fbpx
«Χαλανδριανέ μου αγέρα…» του Σωτήρη Σαράκη

«Χαλανδριανέ μου αγέρα…» του Σωτήρη Σαράκη

«Α, το Χαλάνδρι! Πώς δεν το θυμάμαι, πήγαινα τότε πολύ ταχτικά. Τότε που είχα έρθει απ’ το νησί, έμενε εκεί ένας ξάδερφός μου και πήγαινα κάθε τρεις και λίγο. Μ’ άρεσε κιόλας, ήταν εξοχή, πώς να συνήθιζα εγώ στον Περαία με το που ήρθα απ’ το νησί…»

Τώρα, πώς τον σταματάνε; Ο αθεόφοβος, πήρε μπροστά και δεν έκοβε με τίποτα. Θα τα ’χε σίγουρα τα ενενήντα, όμως η γλώσσα του ροδάνι.

Ο Τζίμης έφταιγε. Αυτός ο φαντασιόπληκτος, που μου τριβέλιζε το μυαλό με τα παλαβά του. Δε λέω, φίλος και καλός, όμως το παράκανε με τις φαντασίες του. Σώνει και καλά ο παππούς είχε δουλέψει στην ανασκαφή της Χαλανδριανής, εκεί λίγο πριν το 1900. Πώς το ’ξερε; Κάπου τ’ άκουσε, κάποιος το ’πε, άλλωστε ο παππούς ήτανε Συριανός, σίγουρο αυτό, κι αφού τώρα, καμιά εβδομηνταριά χρόνια μετά την ανασκαφή, γυρόφερνε τα ενενήντα, ε, τότε θα μπορούσε άνετα στα νιάτα του να ’χε βγάλει κάμποσα μεροκάματα υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του Τσούντα.

Έφταιγε ο Τζίμης, μα έφταιγα κι εγώ. Τον βλέπαμε πολύ συχνά τον παππού στη γειτονιά να βαδίζει με το μπαστούνι του, και πιο συχνά να κάθεται με τις ώρες στο καφενεδάκι του Πέτρακα. Εκεί ακριβώς που αράζαμε εξίσου συχνά κι εμείς, φοιτητοπαρέα σχετικά ολιγομελής πλην αρκούντως θορυβώδης, με μόνιμο πρωταγωνιστή σ’ αυτό –εννοείται– τον Τζίμη· αράζαμε για καφέ ή και για κανένα ουζάκι, όσο το επέτρεπαν τα καχεκτικά οικονομικά μας. Έφταιγα κι εγώ, γιατί «τσίμπησα». Ήτανε, βλέπεις, ακριβώς τον καιρό που μου ’χε κολλήσει αυτή η λόξα με τα προϊστορικά. Κάπως με γοήτευε η ιδέα μ’ αυτά τα αντικείμενα (αυτά, ειδικότερα, τα ταφικά) που μείνανε μέσα στη γη χιλιάδες χρόνια, χωρίς κανένας πια να ξέρει για την ύπαρξή τους το παραμικρό ή να τα νοιάζεται, κι ύστερα έρχεται ξαφνικά ο αρχαιολόγος, τα ανασύρει στην επιφάνεια κι αυτά στέκουν πλέον μπροστά μας στην προθήκη ενός μουσείου, στέκουν εκεί ως σήματα, σήματα μακρινών ανθρώπων, δηλώνοντας ακριβώς την –κάποτε– παρουσία αυτών των μακρινών ανθρώπων, λες και γι’ αυτό ακριβώς εκείνοι οι άνθρωποι τα απόθεσαν ευλαβικά μέσα στη γη, λες και γι’ αυτό ακριβώς τα θάψανε μαζί με τον αγαπημένο τους νεκρό, ώστε κάποτε να μπορέσουν να «σημάνουνε» σ’ εμάς την παρουσία τους εδώ στη γη, με κάποιον τρόπο να μας πούνε πως υπήρξανε, πως ζήσανε κι αυτοί, ζήσανε όπως ζούμε κι εμείς, περάσανε από τούτον τον κόσμο. Προϊστορία, αγαπητέ μου, ξέρεις τι θα πει προϊστορία; Χαμένος από χέρι, χωρίς γράμμα και γραφή, έρχεται η ώρα που φεύγεις, φεύγετε εσύ και οι συγκαιρινοί σου και πάει, χαθήκατε, περνούν καμπόσα χρόνια και κανένας πια δεν ξέρει τίποτα για σας, κανένας δε γνωρίζει τίποτα για τη ζωή σας, τίποτε για το πέρασμά σας από δω, ακριβώς σαν να μην υπήρξατε ποτέ, πουθενά.

