Εννέα ποιήματα της Ελένης Μαντέλου
Στην παραλία
Ο ποιητής στην πολυθρόνα αναπαύεται
έγκλειστος μέσα στις σελίδες.
Φυσώντας τον ξεφυλλίζει ο άνεμος
περνώντας κάτι να του αρπάξει
ένα όποιο κεφαλόγραμμα
μια του ακροστιχίδα
να τη σκορπίσει στου στέρνου του
την πρόσκαιρη απλωσιά.
Καρφωμένες στη θέση τους μένουν οι λέξεις.
Ποτισμένες στου μελανιού το πείσμα.
Μέσα στις ίνες του χαρτιού τους
χτυπημένες.
Εικόνα
Μες στην καρδιά της νέας εστίας
μισή αρχαία μισή σημερινή
στέριωσε τώρα μια καινούρια παρουσία.
Πέρασε τις παλιές τις υδατογραφίες
και πλάι στου Νείλου τις ακτές σταθμεύοντας
της Ανατολής πήρε το χρώμα ξέθωρο
το ’φερε και τ’ απόθεσε εδώ.
Μες στ’ ανοιχτά μας δάχτυλα,
απ’ όπου τ’ αγαθά όλης μας της ζωής
αδέξια κυλούσαν, εκείνο ήρθε και φώλιασε∙
μες στο μυχό της δεξιάς παλάμης ήρθε και ρίζωσε
σκορπίζοντας μυρωδικά από πικραμύγδαλο
γλυκιά-πικρή η νοσταλγία της αγάπης.
Απουσία
Βουλιάζει τώρα η σιωπή
κρύβεται σ’ άσπρα σεντόνια∙
τα κλειστά δώματα ψηλά
τα παίρνει ένας παράξενος αέρας...
Πατάει μ’ αθόρυβα παπούτσια
τραβάει της αυλαίας τα σκοινιά
οι νύχτες μπαίνουν με σηκωμένα κεφάλια
λύνουν τα πανωφόρια και ρωτούν:
«Είναι κανείς εδώ;»
Ρωγμή
Άσπρη αγκαλιά μαρμάρινη, όταν
φτερούγα ανέμου σπάζοντας το γυαλί
αναταράξει τα νερά ανοίγοντας κύκλους
απ’ την καρδιά ως την άκρη,
κράτα το νέο χτύπο σου ασάλευτο.
Πάνω του πνέουν ακόμη άνεμοι
ειδυλλιακή η εικόνα μιας
ανεξήγητης προσμονής θανάτου.
Αποθέτοντας πρώτα με τα χέρια
το βάρος της πέτρας
ακούμπησε πλάι το κεφάλι σου.
Αναρριχτά στ’ όνειρο το παράθυρο
ορίζει ωστόσο το γαλάζιο.
Τι είναι το μέλλον; Οι αναμνήσεις
μήπως μαζί με την τόλμη τους;
Τι περίμεναν αυτές τόσον καιρό
όταν το κάθε απρόβλεπτο κρυβόταν
στον κίτρινο πηλό του βυθού
σαν σκουλήκι που αργοσαλεύει
πριν από το λάθος...
Σκηνή
Η εικόνα του Αϊ-Γιώργη
με το καπέλο της αράχνης.
Μέσα στης κουζίνας τη θαλπωρή
ο μικρός ροκανίζει εργατικός
την κρούστα της καθημερινής ζωής
μεταμορφώνεται σε λαγό και φωνάζει
«μαμά, μανταρίνι!»
«Σε λίγο θα φάμε» απαντάει εκείνη.
Κάνει έφοδο τότε ο μουσικός
φυσώντας τρομπόνια
χτυπώντας τα τύμπανα.
«Να η μανταρινιά!» φωνάζει ο μικρός
και οι γονείς μένουν άφωνοι.
Η κουζίνα πλημμυρίζει ήχους εσπεριδοειδών
τα πιάτα συντονίζονται
η στρατιά τους κυλάει στο πάτωμα.
Στην ύψιστη ταραχή ο μικρός
βλέπει το κοντάρι του αγίου
να χτυπά με ορμή
στην καρδιά του πατέρα.
Ο θάνατος του ποιητή Οδ. Ελύτη
Το ξάφνου δεν ήταν ξαφνικά
ο ποιητής δούλευε
και πριν την εκφορά του και μετά.
Βημάτιζε μ’ ένα στεφάνι πουλιά
ατενίζοντας την ακατοίκητη πολιτεία∙
τραβούσε ανατολικά του παρελθόντος
επέστρεφε ανατολικά του μέλλοντος.
Επί τόπου
Δέσμιε της μνήμης
πολυμήχανε της αδυναμίας
κάτω απ’ τον ήλιο της πατρίδας
όλα στεγνώνουν, καίγονται.
Η νοσταλγία μέθη σκοτεινή
παρελαύνοντας ακροβατεί
ανάμεσα στο κλέος και την ταπείνωση
μ’ ένα ζευγάρι μαύρα γάντια.
Θλίψη, πάνω σου
η ανοιχτή αγκαλιά της Πλατυτέρας
πολεμικό μέτωπο σαν τη θυσία.
Εν πτήσει
Ποιος λέκιασε τα πέπλα της Αυθορμησίας…
ανάμεσα στα πέταλα του ανέμου ισορροπούσε.
Αχός μικρόψυχος ξάφνου
κυμάτισε με παφλασμό σημαίας·
στο όνομα του χρόνου σέρνοντας
της αθώας ροπής τα βέλη προς τα κάτω
έκανε να κατηφορίσουν τα ρεύματα
ορθώνοντας τα μαύρα του τα χέρια
που άγγιξαν το δικό της τον ιριδισμό...
Βραυρώνα
Ασταμάτητη βοή περιπλάνηση
κλωνάρια, φύλλα
στη ρίζα της βελανιδιάς ήταν θαμμένα
τ’ απομεινάρια της Ιφιγένειας
σπασμένα χέρια παιδικά
βαστούσαν λαγό ή περιστέρι
στις κόγχες η νύχτα
έψαχνε για πέρασμα.
«Άμοτος ιά άλυς»
απ’ την πλαγιά κατέβαιναν
ένας χορός ασπροντυμένοι εκφέροντας
ακατάληπτους αρχαίους φθόγγους
μαζεύτηκαν στην ορχήστρα.
Άνοιξε ένας κρατήρας καταμεσής
η εισπνοή του ξάφνου τους κατάπιε
το στόμιο μετά σφραγίστηκε
πεταμένοι δαυλοί στα ερείπια…
Η Ελένη Μαντέλου γεννήθηκε στην Κύμη. Το 1970 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με το έντεχνο τραγούδι. Τα τρία πρώτα βιβλία της εκδόθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τα Χριστούγεννα του 1987. Στη συνέχεια έγραψε μυθιστορήματα για νέους, παραμύθια και ιστορίες για παιδιά. Δημοσίευσε ποίηση (περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ) και έχει βραβευτεί με το Α’ Βραβείο Μυθιστορήματος 1994 της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς.