«Sui generis» του Κωνσταντίνου Πιτένη
Ένας αυθεντικός homo faber∙ παράκαιρος και ατοπίας. Τρεφόταν με τα πάρεργα, μ’ όλα τα φάλτσα των ημερών του. Και μηρυκαστικός. Ένας κόσμος επωαζόταν μέσα του, στις ανάπαυλές του. Όχι πως νοιαζόταν και πολύ για τα καθημερινά. Πού χρόνος; Δεν τριβόταν μ’ αυτά. Αφού ήταν esthète∙ κάπως αφηρημένος όλη την ώρα, μ’ ένα καλειδοσκόπιο στο χέρι, βυθομετρούσε τ’ ανακλαστικό και σπασμωδικό chiaroscuro που διαμειβόταν μεταξύ των ανθρώπων. Ήταν τραγικός∙ βίωνε την αέναη επιστροφή των πραγμάτων να διαπομπεύει τις προθέσεις του. Τύπος sui generis. Ένας joker αυτοδίδακτος στην αλληγορία. Μπορούσε να καταστρώσει γρίφους στο άψε σβήσε∙ να σ’ εγκιβωτίσει εκεί, να σε χειρουργήσει∙ να σ’ αγοράσει και να σε πουλήσει. Έμοιαζες ανδρείκελο στο παιγνίδι του. Marionette.
Σοφιλιασμένος με τους βραχνάδες και τα φαντάσματα-στοιχειά του, κονιορτοποιούνταν, τεμαχιζόταν όμοιος με τον Βάκχο∙ έπειτα, η ψυχή του αναρριχιόταν ανά τη γη, διαμελιζόταν και σπερνόταν από μιας αρχής στην καρδιά του σύμπαντος. Πώς του άρεζε αυτό∙ τούτη η αναβίωση, η γένεση μέσ’ απ’ τ’ αποκαΐδια του. Λάτρευε να πέφτει σε χειμέρια νάρκη∙ να μοριοποιείται, να σφαδάζει, να αιματοκυλίζεται∙ τα χέρια του να γίνονται φύτρες που να σφιχταγκαλιάζουν όσα μοιράζονται οι άνθρωποι. Ήταν η αρρώστια του∙ να σφηνώνεται στις ρωγμές των άλλων∙ το κρυφό τάλαντό του. Το παράσιτο, ο décadent, ο villain.
Οι λέξεις του οι υπηρετικές του, οι θεραπαινίδες του, οι ancillae του. Τις τάνυζε, τις τρόχιζε. Απ’ τις κουβέντες που του ’λεγες, κράταγε σαν διπλοτυπία πάντοτε το υπόσκαφο, το υφαλοποιημένο. Σ’ άφηνε να τον ξεγελάς∙ γιατί ψυχανεμιζόταν τα γούστα σου, τα μάθαινε σύντομα απ’ έξω κι ανακατωτά. Αποστήθιζε τον τρόπο που ζωγράφιζαν οι χειρονομίες σου τον ουρανό του, καταπίνοντας τις μινιόν κορδέλες που άφηναν πίσω τους∙ μαζί με τους απειροχιλιοστούς υπαινιγμούς των χειλιών σου, τις θερμορροές σου, την υγρασία σου. Ήσουν δικός του. Ολόδικός του.
Ήταν gambler. Θα ποντάριζε αρκετές φορές ακόμη τα δανεικά σου στη ρουλέτα. Θα ανακάτευε την τράπουλα ξανά και ξανά αποξαρχής, ταχυδακτυλουργώντας, πλέκοντας ψιλοβελονιά την αλληγορία όσων θα φιλιώνουν και θα χωρίζουν ατέρμονα μες στη σβούρα του amor fati.
Ο Κωνσταντίνος Πιτένης εργάστηκε με σύμβαση επικουρίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ κατά το ακαδημαϊκό έτος 2016-7. Δημοσιεύει μελέτες, δοκίμια, διηγήματα και κριτικογραφίες σε επιστημονικά και λογοτεχνικά-κριτικά περιοδικά. Έχει διακριθεί στο παρελθόν στις κατηγορίες της νουβέλας και της ποίησης.