fbpx
«Νέα χριστουγεννιάτικα ποιήματα» – Αφιέρωμα στα Χριστούγεννα
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας

«Νέα χριστουγεννιάτικα ποιήματα» – Αφιέρωμα στα Χριστούγεννα

επιμέλεια/συντονισμός αφιερώματος: Αλέξιος Μάινας

Ποιήματα με χριστουγεννιάτικη θεματική

Γιώργος Αλισάνογλου

[ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ ΜΟΥ
ή Ο ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΚΑΠΟΤΕ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΔΩ]

Δέντρο που βλέπει προς το τίποτα
στο κέντρο του ακάλυπτου – αίσθηση
που κοντοστέκεται γύρω από βολβούς γατίσιους
είναι ένας πράσινος κυκλικός ορίζοντας
μια εύθραυστη γιρλάντα – περιδινούμενη
στην κορυφή του τριγώνου, μέχρι το σβησμένο αστέρι
όταν το βλέμμα εισέρχεται μέσ’ απ’ τα χέρια μου
σε νέο χρόνο
είν’ ένας άστεγος που η σκιά του κουρνιάζει στον κορμό
χωμάτινη ανάπαυλα ζυμώνει ήρεμα κουλουράκια
σαν κεραμιδογατάκια – όπως η γλύκα μιας συνηθισμένης
μέρας
μα σύντομα όλα θα αρχίσουν πάλι ταυτόχρονα,
σαν μια στιγμή που σπάει σε χίλια κομμάτια

 

Αλέξανδρος Αραμπατζής

MERRY CHRISTMAS

Οι άνθρωποι σκληροί
Οι δρόμοι βρόμικοι
Τα σπίτια κρύα
Οι άστεγοι έρμαια στο ξεροβόρι
Αμείλικτος ο χειμώνας
Και το ψηλό χριστουγεννιάτικο δέντρο
Στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος
Πνιγμένο στ’ αβανταδόρικα λαμπιόνια
Αγέλαστο φωτίζει τη μοναξιά της ψυχής

 

Ελένη Βελέντζα μεταφράζει Ζακ Ρεντά
(Jacques Réda)

ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ

Εκείνοι από μας που θέλγονται απ’ το αιώνιο
Κι αυτοί παρέρχονται,
Θυμούμενοι κάποια κουζίνα εξοχική
Καιρό των Χριστουγέννων,
Τη μυρωδιά απ’ το γάλα που ζεσταίνεται και τις φωνές των παιδιών
Καθισμένοι υπό το κλέος μικρών κεριών.
Ψάχνουν του χρόνου την κορφή, τις επικίνδυνες κατηφοριές,
Αλλά επιστρέφουν νύχτα μες στο σπίτι που πουλήσαμε
Με τα ερμάρια του γεμάτα επιστολές, όπου αχνοσβήνουν
Τα ίχνη μιας σκοτεινιασμένης ευτυχίας.
Γιατί κι αυτοί παρέρχονται,
Γνωρίζοντας καλά τη γεύση των δακρύων,
Τη θέρμη των κορμιών που πια δεν θ’ αγκαλιάζουν,
Όπως και όλοι εκείνοι που χωρίς να πουν κουβέντα αναχωρούν,
Έχοντας ζήσει
Μες στην εφήμερη τούτη καθαρότητα που σκιρτά στα μέτωπά μας
Ανάμεσα σε δυο μάζες σκιάς.