Αυτά αμπελοφιλοσοφούσα σταθερά, αυτά γυρόφερνα στο μυαλό μου επίμονα, κι έτσι, μόλις ο Τζίμης κόμισε την –αμφίβολη– πληροφορία, το έρμο το μυαλό μου πήρε φωτιά κι αδύνατον πια να κάμω πίσω. Για φαντάσου, ένας νεαρός αγρότης, τέλη του περασμένου αιώνα, ένα παιδί χωρίς διαβάσματα, σ’ ένα –έστω, κοσμοπολίτικο– νησί, πάντως γεωργός, ψαράς ή –πάλι έστω– εργάτης, φαντάσου ένα σχεδόν παιδί ακόμα, πολύ μακριά απ’ τον σημερινό μας πολιτισμό, πολύ πιο κοντά σ’ έναν απείρως φυσικότερο τρόπο ζωής, αγνό λοιπόν παιδί κόντευα να προσθέσω, μα είχα μιαν αποστροφή γι’ αυτό το τελευταίο και σταματούσα (μου θύμιζε Τα αγνά νιάτα, βάρβαρο βιβλίο ενός, Ούγγρου νομίζω, θεολόγου που είχα διαβάσει στα δώδεκά μου χρόνια), αυτό λοιπόν το παιδί πηγαίνει να βγάλει μεροκάματο σκάβοντας τη γη, χωρίς καλά καλά να ’χει καταλάβει γιατί σκάβει, κι εκεί αρχίζει να ανασύρει κτερίσματα και ειδώλια, του ’χουνε πει να τα προσέχει, παίρνει απαλά το ειδώλιο γεμάτο χώματα πλην ευδιάκριτο, το φέρνει μπροστά στα μάτια του και το περιεργάζεται, δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται, όμως, εδώ σε θέλω: Να μην ένιωσε το σήμα; Να μη λειτούργησε αυτό το παράξενο πράγμα, να μην εκπλήρωσε επιτέλους τον σκοπό του; Γι’ αυτό δεν το ’χαν βάλει κάποτε στη γη κ.λπ., και τώρα που ήρθε η ώρα του, είναι ποτέ δυνατόν να μην έφερε σε πέρας την αποστολή του; Σίγουρα, λοιπόν, είχαμε εδώ αυτήν τη μυστική επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων τόσο μακρινών, σίγουρα ο νεαρός ένιωσε αυτό το δέος που ουδέποτε μπόρεσε να εξηγήσει, και σίγουρα επομένως έπρεπε τώρα εγώ να τον προσεγγίσω και να του αποσπάσω την ομολογία. Είναι ή δεν είναι έτσι; Για προσπάθησε να θυμηθείς, καλέ μου παππού. Δε λέω, περάσανε πολλές δεκαετίες, όμως τα δυνατά και σπάνια που μας συμβαίνουν στη ζωή σίγουρα αποτυπώνονται γερά στη μνήμη αφού μας σημαδεύουν, σίγουρα αντέχουν ως το τέλος, είναι ανεξίτηλα. Γι’ αυτό, δε γίνεται, θα θυμηθεί ο παππούς.

Είχα καταφέρει να τον προσεγγίσω επιστρατεύοντας όλη τη γνωστή μου μεθοδικότητα: Ο καφενές διέθετε κάμποσα τραπεζάκια στο φαρδύ πεζοδρόμιο, και ένα από αυτά, άκρη άκρη και κολλητά στον τοίχο, ήταν το αγαπημένο του. Πήγα λοιπόν και κάθισα ακριβώς εκεί, έχοντας καταστρώσει το σχέδιό μου. Φύσαγε, βέβαια, ένας διαβολεμένος αέρας –νοτιοανατολικός– που όμως δεν ήτανε καθόλου κρύος και η θέση προστατευόταν αρκετά απ’ τον τοίχο, που σχημάτιζε στο σημείο εκείνο και μια μικρή γωνία. Αρχές Ιουνίου, άλλωστε, καλοκαιράκι πια, ποιος πάει να χωθεί μέσα στη μίζερη αίθουσα ενός χαμηλοτάβανου καφενείου;

