Δύο ποιήματα της Χριστίνας Οικονομίδου
ΑΦOΣΙΩΣΗ
Περιδιαβαίνεις, κάθε μέρα, τ’ άδεια δωμάτια
που συμπληρώνουν τη λήθη σου
η εικόνα σου, σαν ίσκιος,
στριμώχνεται στις γωνιές τους
προσπαθώντας να εναρμονιστεί
με το αδιανόητο της απουσίας.
Καθώς ο καιρός περνά
σημαδεύεις ολοένα και πιο καλά
γεμίζεις όνειρα όλο το σπίτι
κρατάς τη θλίψη σου
και το κλειδί της,
δίχως τα παλιά αισθήματα.
Καμιά φορά η σιωπή σε λυτρώνει
ο καρπός αποκτά τη γεύση του
η μνήμη το χρώμα της
και τα δέντρα ανασαίνουν ξανά
στον παρήγορο ρυθμό της γνώριμης γης.
Δε φταις εσύ, ασφαλώς, οι προσδοκίες ξεθωριάζουν
τόσο φυσικά, όσο και το μαντίλι που μου χάρισες
στον ήλιο του μεσημεριού.
Ωστόσο, η άκρη της σκέψης σκαλώνει στο σώμα
της επιθυμίας,
που παραμένει ζωντανό
μέσα στην ακινησία της νεκρής μας φύσης.
Σου μιλώ για όλα αυτά
σε όρους απολύτως ρεαλιστικούς.
Με κοιτάς με απορία,
τα μάτια σου, ενίοτε, βουρκώνουν,
προσπαθείς ν’ αποφύγεις τα χείλη μου
φοβάσαι
αυτό που θ’ αρθρώσουν
με το φιλί.
Μην τρομάζεις, αγάπη μου, τα λόγια χάνονται
στο βάθος του πόθου,
στην παράδοξη ελπίδα
να ηττηθούν.
Κι αν, ακόμα, τα δάχτυλά μας ματώνουν
στ’ αλήθεια
απ’ τις βελόνες του νου,
μπορεί η καρδιά να διαφεύγει απ’ το θαύμα
– ανθρώπινο είναι κι αυτό.
ΥΓ.
Ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα
ο σύντροφός μας, ανήμπορος να αντέξει
το βάρος της επινόησής μας,
σφαλίζει με θόρυβο
το παράθυρο της αφοσίωσης.
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
Μετά το θάνατο
η Μέδουσα
ακροβατεί στον ύπνο σου
γυρεύοντας το αίμα
των νεκρών σου
επιθυμιών.
Μαλώνεις καθημερινά
με τους θαμμένους ήρωές σου
θαρρείς και μπορούν
να σου προσφέρουν
παρηγοριά
για τα χαμένα σου «γιατί».
Και απορείς που σε ξυπνούν
καταμεσήμερο φαντάσματα
με γουρλωμένα μάτια
κραυγάζοντας απόγνωση.
Απομεσήμερο –κοντεύει βράδυ–
τα μάτια σου σε καίνε ακόμα
απ’ τις εικόνες του ύπνου.
Η ζωή σου κυλά
–όπως συνηθίζεις να λες–
παράδοξα,
ανάμεσα σ’ αυτό που ζεις
και σ’ αυτό που θα μπορούσες να ζήσεις.
Γι’ αυτό, δεν τολμάς να ονοματίσεις
τη φτώχεια σου.
Φοβάσαι πως η διαδικασία αυτή
είναι μη αναστρέψιμη.
Έχεις δίκιο.
Ωστόσο
εξακολουθείς
να περιμένεις τα φίδια
που γεννά
το κεφάλι της Μέδουσας.
Οι νεκροί σου
δεν αναπαύονται
αν δεν το αποφασίσεις εσύ.
Η Χριστίνα Οικονομίδου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Έχει σπουδάσει Οικονομικές Επιστήμες στο Μόναχο και στην Αθήνα. Από το 1994 απασχολείται στο χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού. Γράφει, μεταφράζει και επιμελείται λογοτεχνικά και θεωρητικά κείμενα, ενώ άρθρα, κείμενα και βιβλιοκρισίες της δημοσιεύονται τακτικά στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Είναι η αρχισυντάκτρια στην εκπομπή για το βιβλίο Άξιον εστί του Βασίλη Βασιλικού. Ήταν συνεκδότρια, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, του μηνιαίου free press περιοδικού για το βιβλίο index. Διδάσκει, επίσης, Δημιουργική Γραφή στο Μικρό Πολυτεχνείο. Έχει εκδώσει 3 βιβλία ποίησης και 15 μη λογοτεχνικά βιβλία. Έχει, ακόμα, συμμετάσχει, με διηγήματα και κείμενά της, σε συλλογικές εκδόσεις.