«Βόυτσεκ ή Το δοκίμιο της λάμας» του Αλέξιου Μάινα
ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΗΣ ΛΑΜΑΣ
(2η εκδοχή)
(Σου γνώρισα το θάνατο
για να σε διατηρήσει ατόφια.)
Μετά την κατηφορική κοιλάδα των ταξί
στο ξέφωτο του κόμβου, γερμένος σε μια γκρεμισμένη
από προφυλακτήρες μάντρα, κάθεται χάμω ημίγυμνος
ένας φαντάρος.
Πάνω του ρούχο η κούραση,
ο καθιστός, ο άδειος ύπνος.
Δίπλα τα παπούτσια του, πατημένα
σαν πλακάκια μπάνιου.
Μπροστά στα δάχτυλα του ενός ποδιού
δυο ψόφια γρόσια, ένα μαχαίρι.
Πάει να μπει η άνοιξη με τις συνήθειές της
και βρέχει.
Οι ναυαγοί περνούν το δρόμο
γιατί γι’ αυτούς δεν υπήρξε φράχτης,
δεν υπάρχει ναυάγιο, δεν ακούνε βάρκες με ουρλιαχτά.
Όλα θα ’ταν φυσιολογικά μετά το σούρουπο, σαν πάντα.
Θα είχε κάποιο κρύο, θα ψιλόβρεχε ως αργά,
αυτό το βράδυ δεν θα ’χε σχέση με τον σουγιά
και το πύρινο τόξο στο βάθος
πάνω απ’ τα σπίτια.
Αλλά ο φαντάρος λέει κοιτώντας τα δάχτυλα
πως ο θάνατος και η καταστροφή κι η θλίψη
είναι δυνατότητες ν’ αφηγηθείς κάτι που δεν μπορείς
να πεις. Πως υπάρχει μια οργή πιο βαθιά απ’ το σκοτάδι.
Πως ο κόσμος πέθανε. Πέθανε σου λέω
δεν νιώθω τίποτα σαν το ποντίκι στον κουβά.
Σηκώνει το χέρι και δείχνει το συρματόπλεγμα σαν φάκα.
Το δείχνει και το λέει δήμιο. Το λέει σταυρό.
Ύστερα λέει πως η φωνή απ’ τον τοίχο…
άκου. Σσσς, το ακούς; Ακούς τα τύμπανα που ηχούν;
Όλα είναι πιθανά. Είναι τσούλες. Όλες τους.
Το ξαναλέει πολλές φορές να το επιβάλει.
Τεντώνει το πόδι του και φοράει το πλακάκι.
Το μαλλί, τα δόντια του είναι γκρίζα. Η λάμα ολόισια.
Η γλώσσα του έτσι υγρή γυαλίζει σαν φεγγάρι.
ΤΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΒΟΫΤΣΕΚ
(Δεν κρύβομαι και όχι, δεν αρνούμαι.)
Μέσα στο δάσος
μπροστά στο βαμμένο φεγγάρι
μέσα στη χούφτα
πάνω απ’ το στέρνο σου.
Μαρία, ο χρόνος,
ξέρε το, φέρνει φωτιά
και σπαθί.
Είμαστε άνθρωποι και φτωχοί.
Το χρυσάφι γίνεται
άμμος στα χέρια μας.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΩΣ ΡΗΜΑ ΑΓΑΠΗΣ
(3η εκδοχή)
(Ήλιος για το μέτωπο και χάδι για το στήθος.)
Σε αγάπησα τότε που σε κρατούσα εγώ
γιατί τα χείλη σου έκλειναν υγρά
τα κενά του ιδρώτα.
Η ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΛΥΓΜΟΥ
(2η εκδοχή)
(Αν δε θες αίμα, δε θες έρωτα.)
Ο έρωτας είναι εντελώς τυφλός, είπε,
είναι αχάριστος και συχνά φαιδρός, είπε,
στυγνός και χυδαίος, είπε,
ασύμμετρος, είπε, άνισος,
και γύμνωσε το στήθος της
να ψάξει τη λεπίδα
για να μη μείνει τίποτα, είπε,
που να μη σου επιστράφηκε.
Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΠΑΧΝΗΣ
(Παραδίνομαι στα χέρια που με σύραν.)
Ο δικός μου τρόπος να μετανοώ
είναι να γονατίζω στο χόρτο,
να σέρνω σαν κάμπια τη φυγή μου
μπρος στα πόδια σου
και να τ’ αλείφω αίμα.
ΟΙ ΟΧΘΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
(Δικάστε εδώ τις κούκλες.)
Χωρίς να διαμαρτύρομαι
χωρίς να καθαρίζω πια την πάλη
από τα χέρια
χωρίς να μου σκουπίζω τον ιδρώτα
απ’ τον σουγιά
–εγώ πράττω εγώ έδρασα
και τούτος έξω ο κόσμος–
κοιτώ τις μαύρες μπούκλες σου
που πέφτουν σαν βαρίδια
κι αφήνω εδώ το σώμα σου
να αποδοθεί στη ζήλια
καθώς τριγύρω μας βαθαίνουν τα νερά
γιατί ήρθε η ώρα στ’ άπατα
να μας κρίνουν κρύους.
Ο Αλέξιος Μάινας γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα, σπούδασε Φιλοσοφία στη Βόννη και ασχολείται κυρίως με τη μετάφραση και την επιμέλεια. Συντονίζει το λογοτεχνικό εργαστήρι «ΣμεΣ» (Συναντήσεις με Συγγραφείς). Έχει εκδώσει τις συλλογές Το περιεχόμενο του υπόλοιπου (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011) και Το ξυράφι του Όκαμ (Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2014). Προσφάτως έκανε τη μετάφραση και τη δραματουργική επιμέλεια του Βόυτσεκ (Γκέοργκ Μπύχνερ) που ανέβηκε σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου από την ομάδα Ξανθίας στο Θέατρο Σημείο (έως τις 23.4.2019).