 

Ελένη Γαλάνη

ΠΑΡΑΜΟΝΗ

χαράματα ξεκίνησαν οι ετοιμασίες
ψώνια, πλυντήρια, σίδερο, έπρεπε να ετοιμάσει το επίσημο φόρεμα
για την έξοδο, για τη μεγάλη νύχτα έπρεπε
να προλάβει έπρεπε να στολίσει, να στολιστεί
ένα θηρίο ήταν –ανήμερα–
ήρεμη όμως την περίμενε την Παραμονή θαρρείς
σε όλη τη ζωή της ώσπου το βράδυ αργά
μετά που το γλέντι σχόλασε
όταν εκείνος κοιμήθηκε άναψε
το τελευταίο τσιγάρο
της απαγόρευαν το κάπνισμα
οι γιατροί «Τι ξέρουν διάολε. Γεννιόμαστε μία φορά»
γελούσε. Όμως εγώ
την είδα να πεθαίνει πολλές φορές
μες στα πολύχρωμα φώτα έμοιαζε
κατάπληκτη είχε ένα κοριτσίστικο χαμόγελο στα μάτια
την προσμονή μιας γιορτής
που δεν άρχισε ποτέ και ένα θαύμα μικρό
που δεν έζησε.

 

Καλλιόπη Γιατρουδάκη

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ’19

Διαμοιραζόμαστε ανάμεσα σε μια καλή τύχη κι έναν φαιό οιωνό
Είμαστε τα πορφυρά ιμάτια που διαμερίζονται
Η εικόνα εσταυρωμένου βρέφους εν μέσω χνότων σε κάποια χιονισμένα σύνορα
Τα ακάνθινα δώρα στα χέρια μάγου που διασχίζει τη Μεσόγειο
Βουβά πνίγεται λίγα μέτρα απ’ την ακτή

Είμαστε οι όλοι μέσα από τους άλλους
Είμαστε τα σύμβολα
Είμαστε ό,τι μισούμε ανομολόγητα

Καθώς κατηφορίζουμε στολισμένες οδούς
Στις δικές μας σκοτεινές κατωφέρειες το φως δε φτάνει
Λεπτοφυείς αποχρώσεις δε διεισδύουν στη λάσπη της πραγματικότητας

Νοήματα δε γνωρίζουμε
Δεν εννοούμε
Πως ο Θεός γεννήθηκε κυνηγημένος

 

Εσμεράλδα Γκέκα

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ

Ο Ζητιάνος φέτος θα στολίσει
το ακριβό δέντρο της Σελήνης του.
Η Κυρά του Φωτός θα σταθεί κατακόρυφα.
Θα μπήξει το σπαθί της στις παλάμες του.
Κι από κει θα αναβλύσουν τα δώρα της.
Κι από κει θα ταΐσει την ψωριάρα γάτα του
και το κυπαρίσσι που κοιμάται.

Κανέναν άλλον. Οι Άλλοι είναι περαστικοί.
Και δεν θα είναι ποτέ αρκετοί για να καταλάβουν.

 

Αναστασία Γκίτση

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ

Σε ασβεστωμένες νύχτες
χνάρια πτηνών που αλαλάζουν σοφίες ενός
άλλου κόσμου

στις φυλλωσιές των δέντρων φύτεψε ο παππούς μου
το παρελθόν και δυο σταγόνες λάδι
ξορκίζοντας τ’ απόξερο στο μέλλον

κι εγώ είχα μάθει να κρεμώ
στον καλόγερο του χολ τη θλίψη
ευγενική από παιδί
να δέχομαι μ’ άδεια τα χέρια
ό,τι ο νοικοκύρης χρόνος μού προσφέρει

στο χωριό τα Χριστούγεννα είναι διαρκείας
ο παππούς ξυπνάει τη γιαγιά απ’ την αιώνια αναζήτηση συγχώρεσης
η θεία χτενίζει τα μακριά της μαλλιά με τη χτένα
που της αγόρασα πέρσι απ’ τον Λίβανο

κι εγώ μαθαίνω ακόμη να κρεμώ
στο δέντρο της άγιας νύχτας
μπαλίτσες χρωματιστές
τα ονόματα απόντων.

