«Ανέπαφη» του Γιώργου Χουλιάρα
Μητέρα, γιατί δεν με περιμένεις – που θέλω να σε κρατήσω στα χέρια που τρεις φορές σηκώνω, αλλά μια σκιά τρεις φορές μέσα από τα δάχτυλα γλιστρά, όπως διαλύονται στο φως τα όνειρα, της φωνάζει ο Οδυσσέας, όταν τη συναντά στον Άδη, μοναχογιός και αυτός, όπως ο μικρότερος σχεδόν αδελφός μου, που έφυγε τώρα τη δική του μητέρα μήπως αγγίξει, γιατί βλέπουμε και ακούμε και μυρίζουμε και η γλώσσα μας γεύεται τους νεκρούς, ενώ παραμένουν ανέπαφοι πριν φύγουμε εμείς.
Ούτε χρειάζεται, ούτε μπορείτε να κάνετε κάτι για τη θεία σας, λέει ο αρμόδιος των τελετών. Πέρασαν τρία χρόνια και η εκταφή έγινε. Το γραφείο μας ήταν τότε ακόμη ψηλά στην παλιά πόλη, στα κάστρα. Το βράδυ μετά την κηδεία κατεβαίνω στον πύργο, που έχει διατηρηθεί από το τείχος δίπλα στο νερό, φυλάγοντας την ξηρά από τη θάλασσα ή το αντίστροφο, και της τηλεφωνώ.
Ήρθες επιτέλους, η αγάπη σε έφερε, λέει ο πατέρας του στον Αινεία, όταν κατεβαίνει να τον συναντήσει στον Άδη και τρεις φορές προσπαθεί να τον αγκαλιάσει, αλλά από τα άχρηστα χέρια του γλιστρά η μορφή, όπως αέρας χωρίς βάρος ή τα όνειρα. Τι συμβαίνει μετά τον θάνατο, ρωτά να μάθει ο γιος, μοναχογιός και αυτός, και ο πατέρας εξηγεί ότι οι ψυχές ξεπληρώνουν. Κάποιες τεντώνονται σε κούφιους ανέμους, άλλες βουλιάζουν σε κατακλυσμό για να ξεπλυθούν, άλλες εξαγνίζει η φωτιά. Ο καθένας υποφέρει τα δικά του φαντάσματα.
Καθενός η σκιά διορθώνεται. Καθένας πρέπει να υποστεί το δικό του φάντασμα. Τα φαντάσματα τιμωρούνται και τιμωρούν. Όλοι υφίστανται μια μεταθανάτια ζωή. Εκείνοι που πιστεύουν στις ψυχές και εκείνοι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξή τους και εκείνοι που ανάμεσά τους μετακινούνται. Διαφορετικές μεταφράσεις στα αγγλικά τριών και μίας ακόμη λέξεων στον Βιργίλιο, που ανασταίνουν χθόνιες θεότητες οι οποίες εκπροσωπούν ψυχές αγαπημένων, σημειώνει η Ραχήλ Χάντας.
Επιστρέφω εξοργισμένος, όπως δηλώνει το όνομα του Οδυσσέα, ακόμη και αν ήταν γιος της πέτρας, ακόμη και αν δεν ήταν ούτε αυτός Κανείς που προκαλεί και αισθάνεται πόνο. Της τηλεφωνώ και πηγαίνουμε σε μαγαζί με αρχαίο όνομα, αλλά η αρχαιότητα δεν εξασφαλίζει τη συνέχεια, καθώς ανέπαφη στο άγγιγμά μας παραμένει ανύπαρκτη η ψυχή, όπως και ο έρωτας, και γρήγορα φεύγουμε.
Να θυμηθώ να αγοράσω ψωμί. Να δώσω κάρτα στο ταμείο. Θα είναι μικρό το τίμημα. Δεν θα χρειαστεί να πιέσω πλήκτρα με τον κωδικό. Κρατώντας την κάρτα, η ταμίας θα ρωτήσει: Ανέπαφη; Ναι, θα πω.