Σε λίγο, ήρθε (εννοείται πως είχα φροντίσει να πλησιάζει η ώρα του). Βάδιζε προς το μέρος μου ώσπου με είδε και κοντοστάθηκε, έτοιμος για μεταβολή. Εγώ πετάχτηκα, ευγενέστατος, καθίστε, ω, συγγνώμη, δεν το σκέφτηκα κ.τ.λ., με ευχαρίστησε και στρώθηκε στην καρέκλα του. Έκαμα δήθεν πως απομακρύνομαι κι εκείνος με σταμάτησε: «Κάτσε, παιδί μου, αν θέλεις, κάτσε που καθόσουνα, χωράμε δα!».

Αυτό ήταν. Η ευκαιρία της ζωής μου. Στρώθηκα κι εγώ, και η κουβέντα ξεκίνησε.

Τώρα, βέβαια, τι είδους κουβέντα ήταν αυτή που ξεκίνησε, δύσκολο να το προσδιορίσω. Ο έρμος ο παππούς άκουγε ελάχιστα – όπως με πληροφόρησε, είχε χάσει την ακοή του αρκετά νέος ακόμα, ψαρεύοντας με δυναμίτη. Είμαι κι εγώ χαμηλόφωνος, ήταν κι αυτός ο αδιάκοπος αέρας με τη δυνατή βουή του – πώς διάολο πέρναγε όλον τον Πειραιά και την Καλλιθέα κι έφτανε τόσο φουριόζος ως τον Νέο Κόσμο, περίεργο. Κάπως έτσι όταν, ύστερα από ώρα πολλή κι από αλλεπάλληλες απόπειρες, κατάφερα να αρθρώσω το συριανό τοπωνύμιο, ελπίζοντας να φέρω τη συζήτηση στο σωστό θέμα, ο συνομιλητής μου αντί για Χαλανδριανή άκουσε Χαλάνδρι, με αποτέλεσμα να μάθω ένα πλήθος λεπτομέρειες (γερή μνήμη) για τα περασμένα του βορείου προαστίου, χωρίς να μπορώ να παρέμβω, αφού συνέχιζε σταθερά να μιλάει (δυνατά, όπως κάθε συνεπής βαρήκοος) χωρίς διακοπή. Τέλος πάντων, με τα πολλά κατάφερα να ξαναπροφέρω, εξαντλώντας πλήρως τις δυνατότητες των φωνητικών μου χορδών, την επίμαχη λέξη και τότε ο παππούς με τελείωσε:

«Α, λες αυτό του Μάρκου. Το ’χω ακούσει, δύσκολα με την ακοή μου, αλλά μου βάζουν δυνατά το πικάπ και κάτι ακούω. Μωρέ πήγαινα εγώ στον Μάρκο ταχτικά, πολύ καλό πατριωτάκι, είχαμε γίνει φίλοι, αυτός είναι πολύ μικρότερός μου, τότε να ’βλεπες γλέντια και ξενύχτια, έτσι κι αρχίναγα εγώ τον χορό δε μου ’ρχονταν να σταματήσω ποτέ, βάσταγα βλέπεις ακόμα…»

Ακριβώς όπως και με την κουβέντα. Δεν θα σταματούσε ποτέ (σ’ αυτό εξακολουθούσε να βαστάει), υπέκυψα λοιπόν στη μοίρα μου: Εδώ θα μ’ έβρισκε η Δευτέρα Παρουσία, εδώ στον καφενέ του Πέτρακα ν’ ακούω και να μαθαίνω. Ώσπου φάνηκε, σαν από μηχανής θεός, βγαίνοντας μέσα από το καφενείο, ο μεσήλικας με τον χαρτοφύλακα και το ύφος παντογνώστη (πρώτη φορά τον έβλεπα). Άκουσε, προφανώς, το θέμα της «συζήτησής» μας, και θεώρησε χρέος του να παρέμβει:

«Βέβαια, ο Μάρκος είναι κορυφή! Ένας κορυφαίος λαϊκός δημιουργός. Τώρα, αν θέλετε τη γνώμη μου, η “Αλεξανδριανή” δεν είναι από τα καλύτερά του, όμως καλό είναι κι αυτό. Βέβαια, η σύγκριση μπορεί να γίνει μόνο με τους άλλους δύο, Τσιτσάνη και Παπαϊωάννου. Ομοιότητες και διαφορές. Ο Μάρκος μού ακούγεται πιο αυθόρμητος, εκείνοι πιο τεχνίτες. Δουλεύουνε τον ήχο ψιλοβελονιά…»

