«Μια θάλασσα για να κρυφτείς» της Μαρίας Κουλούρη
Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ
Με μια κίνηση απλή αντίπαλος του βάρους
Και γίνεται η θάλασσα λεχώνα βγάζει γάλα
Κράτα με μάνα κράτα με
Πάν’ ο αφρός ζαλίζει το κεφάλι
Να σε κρατώ να σε φιλώ
Να έχω χέρια δέκα
Οι θάλασσες που διάλεξες
Αυτές θα σε συντρέξουν
Το στήθος μου το άφησες
Ξανοίχτηκες στα βάθη
Κράτα με μάνα κράτα με
Πάν’ ο ψαράς σκουπίζει τις σταγόνες
Να σε κρατώ να σε φιλώ
Να τρέξω να σε σώσω
Οι θάλασσες που ξάπλωσες
Αυτές θα σε κοιμίσουν
Το σπίτι σου το άφησες
Πιάστηκες στα κοχύλια
Κράτα με μάνα κράτα με
Έφτασα ως τις άγκυρες δέθηκα στους πυθμένες
Να σε κρατώ να σε φιλώ
Να κάνω όσα πρέπει
Τις θάλασσες που κρύφτηκες
Δε θα τις φέρω πίσω
Εκεί θα φας εκεί θα πιεις
Εκεί θα ξαναγίνεις
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ’ΜΟΥΝ ΠΟΥΛΙ
Με βάφτισαν με στόλισαν με είπανε γυναίκα
Εμέν’ την όμορφη ξανθιά που ’χα μαλλιά ως τη μέση
Κορμί λεπτό και πάτημα σαν ελαφιού καμάρι
Ένα πρωί δροσιά κι αυγή ήρθ’ ένας νέος σπίτι
Χρυσός κι αυτός και όμορφος μ’ όλες τις χάρες προίκα
Σου δίνουμε την κόρη μας μητέρα να την κάνεις
Βασίλισσα θε να τη δεις απάντησε ο νέος
Καλώς τον και ξημέρωσε η νύχτα και η μέρα
Πέρασαν χρόνοι και καιροί πληθύναν τα καλά μας
Έχω μωρά έχω αυλή έχω δικό μου σπίτι
Τον άντρα μου τον σέβομαι χαίρομαι τα παιδιά μου
Κάθομαι και χτενίζομαι πλέκω την άσπρη χαίτη
Τα πόδια πια δεν τα πατώ στου ελαφιού το πέλμα
Έχ’ όμως χέρια ανοιχτά έχω αγκαλιές και δώρα
Κι είναι στα μάτια μου χαρές δάκρυα λίγα ήπια
Το πιο πολύ αγάπησα κι έγινα αγαπημένη
Μα στέκομαι κάποιες βραδιές μόνη μέσα στο σπίτι
Και σκέφτομαι πώς γίνεται ο άνθρωπος να φεύγει
Να χάνεται να περπατά δίχως να ξέρει τόπο
Με μιαν ευχή μ’ ένα φιλί στο μέτωπο στα χέρια
Και τι θα γίνουν όλ’ αυτά τα πράγματα τα λόγια
Πώς να χωρέσουν σε κουτί πώς να χαθούν στο χώμα
Καλύτερα να ’μουν πουλί να ’χα φτερά να φεύγω
Μια στα κλαδιά μια στα ψηλά μια πάνω και μια κάτω
Να γνώριζα απ’ την αρχή τον ουρανό τον δρόμο
Τώρα τα χέρια μου κουνώ τα πόδια το κεφάλι
Βγάζω φωνή βγάζω κραυγή πιάνω να δω το χώμα
Να μάθω πώς δροσίζονται οι ρίζες σαν γεράσουν
Ρίχνω νερό ρίχνω κρασί σκάβω να δω τις πέτρες
Κοιτάζω μια τον ουρανό μετά τα μάτια κάτω
Παιδιά μου αν μπορέσετε στα μαλακά να είμαι
Να βγαίνω λίγο μια φορά να πλένω το σταυρό μου
Να σας κοιτώ να σας γελώ να χαίρομαι τη μέρα
Κι ύστερα πάλι μες στη γη να στρώνω τα κρεβάτια
Η Μαρία Κουλούρη γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1975. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Από τις Εκδόσεις Μελάνι έχουν εκδοθεί τρία ποιητικά της βιβλία: Μουσείο άδειο, το 2013 (Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή της Εταιρείας Συγγραφέων), Ρολόγια και άλλοι χτύποι, το 2015 (Βραβείο «Σωτηρίου Ματράγκα» της Ακαδημίας Αθηνών) και Καθημερινά κρεβάτια, το 2017. Από τις Εκδόσεις Le miel des anges έχει εκδοθεί στο Παρίσι η επιλογή ποιημάτων της Lits quotidiens, το 2018. Εργάζεται θεραπευτικά μέσω της συγγραφής. Είναι υπεύθυνη της θεατρικής ομάδας ενηλίκων με αυτισμό στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, σερβικά και τουρκικά.