 

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

ΤΙΜΙΑ ΔΩΡΑ

Υποδοχή Δώρων Τιμίων
Των Λίγων Μάγων
Του Άγιου Όρους
Την Άγια Μέρα
Των Χριστουγέννων
Προς πάσα νόσο
Και πάσα έγνοια
Κόσμε κοπιάστε!
Να αγιαστείτε
Κόσμε ξενοιάστε
Μη φοβηθείτε
Το λέμε εμείς
Που σας πουλάμε
Ιερά σαγόνια
Ιερά πασούμια
Ιερές καρδούλες
Σας αγαπάμε!
Κι αν ο Χριστός μας
Ξαναερχόταν
Στη Γη και πάλι
Για να τ’ αλλάξει
Μην χολοσκάτε
Τα ξέρουμ’ ήδη
Χρόνια τα λέμε
Να μη σας νοιάξει
Σκάσε και άκου
Θα του λαλούσε
Μαζί σαν ένα
Η Εκκλησία
Εμείς θα πούμε
Θορυβωδώς
Τι θα πει όντως
Χριστιανισμός
Ελάτε κόσμε
Κόσμε ελάτε
Στα Άγια Δώρα
Στην Άγια Ζάλη
Κι άμα δεν πιάσουν
Οι προσευχές σας
Είμαστε εδώ
Του χρόνου πάλι.

 

Άννα Γρίβα

ΒΗΘΛΕΕΜ

Οι μάγοι έφυγαν. Τα ζώα κοιμηθήκαν.
Ο Ιωσήφ στο άχυρο κοιτά τ’ αστέρια.
Εκείνη κρατά το βρέφος σφιχτά μες στα χέρια της
κι αναρωτιέται ποια είναι.
Η μάνα της έλεγε πως η γέννα είναι πληγή που δεν κλείνει.
Σκέφτεται πια της μάνας τον λόγο
και ξέρει καλά:
μια φορά πληγή ο άνθρωπος
χίλιες φορές πληγή ο θεός.

Τώρα ας ξεχάσει τον άγγελο
εκείνη την άγρια
την τρομερή παραίσθηση
στο κατώφλι της άνοιξης.
Το γάλα είναι γάλα
τρέχει λευκό
χαράζει τους δικούς του δρόμους.

 

Ευσταθία Δήμου

CHRISTMAS THEATER (χαϊκού)

Τρίτο κουδούνι.
Φώτα. Σκηνικό γιορτής.
– Ποιος; – Να τα πούμε;

 

Αποστόλης Ηλιόπουλος

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΞΙΑ ΑΠΟ ΜΟΝΟ ΤΟΥ

Ψεύτικο
δέντρο
φάτνη
μήλα
που γυάλιζαν
χρυσόσκονη χιόνι
στα κουκουνάρια
όταν ήμασταν
παιδιά

ανακαλώ ακόμα
και αγγίζω
αμυδρά
μυρωδιές
και γεύσεις
ήσσονος
σημασίας
ίσως
απατηλές

 

Λεωνίδας Κακάρογλου

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΕ

Δεν θέλω τίποτα πια από σένα
Ό,τι νομίζεις πως μου έδωσες
Όλα αυτά τα χρόνια
Δεν είναι άλλο από σημειώσεις

Πότε να συναντηθούμε
Να μην ξεχάσω τα εισιτήρια
Για τις γιορτές
Και πιο πολύ
Για τα Χριστούγεννα

Όπως κάθε φορά
Θα σε περιμένω
Μέσα στους τόσους φωτισμούς
Ένα μικρό φωτάκι κι εγώ
Θα σε περιμένω

 

Σωκράτης Καμπουρόπουλος

ΚΑΠΝΟΣ

«Θα κοιμηθώ τώρα» λέει ο πατέρας μου
γέρνοντας στο πλάι
μ’ ένα κεντημένο σκουφάκι στο κεφάλι
και τη ρόμπα πάνω απ’ τις πιτζάμες του

«Μιλήστε αν θέλετε με τον κ. Ξενοφώντα»