Ακόμα αυτό μου ’λειπε, να μπλοκαριστώ ανάμεσα σε κουφό και σε διανοούμενο. Άρχισα λοιπόν ν’ ανασηκώνομαι, και κάποια στιγμή που τους είδα εντελώς απορροφημένους (ο διανοούμενος είχε στεντόρεια φωνή, επομένως ο πρώην συνομιλητής μου όλο και κάτι άκουγε), αποσηκώθηκα και απομακρύνθηκα «ακροποδητί», όπως λέγανε ακόμα τότε παλαιοί φιλόλογοι. Μπήκα στο καφενείο, πλήρωσα τον καφέ μου και είπα στον Πέτρακα να ενημερώσει όποιον τυχόν καταφθάσει αργότερα από την παρέα ότι για το υπόλοιπο της ημέρας έχω αποσυρθεί και να μη με αναζητήσουν. Αισθανόμουν εντελώς εξαντλημένος, εξοντωμένος για την ακρίβεια, και το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω στο δωμάτιό μου και να πέσω ξερός στο κρεβάτι. Τίποτε άλλο. Έκαμα λοιπόν μεταβολή, προχώρησα, έφτασα στην πόρτα και τότε ακριβώς, μόλις είχα δρασκελίσει, το άκουσα. Θέλετε το πιστεύετε, θέλετε όχι, πάντως εγώ το άκουσα ολοκάθαρα, με τα ίδια μου τ’ αυτιά:

«Ψιλοδουλειά, εκεί να δεις ψιλοδουλειά. Μωρέ όλες τις δουλειές τις έχω κάμει εγώ, αλλά τέτοιο χασομέρι δεν υπάρχει πουθενά. Ούτε χρυσικός να ’σουνα. Να τρίβεις το χώμα σπυρί σπυρί λες κι είναι σιμιγδάλι, να ’χεις τα μάτια δεκατέσσερα μη σου ξεφύγει ρούπι το τσαπί, μην παραπατήσεις, μη σκοντάψεις μέσα στο λάκκο, τι να σου πω. Καμιά εβδομηνταριά χρόνια έχουνε περάσει, αλλά αυτή τη δουλειά στα αρχαία τη θυμάμαι σα να ’τανε χτες, ποτέ δεν πρόκειται να την ξεχάσω…»

Ναι, έτσι ακριβώς. Ο παππούς είχε ξαναπάρει φόρα, αυτή τη φορά με το σωστό θέμα. Όμως εγώ ήμουνα πια, είπαμε, εξοντωμένος. Αδύνατο να κάμω μεταβολή, τράβηξα ίσια για το σπίτι.

Τα είπα, εννοείται, όλα, χαρτί και καλαμάρι στον Τζίμη. Με άκουγε, όσην ώρα εξιστορούσα, σαν αποσβολωμένος κι όταν τελείωσα, αφού με κοίταξε για ένα-δυο λεπτά με συγκατάβαση –ναι, με συγκατάβαση–, το ξεφούρνισε. Μου το φύλαγε, φαίνεται, καιρό και τώρα το ξεφούρνισε:

«Αμάν, αδερφάκι μου, τη φαντασία σου να ’χα, τη φαντασία σου και τι στον κόσμο! Μωρέ άκουσέ με, για μια φορά επιτέλους άκουσέ με και βάλε μυαλό. Παράτα, καημένε μου, αυτά τα ποιήματα που σε καταστρέφουν, παράτα τα, αφού έτσι κι αλλιώς τα σβήνεις προτού καλά καλά τα γράψεις, στείλ’ τα στο διάολο και στρώσου να γράψεις θέατρο. Γράψε θέατρο και θα με θυμηθείς. Τι Αραμπάλ και τι Ιονέσκο, ούτε στο μικρό σου δάχτυλο δε θα ’φταναν. Ακούς Αραμπάλ και Ιονέσκο… Ούτε στο μικρό σου δάχτυλο…»

 

Ο Σωτήρης Σαράκης (γενν. 1949, Αμπέλια Αγρινίου) έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, με τελευταία τις Σημαντικές λεπτομέρειες (Κουκκίδα, 2018).

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.