Ποιήματα και τραγούδια των Εσκιμώων
μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης
ΤΙ ΣΟΥ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΑ
Τι σου υποσχέθηκα;
Λαμπρούς και καθαρούς ουρανούς
Αυτό σου υποσχέθηκα
ΜΑΓΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ
Η μέρα σηκώνεται
Από το όνειρό της,
Η μέρα ξυπνάει
Με το φως της αυγής.
Κι εσύ επίσης πρέπει να σηκωθείς,
Πρέπει επίσης να ξυπνήσεις
Μαζί με τη μέρα που έρχεται.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Χθες βράδυ σε ονειρεύτηκα.
Ονειρεύτηκα ότι περπατούσες στα βότσαλα της ακτής
κι ότι εγώ περπατούσα μαζί σου.
Χθες βράδυ σε ονειρεύτηκα.
Και σαν να ήμουν ξύπνιος,
ονειρεύτηκα ότι σε ακολουθούσα,
ότι σε ήθελα για μένα,
όπως ο κυνηγός επιθυμεί μια νεαρή φώκια
που καταδύεται όταν νιώθει ότι παρακολουθείται.
Έτσι σε ήθελα εγώ
για μένα
όταν σε ονειρεύτηκα.
Η ΠEINA
Εσύ, ξένε, που μόνος μας βλέπεις ευτυχισμένους και ελεύθερους από ανησυχίες
αν ήξερες τις φρίκες που πρέπει να περάσουμε συχνά
Θα καταλάβαινες την αγάπη μας για το φαγητό, το τραγούδι και το χορό
Δεν υπάρχει ούτε ένας μεταξύ μας
Που δεν έχει περάσει ένα χειμώνα με κακό κυνήγι
Όταν πολλοί άνθρωποι πέθαιναν από πείνα.
Ποτέ δεν θα εκπλαγούμε αν μάθουμε
Ότι κάποιος πέθανε από πείνα – είμαστε συνηθισμένοι σε αυτό
Και δεν πρέπει να μας κατηγορείτε: η ασθένεια έρχεται
Ή ο κακός καιρός καταστρέφει το κυνήγι,
Όπως μια χιονοθύελλα καλύπτει τους αναπνευστήρες.
Κάποτε είδα έναν σοφό γέροντα να κρεμιέται
Γιατί πέθαινε από πείνα
Και προτίμησε να πεθάνει με τον δικό του τρόπο.
Αλλά πριν πεθάνει, γέμισε το στόμα του με οστά φώκιας,
Γιατί έτσι ήταν βέβαιος ότι θα είχε αρκετό κρέας
Στη γη των νεκρών.
Κάποτε κατά τη διάρκεια ενός χειμερινού λιμού
Μια γυναίκα γέννησε ένα πλάσμα
Ενώ οι άλλοι κάθονταν γύρω του πεθαίνοντας από πείνα.
Τι θα μπορούσε αυτό το μωρό να περιμένει από τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο;
Και πώς θα μπορούσε να ζήσει όταν η ίδια η μητέρα του
λιμοκτονούσε ήδη;
Έτσι το στραγγάλισε και το άφησε να παγώσει.
Μετά το έφαγε για να μείνει ζωντανή –
Στη συνέχεια κυνήγησε μια φώκια και ο λιμός πέρασε,
Έτσι η μητέρα επέζησε.
Αλλά έκτοτε έμεινε παράλυτη
Επειδή είχε φάει ένα μέρος του εαυτού της.
Αυτό μπορεί να συμβεί στους ανθρώπους.
Έχει συμβεί σε εμάς τους ίδιους
Και ξέρουμε πού μπορούμε να φτάσουμε, οπότε και δεν τους κρίνουμε.
Και πώς θα μπορούσε κάποιος που είναι κορεσμένος και νιώθει καλά να καταλάβει την τρέλα της πείνας;
Ξέρουμε μόνο ότι όλοι θέλουμε τόσο πολύ να ζήσουμε!
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Το Φθινόπωρο έρχεται φυσώντας·
Αχ, εγώ τρέμω, τρέμω μπροστά στον άγριο άνεμο του βορρά
που με κτυπάει ανελέητος με την επιβλητική δύναμή του
ενώ τα κύματα απειλούν να αναποδογυρίσουν το καγιάκ μου.
Το φθινόπωρο έρχεται φυσώντας·
Αχ, εγώ τρέμω, τρέμω από φόβο μήπως η καταιγίδα και η θάλασσα
με στείλουν στα βάθη
στις υγρές ησυχίες τους.
Σπάνια βλέπω το νερό ήρεμο,
τα κύματα με εκσφενδονίζουν από τη μια μεριά στην άλλη·
και εγώ τρέμω, τρέμω σκεπτόμενος την ώρα
που οι γλάροι θα τσιμπολογούν το πτώμα μου.
ΜΙΑ ΠΕΣΤΡΟΦΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ
Εδώ κοντά στο ακρωτήριο βγαίνει το καγιάκ,
άι για για...
Τα κουπιά του άντρα με το καγιάκ είναι κόκκινα
από αίμα,
άι για για...
Οι άσπρες άκρες του κόκαλου είναι κόκκινες από αίμα,
άι για για...
Ω, σκότωσαν τον πατέρα μας,
άι για για...
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Όλα είναι τόσο ήρεμα στο σπίτι.
Υπάρχει μια ηρεμία στο σπίτι
η καταιγίδα βογκεί εκεί έξω
και τα σκυλιά κουλουριάζονται με το μουσούδι κάτω από την ουρά.
Το μικρό μου αγόρι κοιμάται πάνω στο πάτωμα,
ξαπλωμένο στην πλάτη του, αναπνέοντας με ανοιχτό το στόμα.
Η μικρή κοιλιά του είναι στρογγυλή και χορτάτη –
θα ήταν περίεργο αν άρχιζα να κλαίω από ευτυχία;
[Γιάννης Σουλιώτης, Η ποίηση των Εσκιμώων, υπό έκδοση, Εκδόσεις Αγγελάκης]