«Εε» φωνάζει εκείνος απέναντι
που τίποτ’ άλλο δεν λέει
κατουράει στην πάπια
του βάζουν κάγκελα για να μην πέσει

Σκέφτομαι τους κουραμπιέδες
που δεν θ’ αφήσουν στο κομοδίνο
τα παιδιά του – δεν έχει

Τον καθησυχάζω μ’ ένα «ναι»
βαθύ
(ως άλλος Ώγκι Ρεν στον «Καπνό»)
κερδίζοντας το αιώνιο
χαμόγελό του

 

Βίκυ Κατσαρού

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ

Το πρωινό σχεδόν ανήλιαγο,
στάλες του δάσους
φιλούν τα κόκαλά μας.
Από το σπήλαιο εξέρχεται άγγελος
με μακριά μαλλιά,
και το ένα της πόδι άνισο, το βήμα της τσακίζει.
Σαν νέο παιδί μάς φανερώνεται,
πράσινο το παλτό της, κόκκινη η φούστα,
στις κάλτσες της γεννιέται η φάτνη της Βηθλεέμ,
ζώα στοργικά στους αστραγάλους της
αχνίζουν θέρμη.
Ο θεός των προφητών ήταν ο εξαρθρωμένος
άνθρωπος που ανέτειλε στον κόσμο.

 

Νίκος Α. Κατσικάνης

{ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΣΥΦΟΡΙΑΣΜΕΝΩΝ}

Δε με βρήκε πάλι ο ύπνος απόψε
κι έχω όλη τη θλίψη του κόσμου
στερνιασμένη στα μάτια.
Νωρίς ξεκίνησε το τραγούδι του ο γκιόνης,
ξεσπά η ανάμνηση με τον άνεμο στα δέντρα
γδύνοντάς τα απ’ την εξιδανίκευση των φύλλων.
Στη σκουριά τ’ ουρανού κρέμετ’ ο φέγγαρος
κι εκεί που στάζει φυτρώνουν συκιές καταραμένες,
μελλοντικές αγχόνες τύψεων – τις λέγω.

Διασχίζει η φωνή μου την έρημο των εορτών
και την ακούει μια παράξενη γυναίκα·
έχει τα μαλλιά τυλιγμένα στα ρόπτρα του ψυχιατρείου
τα δάχτυλά της πλεγμένα σε κάγκελα στήθους.
Δεν έχει βαθύτερη κάθοδο ο άνθρωπος
απ’ το σκουλήκι που τον πεινά,
όμως κι αυτό, υπομένει.

 

Ανδρέας Κεντζός

ΠΡΟΦΗΤΗΣ

Διπλή βάρδια δουλεύαμε
Χριστούγεννα γαρ
ξεθεωμένοι αμίλητοι

Αδειάσαμε την αποθήκη
και μέχρι να έρθουν οι νέες παραλαβές
τα μάτια μου χωρίς να το θέλω έκλεισαν

«Άχρηστο ζώον»
Πετάχτηκα πάνω ακούγοντας τη φωνή
Ο προϊστάμενος!

Κοίταξα το ρολόι
Ούτε λεπτό δεν πέρασε
Ούτε λεπτό κι εγώ είχα δει
τι έγινε γίνεται και θα γίνει

Για να με πιστέψει μάλιστα
του είπα πότε θα πεθάνει και πώς

«Άχρηστο ζώον» – αυτός απτόητος

 

Σοφία Κολοτούρου

ΑΝΑΣΤΡΗ ΝΥΧΤΑ

Άστρο λαμπρό τούς οδηγεί – ποιος θα οδηγήσει εμένα;
Είν’ τόσο η νύχτα σκοτεινή για όποιον δεν έχει αστέρι
και νιώθει να σωριάζονται γύρω του πεθαμένα
όλα όσα έβλεπε πιο πριν κι άγγιζε με το χέρι.

