«Ρουμάνι» του Κονσταντίν Μπαλμόντ
απόδοση: Ελένη Κατσιώλη
Λιβάδι, βάλτος, αγροί και κάμποι,
πάνω από το ποταμάκι ιτιές.
Υπέροχα όλα τα άνθη
στο ύπαιθρο γλυκά αναπνέεις!
Όλων τους η χάρη
τρυφεράδα στο μάτι και στ’ αυτί χαρίζουν.
Μια μύγα ζουζουνίζει
κάποιος μπάμπουρας βαριά βουίζει.
Πασχαλίτσες παντού
και τριφύλλι με ροζ λουλουδάκια,
στον αγρό χαμομηλιού
κιτρινόλευκα κεφαλάκια.
Απαλές και λεπτές σιλουέτες
μιας νυσταγμένης απεραντοσύνης...
Μα τι λέτε, μπορεί να υπάρχουν πάθη;
Μπορεί να υπάρχουν θλίψεις;
[1889]
Ο Κονσταντίν Ντμίτριεβιτς Μπαλμόντ γεννήθηκε το 1867 στην περιφέρεια Βλαντίμιρ και πέθανε στη Γαλλία το 1942. Ρώσος συμβολιστής ποιητής, ένας από τους εκπροσώπους του Αργυρού αιώνα με πολύ μεγάλη γκάμα ποιητικών συλλογών, πεζογραφίας και μεταφράσεων. Το «Ρουμάνι» είναι από τον ποιητικό κύκλο Μιμαλιότναγιε /Φευγαλέο, που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Γκαριάσιεζ ντάνιγια / Φλεγόμενα κτίρια (1899).
Σε ένα πεζό του κείμενο, γραμμένο το 1929 στην πόλη Λαντ της Γαλλίας, γράφει για τα πρώτα ερεθίσματα που τον οδήγησαν στην ποιητική έκφραση: «Τα πρώτα μου βήματα, ήταν βήματα στα μονοπάτια των κήπων, ανάμεσα στα αμέτρητα αγριολούλουδα, τους θάμνους και τα δέντρα. Τα πρώτα μου βήματα περιστοιχίστηκαν από τα πρώτα ανοιξιάτικα τραγούδια των πουλιών, τις πρώτες εξορμήσεις του ζεστού αέρα πάνω από το λευκό βασίλειο των ανθισμένων μηλιών και των κερασιών, από τις πρώτες μαγικές καλοκαιρινές συνειδητοποιήσεις ότι η ανατολή μοιάζει με την άγνωστη Θάλασσα και ότι ο μέγας ήλιος κυριαρχεί στα πάντα. Τα πρώτα βήματά μου στον ποιητικό κόσμο ήταν ασταθή βήματα σε σπασμένα γυαλιά, σε σκοτεινά κοφτερά πετρώματα, σε σκονισμένους δρόμους, σαν να μην οδηγούσαν πουθενά. Τα πρώτα μου βήματα, ήταν βήματα ανάμεσα σε λουλούδια και τραγούδια…» Στο ίδιο κείμενο μας πληροφορεί για τις πρώτες του προσπάθειες, που ήταν εντελώς ατυχείς: «Όσο για μένα, έγραψα το πρώτο μου βιβλίο και το εξέδωσα με δική μου δαπάνη, έχοντας από αυτό εκτός από τις προσβολές και την καύση του. Το δεύτερο βιβλίο το έκαψε η λογοκρισία. Το πρώτο, μετά το τυπωμένο, ήταν το ποίημα Τσβιτόκ/Λουλούδι, που στεγάστηκε στο μοσχοβίτικο περιοδικό Αρτίστ/Καλλιτέχνης, για το οποίο με πλήρωσαν τέσσερα ρούβλια, τη στιγμή που ο αμαξάς μού είχε κοστίσει ένα ρούβλι. Με αυτόν τον τρόπο, οι αμοιβές μου με έθλιβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν σκέφτομαι ότι αυτός ο κύκλος θεωρεί ακόμα και τώρα αυτή τη δουλειά σαν δώρο, βλέπω ότι τα πρώτα μου βήματα ακόμα συνεχίζονται…»