fbpx
«Το ενδεχόμενο» της Ντίνας Σαρακηνού

«Το ενδεχόμενο» της Ντίνας Σαρακηνού

Δεν έπρεπε να συμφωνήσει στην παράλογη πρότασή της, του φαινόταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο. Αλλά τόσο τέλεια ήταν στα μάτια του, ώστε δεν μπορούσε να της αρνηθεί τίποτα.

Θα με φάει αυτός ο έρωτας, σκέφτηκε, καθώς έβαζε μέσα στον σάκο του ένα φακό. Αναρωτήθηκε γιατί να πάρει μαζί του σάκο, πόσο μάλλον φακό, και το μετάνιωσε γρήγορα. Άθελά του, ζούσε μια ατμόσφαιρα μεσοπολέμου. Αποφάσισε καλύτερα να μην πάρει τίποτα μαζί του, ώστε αν χρειαστεί, να τρέξει.

Καθώς οδηγούσε, τον είχε κατακλύσει μια νευρικότητα. Ο ουρανός τού φάνηκε χαμηλότερος και για μια στιγμή ένιωσε να πνίγεται, αλλά παρ’ όλα αυτά, πήγε. Το ραντεβού τους ήταν για το ξημέρωμα, του είχε ζητήσει να φύγουν νωρίς.

Το πρώτο πράγμα που τον ρώτησε ήταν αν έφερε μαζί του κάμερα. Της έγνεψε αρνητικά. Εκείνη απογοητεύτηκε, αλλά κάθισε συνοδηγός. Αξίζει αυτή η αγκαλιά τέτοιο χουνέρι; αναρωτήθηκε. Ο συνειρμός τού ήρθε ξαφνικά: Θα μπει μέσα μας. Αλλά παρ’ όλα αυτά, οδήγησε προς το μοναστήρι.

Βγαίνοντας από την Αθήνα, άρχισε να απολαμβάνει τη διαδρομή. Ο ήλιος τούς ζέσταινε και χαιρόντουσαν και οι δύο. Τι κακό μπορεί να συμβεί σε μια τόσο όμορφη μέρα; αναρωτιόταν. Όταν βγήκαν από την εθνική οδό και έστριψαν προς την κωμόπολη, είδαν περαστικούς να τους χαιρετούν. Οι άνθρωποι είναι φιλόξενοι, σκέφτηκε, καλό σημάδι. Άναψε ένα τσιγάρο προσπαθώντας να της κρύψει την ανασφάλειά του. Γνώριζε καλά πως αν λιποψυχούσε και κατέρρεε η εικόνα του στα μάτια της, θα τον παρατούσε. Άδικο στη βάση του, λόγω των συνθηκών, αλλά θα συνέβαινε.

Ο δρόμος οδηγούσε ψηλά στον λόφο, με φιδίσιες στροφές, και γύρω είχε πυκνή βλάστηση από μεγάλα πεύκα που έριχναν σκιές. Έπειτα από περίπου είκοσι λεπτά διαδρομή, φάνηκε από μακριά το μοναστήρι να αστράφτει στον μεσημεριανό ήλιο. Ήταν μικρό, δυο δωμάτια διακρίνονταν όλα και όλα, και κατάλευκο. Αθώο. Τόσο ειρηνικό τού φάνηκε που γέλασε περισσότερο από αμηχανία. Σαν να το αντιλήφθηκε και εκείνη και του είπε: «Είδες πόσο γαλήνια και όμορφα είναι; Είσαι υπερβολικός». Η ανησυχία του όμως δεν τον εγκατέλειπε.

Η τελευταία στροφή προς το μοναστήρι συνέχιζε σε χωματόδρομο και, όσο το αυτοκίνητο ανεβοκατέβαινε τις σκληρές πέτρες, τόσο πιο πολύ λάθος τού φαινόταν αυτή η «εκδρομή», όπως του την είχε παρουσιάσει. Ένιωθε ότι δεν ήταν απόδραση, ήταν, πιο σωστά, μια μυστικιστική περιπέτεια, για την οποία δεν ήταν προετοιμασμένος. Αντιλήφθηκε και κάτι το περίεργο, όμως. Λες και η πλάση είχε σωπάσει. Κανένα τιτίβισμα πουλιού δεν ακουγόταν γύρω τους, μόνο η μηχανή του αυτοκινήτου. Ας μην τα δραματοποιώ, σκέφτηκε, οδήγησε τα τελευταία πενήντα μέτρα και πάρκαρε στο προαύλιο γύρω από το μοναστήρι.