Είν’ τόσο η νύχτα σκοτεινή – ποιος θα μου βρει έν’ αστέρι;

 

Έλσα Κορνέτη

ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ

Τα δέντρα τα πιο άχαρα τα πιο νωχελικά
με τον βαριεστημένο στολισμό τους
όσα δηλώνουν αδιαφορία και πλήξη ταυτόχρονα
τα δέντρα τα σχεδόν αόρατα που κανείς ποτέ δεν βλέπει
είναι τα χριστουγεννιάτικα δέντρα
που κοσμούν τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες
νοσοκομεία κι αίθουσες αναμονής ιατρείων.

Τα πλαστικά ή ημιθανή φυσικά
χριστουγεννιάτικα δέντρα
τα δέντρα που για λίγο ακόμη θα ’ναι όρθια
χωρίς ανταλλάγματα χωρίς καταπατήσεις
τα δέντρα που κρατούν την αναπνοή τους
απορροφώντας αγωνίες και ανυπομονησίες
σε χρόνο σκοτωμένο
στο κρεσέντο της λύπης τους
αναβοσβήνουν
συνθηματικά.

 

Χρήστος Κούκης

24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Θα ’ρθει μια νύχτα που το αίμα μας
θα ζητάει το γυαλί της ανθρωπιάς.

 

Δήμητρα Κωτούλα

ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΦΑΤΝΗ;

Η μυρωδιά της νύχτας σε γυροφέρνει γεμάτη προσμονή σαν το σκυλί.
Ζαλισμένη απ’ τη γλύκα της σαλεύεις μπροστά
στο δέντρο που φέγγει εκκωφαντικά μες στη διχάλα του χρόνου.
Σκύβεις στη φάτνη και ώρα την παρατηρείς.
Ξαφνικά με μια λαστιχωτή κραυγή τινάζεσαι μπροστά και
σέρνεις εκεί στο χριστουγεννιάτικο χαλάκι του σαλονιού
διάπλατα ανοιχτό το πάπλωμά σου.
Από την πουπουλένια αυτοσχέδια φάτνη σου ξεπετάγονται
κιόλας κλαριά και αγκαθωτά φύλλα.
Σκοτάδι ανεβαίνει γύρω της σαν αφρισμένος αγρός
λιμνάζοντας στο εύθραυστο όριο της στέγης
κροταλίζοντας πάνω στο ξερό του μαύρο
το συντελεσμένο και φέτος θαύμα.
Με προσκαλείς να σε ακολουθήσω λες και
ανήκω μαζί σου μέσα εκεί, λες και είναι εκεί η θέση μου
δίπλα στον ομφάλιο Θεό που κλαίγοντας ορμάει θριαμβευτικά στο θνήσκειν.
Γελώ. Μου δίνεις την άκρη απ’ το γαϊδουράκι κι εσύ
κρατάς κατάματα τον φακό σου στον αναμμένο Χριστό.
Ο χώρος δεν είναι αρκετά ευρύχωρος και με ενοχλεί πλάι μου
αυτό το εκτυφλωτικό φως που δεν εξαντλείται απαρηγόρητο
μέχρι να στραφώ και να το γνωρίσω.
Με κοιτάς συγκαταβατικά κι απλώνεις τα χέρια.
Με αγκαλιάζεις τρυφερά βεβαιώνοντάς με ότι, σοβαρά, του χρόνου θα μου φτιάξεις
καλύτερη φάτνη χωρίς φως και Χριστό με πιο πυκνό και πιο μονόχρωμο σκοτάδι.

 

Ιωάννα Λιούτσια

ΤΑ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Κοιτάμε στα μάτια τα κοράκια
και νομίζουμε πως κοιτάμε τον θάνατο
πως όλα πέρασαν
δεν έχουμε πια να φοβόμαστε τίποτα.

