – και τον έντυνε  με...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Κι ο λύκος πάντα πλάι» του Πάνου Κυπαρίσση

ΛΥΤΡΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ Κερδίζει το άδειο περνάει πάντα πλάι, σε χωράει Επινοείς πικρό χαμόγελο να ξεχαστείς ωστόσο κάτι σε τραβάει στο ρήμα που χρωστάς και η κλωστή του κι άλλο αντέχει Τι λες στους φιλοσόφους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«In Absentia» του Μανόλη Πολέντα

1.  Τι εστί χάρισμα και τι να χαρίζεις ό,τι έχεις για μιαν ελπίδα που ήταν ιδέα όταν η ιδέα έχει εγκαταλείψει την ελπίδα –  ας άντεχα να θυμηθώ   τα τελευταία λόγια που αντάλλαξα – με ποιον εαυτό; –   την τελευταία φορά που μίλησα. Ας  ...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.