Όταν του είχε πρωτοπεί για την ξαφνική της έμπνευση να παρακολουθήσουν έναν εξορκισμό, εκείνος είχε βάλει τα γέλια, πιο πολύ για να φανεί συγκροτημένος. «Είσαι τελείως τρελή, δεν υπάρχουν δαίμονες, είναι φαντασιοπληξίες», της αντιγύρισε, ήπιε την τελευταία γουλιά της μπίρας του και βούλιαξε στον καναπέ του βαθύτερα. Αλλά η ανατριχίλα στο σώμα του για αυτό το ενδεχόμενο είχε ήδη ξεκινήσει.

Βγήκαν από το αυτοκίνητο. Αιφνιδιάστηκε από την ομορφιά. Ο χώρος ήταν σοβατισμένος, καθαρός, με περιποιημένες γλάστρες γεμάτες κόκκινα γαρίφαλα μπροστά από την κεντρική σιδερένια βαριά πόρτα. Στην οροφή υπήρχε ένα μικρό ολοστρόγγυλο καμπαναριό. Το φαντάστηκε να χτυπάει χαρωπά. Προσπάθησε να απολαύσει το τοπίο που του θύμιζε νησί, αλλά το βλέμμα του διασταυρωνόταν ξανά και ξανά με τη σιδερένια πόρτα. Μια ξύλινη θα αρκούσε, όμως δεν θα ήταν ικανή να το κρατήσει μέσα, συλλογίστηκε απότομα. Ξαφνικά αναστατώθηκε, η μύτη του γέμισε μυρωδιές από θυμιατά και απόκοσμα ουρλιαχτά έφτασαν στα αυτιά του. Έτριψε τα μάτια του, ξεροκατάπιε και κοίταξε τον καταγάλανο ουρανό, τα όμορφα, αραιά, ανέμελα σύννεφα.

Όλο αυτό το ακατανόητο που ζούσε ήταν δικό του λάθος. Την είχε ερωτευτεί, δίχως άμυνες, και το σκεφτόταν συχνά με αποδοκιμασία. Με τα ιδιότυπα γούστα της τον έσερνε σε οτιδήποτε περίεργο. Όλη αυτή η αδρεναλίνη μετασχηματιζόταν σε ευχαρίστηση τις περισσότερες φορές, αλλά σε αυτή την περίπτωση φαντάστηκε τον εαυτό του στα νύχια ενός μαύρου δαίμονα να τον ρουφάει στο χάος. Αρκετά, σκέφτηκε.

«Φεύγουμε!» της φώναξε κοφτά, αλλά εκείνη είχε ήδη φτάσει στην πόρτα και ήταν έτοιμη να την ανοίξει για να μπει. Προσπάθησε να διακρίνει κάποια φυσική παρουσία, κάποιον άλλον άνθρωπο κοντά τους, μάταια όμως, ήταν μόνοι τους.

«Φεύγουμε», ψέλλισε, αλλά ήταν ήδη αργά. Την είδε να ανοίγει τη βαριά πόρτα και να χάνεται στα εσώτερα. Αποφάσισε τότε να μπει στο μοναστήρι, για να την αρπάξει με τη βία. Αυτό του επέβαλλε η συνείδησή του.