Κάτω από κίτρινα άστρα και κόκκινες μπάλες
συναντάμε ανθρώπους που κάποτε ζήσαμε μαζί
κλαίμε
κλαίμε κι αγκαλιαζόμαστε
χωρίς να μιλάμε – πια δεν χρειάζεται
ξέρουμε όλοι.

Μες στα στολίδια μια κάρτα ξεχασμένη
κι η μπαταρία ακόμη εξαντλήθηκε
χτυπάει μόνο κάποιες νότες απ’ τα κάλαντα.

Παιδί δεν αγαπούσα τα Χριστούγεννα
αλλά την προσμονή τους.
Τώρα με συγκατάβαση χαμογελώ πριν έρθουν
γιατί μου μάθανε
πια να μην περιμένω τίποτα,
κάπως με βία τα γιορτάζω
ξέροντας πως τίποτα δεν θα αλλάξει
πως οι ελπίδες μας γεράσανε

– μα αν τις πιστεύουμε ετοιμοθάνατες
αρκεί ένα βλέμμα στα κοράκια
για ν’ αναθαρρήσουν πάλι.

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν υπήρχε φάτνη στο σπίτι μας· από
το πέτρινο λουλούδι της μητέρας όρμαγε το κρύο·
λαμπιόνια και καλώδια τριγύριζαν το δέντρο μας, σαν
δάχτυλα που έσφιγγαν λαιμό για να τον πνίξουν.
Κι όταν σε έβαζα στην πρίζα, ομορφιά, έβλεπα
ένα σώμα καιόμενο, παραβιασμένο,
το δέντρο τρόμαζε, έφευγε ψηλά στο ταβάνι
– άπλωνα το χέρι να κόψω μια μπαλίτσα
και κατέβαιναν ως εμένα σκυλιά, γάβγιζαν τα
Χριστούγεννα των λυπημένων ποιητών.

 

Αλέξιος Μάινας

ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΔΥΟ ΓΥΑΛΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΟΥΝ

(Κάδρα με τσίγκινες επωμίδες.)

Κάτω απ’ τις προτομές των συνοδοιπόρων
σαστισμένων στα κύματα των βουνοσειρών
και το τρέμουλο της μαγνητικής βελόνας
είχε γίνει ο κονιορτός του μονοπατιού λασπουριά.

Έβρεχε και κολλούσε για μέρες τ’ αστέρια,
κολλούσε τα χρόνια στην αναζήτηση μιας εξόδου
απ’ τα τείχη του οροπεδίου αυτής της ζωής,
τη ματαίωση στην κατάποση της ντροπής,
τα χαμόσπιτα στην πλαγιά και τον νόστο.

Η θέα του μπλε ματιού σκύβει ακόμα πάνω
απ’ το πέλαγος και τον χυμό των πλοίων,
ακούει τους τριγμούς της μπογιάς
να συζητά την υγρασία στις πόρτες
με τα λακτίσματα της βροχής
και την ψαύση της ομίχλης

μουρμουρώντας ύμνους των ανταρτών
κι ας γονατίσαν απόμυθοι
στις ρυτίδες των αμαξών
που πέρασαν ψάχνοντας για πυγολαμπίδες.

Αύριο θα ήταν Χριστούγεννα, θα πηγαίναμε θέατρο.
Εσύ, η αγωνία, θα ερχόσουν
με το αμάξι σου να με πάρεις.
Θα κόρναρες
να κατέβω.

 

Μάνια Μεζίτη

[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ]

δυσκολεύεσαι να κάνεις δυο βήματα
είναι νύχτα άραγε ή μέρα;
στο χείλος του κρεβατιού
απ’ το πρωί βρέχει χριστούγεννα
η αθανασία περνάει τη γέφυρα
–κάποτε υπήρξε γλώσσα–
δίνει μια δεύτερη ευκαιρία
πλατεία με σιντριβάνι

 

Νίκος Μοσχοβάκος

Η ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ

Γεννήθηκες Χριστέ μου
είπε ο μάγος Μπαλτάσαρ
το μόνο που μπορώ να κάνω
είναι να ψάξω τον Ιούδα
για να γίνουν όλα τέλεια.
Αλλά ας μη βιαστώ προς το παρόν
ας απολαύσω την άγια νύχτα
μες στην παγωνιά
μονολόγησε τρίβοντας ικανοποιημένος τα χέρια του

 

Λήδα Ντόντου

Η ΦΑΤΝΗ

Δεν το ήθελε, δεν ήταν το δώρο που είχε ζητήσει, εξαρχής ο κρίνος είχε αγκάθια,
αξύριστα γένια, ξινή μυρωδιά, χωρίς να οργώσει είχε σπείρει κι η σπορά πόνεσε,
και τώρα, εννιά μήνες πιο μετά, ο πόνος, που δεν πρόλαβε να ξεχάσει, επανήλθε,
το ίδιο οξύς, το ίδιο ανεπιθύμητος, σκίζοντάς την στα δύο, σαν την πρώτη φορά,
που ακόμα ήταν αθώα, μα τώρα, ανάμεσα στα πόδια της βγήκε λουλούδι, κόκκινο,
όπως κόκκινος ήταν κι ο στολισμός της πλατείας, προσφορά του νέου δημάρχου,
τα κάλαντα να παίζουν επαναληπτικά απ’ τα μεγάφωνα, κι εκείνη να τα ακούει
απ’ το ξημέρωμα, και να κλείνει τα αυτιά της κι εκείνο να μην κλείνει το στόμα –
γύρω στις εννιά το πρωί, ανήμερα Χριστουγέννων, κάποιοι πίστεψαν σε θαύμα
κάποιοι σε μαγγανεία, πάντως ένα ήταν σίγουρο, μέσα απ’ τη φάτνη, πίσω απ’ τις
ξύλινες φιγούρες και τα πρόβατα, τα κάλαντα σιγόνταρε το κλάμα του θείου
βρέφους.

 

Όλγα Παπακώστα

ΘΑΥΜΑ

Χωρίς Χριστό
Χωρίς αστέρι

Χωρίς μαμά
Χωρίς μπαμπά

Χωρίς φωτάκια
Χωρίς δέντρο

Χωρίς τον Γιώργο

Κάτι μπορεί
Να γεννηθεί και φέτος

Κάτι μπορεί
Να μας αιφνιδιάσει

Με τα σπαρακτικά του
Κλάματα

Ζωή: κοίτη δακρύων

Μόνη μου λάμνω
Και με το κουπί

Κτυπώ εμένα

 

Σήλικα Ρηγοπούλου

ΕΠΕΤΕΙΑΚΟΝ

«Χαρούμενα Χριστούγεννα»
εύχομαι κάθε χρόνο

– κι ας ακολουθεί πάντα
η ακολουθία των Παθών.

Δεν πειράζει.
Σήμερα είμαι Χριστούγεννα.

 

Γιολάντα Σακελλαρίου

ΑΝΗΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΗΣ

Περιστέρια ραμφίζουν τ’ απομεινάρια ψωμιού
στο χέρι του
Τι ονειρεύεται άραγε
αυτός ο άνθρωπος με κοστούμι
κουλουριασμένος
κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο
στην πλατεία Συντάγματος

 

Λιάνα Σακελλίου

LA NATIVITÉ: PEINTRE INCONNUE

Πάλλονταν στον αέρα τα χέρια του
και τα πόδια μου ανοιχτά και μετέωρα
σαν των βατράχων.

Μου έδειξε μετά τον πλακούντα
που ήρεμα στριφογύριζε
στα επιδέξια δάχτυλα.

Ληθάργησα στον βυθό μου.
Αίφνης μου ακούμπησε στο στήθος
νωπό νεογνό.