Και το προσπάθησε. Προχώρησε προς την πόρτα γρήγορα, αλλά δίστασε στο τελευταίο βήμα. Έκανε δύο βήματα πίσω, συνειδητοποίησε ότι είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα, όταν άρχισε να ακούει να φωνάζουν το όνομά του. Επέλεξε αμέσως να κοιτάξει από το πλαϊνό παράθυρο. Διέκρινε κάποιες απερίγραπτες φωτοσκιάσεις, το στομάχι του ανέβηκε στο στέρνο και αναστατώθηκε η ψυχή του. Τρεις μαύρες φιγούρες κύκλωναν ένα κουλουριασμένο πλάσμα, θαρρείς και το βασάνιζαν. Έφερε το χέρι του στην καρδιά του ασυναίσθητα και, όπως θα ορκιζόταν για χρόνια μετά, ένιωσε την ψυχή του να αναδιπλώνεται και να του κάθεται στο λαιμό, σαν κόμπος.

Δεν ήταν θρήσκος, ούτε πήγαινε συχνά στην εκκλησία, αλλά πίστευε ότι με αυτά τα θέματα δεν παίζεις. Δεν ήθελε να τα καταλάβει, ούτε είχε απορίες για φιλοσοφικές εξηγήσεις. Μεμιάς αισθάνθηκε δώδεκα χρονών, όταν ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν μήπως ο γείτονας τους πιάσει στα πράσα να του ξεφουσκώνουν τα λάστιχα, αλλά τώρα δεν υπήρχε φίλος για συμπαράσταση.

Οι φωνές που άκουγε δεν ήταν της κοπέλας του, δεν ήταν γυναικείες ούτε αντρικές. Ήταν πολλές φωνές μαζί. Αλλόκοτες και αρχέγονες, συγκρούονταν με όποιον ορθολογισμό τού είχε απομείνει. Τον κατέκλυσε μια τάση φυγής. Και αμέσως έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει μακριά από το μοναστήρι ανάμεσα στα πεύκα.

Έτρεχε στο δάσος, μόνος, προς άγνωστη κατεύθυνση, σίγουρος ότι τον πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά το φοβερό κτήνος που ελευθερώθηκε. Παραπατούσε μέσα στα πουρνάρια, στις κακοτράχαλες πλαγιές, γλιστρούσε, έπεφτε, ξανασηκωνόταν και έτρεχε. Θυμήθηκε τη στρατιωτική του θητεία και άρχισε να φωνάζει: «Κλίνατε επί δεξιαάαα, κλίνατε επ’ αριστεράααα» για να διώξει τον φόβο του, δρασκελώντας ακόμα και τις πιο μικρές πέτρες. Φανταζόταν τους ιερείς να εξοστρακίζουν το κακό και αυτό να πλανάται στον αέρα. Έφτασε έτσι η αναπνοή του να του κοπεί απότομα, το οξυγόνο δεν του επαρκούσε και αναγκάστηκε να σταματήσει. Έπεσε στα τέσσερα. Έρποντας και ανασαίνοντας βαριά γύρισε με τρόμο προς τη μεριά του μοναστηριού. Συνειδητοποίησε ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά και δεν τον κυνηγούσε τίποτα τελικά.

Σηκώθηκε όρθιος. Την είδε έξω από το μοναστήρι, αρτιμελή, να σκιάζει με το χέρι της τα μάτια της από το φως του ήλιου. Να ψάχνει με τη ματιά της τις κοντινές πλαγιές προφανώς για να τον εντοπίσει.

Τίναξε τα ρούχα του, σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τον ιδρώτα από το μέτωπό του και κατευθύνθηκε προς εκείνη, προσπαθώντας να δείξει ατάραχος. «Πού πήγες;» τον ρώτησε χαμογελαστή. «Είναι πολύ ωραίο το μέρος και είπα να δω λίγο την περιοχή, μέχρι εσύ να προσκυνήσεις», της είπε πλησιάζοντας με ένα παγωμένο χαμόγελο. «Δεν έχει έρθει ακόμα κανείς. Ίσως να ήρθαμε λάθος μέρα», του είπε απογοητευμένη. «Πείνασες; Έχει καλές χασαποταβέρνες εδώ κοντά», είπε και της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. Μπήκε και αυτός μέσα και πάτησε το γκάζι.

 

Η Ντίνα Σαρακηνού κατάγεται από την Κέρκυρα, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιοπληροφορική στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και διευθύνει το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.