Αυτό λοιπόν είναι η γέννα;
Πρωτόγονος τρόμος·
πρωτόγνωρη μνήμη νερού;

 

Λένα Σαμαρά

ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

Ενώσαμε τα χέρια
όπως κι άλλες φορές
βλέπαμε το καράβι του Ρεμπώ
ν’ ανοίγεται στο πέλαγος.
Εκείνη η σπηλιά ήταν γυναίκα.
Μας ένωνε ο λόγος εκείνης της αγάπης.
Μικρές νύχτες του Δεκέμβρη
αστέρι καρφώνεται στα μακρινά πανιά.
Η πόλη φωτίζεται γιορτινή.
Τέλος μιας εποχής
που πάντα την έθλιβαν οι απολογισμοί.

 

Νίκος Φιλντίσης

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

το σπίτι έμοιαζε πάλι γιορτινό
δεχόταν επισκέψεις όλη μέρα

το πεζοδρόμιο πλυμένο
ασβεστωμένο
στην είσοδο φως
κι η πόρτα μισάνοιχτη

λαμπιόνια αναβοσβήναν στο σαλόνι
τριγύρω ζώα με το χνότο ζέσταιναν τη φάτνη
η γιαγιά στολισμένη μ’ ένα ποίημα στα χείλη
και στον καθρέφτη λικνιζότανε «το αστέρι» η Μαρία

κάθε μέρα Χριστούγεννα
στο μπουρδέλο

 

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

ΜΕΘΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ
(περίπου τρεις ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια μ.Χ.)

Προτείνω να εξετάσουμε
τη Θεία Γέννηση εξαρχής.
Να δούμε και των μάγων
τα ξένα δώρα. Και βοδιού το φρούμασμα
και το αμπέχονο του μουλαριού.
Αμή και των αγγέλων τα φτερά και οι ύμνοι
και των βοσκών το λίγο φως, που λίχνιζε τη νύχτα,
και του φτωχού Ιωσήφ τη λυπημένη ράβδο,
γιατί δεν ήξερε –άκουσα– ποιανού πατρός παιδί
το χέρι της Μαρίας και τ’ αχειρόπλοκο άχυρο
χαϊδεύανε μελωδικά.
Ποιος τέλος πάντων άγγιζε το μυστικό δοξάρι
που σαν μαχαίρι έκοβε την Αγγελία στα τρία.

 

Όλα τα ποιήματα του Αφιερώματος στα Χριστούγεννα γράφτηκαν για το αφιέρωμα ή δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην παρούσα μορφή.

Καλές & δημιουργικές γιορτές!

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Ο ήλιος φώτιζε στους δρόμους» του Χρίστου Κρεμνιώτη

ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ  Ο ήλιος φώτιζε, στο χολ, ένα αγόρι – και το έντυνε  με φως γεμάτο  απ’ όλων των μελλούμενων καημών τα φωτοστέφανα  έπαιξε με  τα όνειρα έπαιξαν  μαζί του.  Ο ήλιος φώτιζε, στους δρόμους, έναν άνδρα – και τον έντυνε  με...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Κι ο λύκος πάντα πλάι» του Πάνου Κυπαρίσση

ΛΥΤΡΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ Κερδίζει το άδειο περνάει πάντα πλάι, σε χωράει Επινοείς πικρό χαμόγελο να ξεχαστείς ωστόσο κάτι σε τραβάει στο ρήμα που χρωστάς και η κλωστή του κι άλλο αντέχει Τι λες στους φιλοσόφους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«In Absentia» του Μανόλη Πολέντα

1.  Τι εστί χάρισμα και τι να χαρίζεις ό,τι έχεις για μιαν ελπίδα που ήταν ιδέα όταν η ιδέα έχει εγκαταλείψει την ελπίδα –  ας άντεχα να θυμηθώ   τα τελευταία λόγια που αντάλλαξα – με ποιον εαυτό; –   την τελευταία φορά που μίλησα. Ας  ...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.