fbpx
«Θα σε φωνάζω Λίζα» της Ντίνας Σαρακηνού

«Θα σε φωνάζω Λίζα» της Ντίνας Σαρακηνού

Όλα ξεκίνησαν από αυτό το απρόσκλητο κουνούπι που τον κυνηγούσε μέσα στο σπίτι του. Δεν μπορούσε να το βρει όσο και να έψαχνε. Τα βράδια με το που ξάπλωνε στο κρεβάτι του αποκαμωμένος, το κουνούπι έβγαινε από την κρυψώνα του και τον πλησίαζε κοντά στο αυτί του, έκοβε βόλτες από πάνω του με τις θορυβώδεις φτερούγες του και τον ξυπνούσε ένα δευτερόλεπτο μετά το τσίμπημα. Καλύτερα να τον τσιμπούσε χωρίς να το καταλάβαινε, σκεπτόταν και άναβε το πορτατίφ για πολλοστή φορά για να το βρει, αλλά ματαίως. Πολλά βράδια το κυνηγούσε. Το έψαχνε κάτω από το κρεβάτι, κοιτούσε στις γωνιές των τοίχων και έβριζε τη δόλια τη μοίρα του. Ύστερα, αποκαμωμένος κοιμόταν. Βέβαια, είχε διαβάσει κάπου ότι τα κουνούπια δεν ζουν περισσότερο από δύο εικοσιτετράωρα. Άρα, αυτό σήμαινε ότι το συγκεκριμένο κουνούπι δεν ήταν ένα κανονικό κουνούπι, ήταν ένα ιδιαίτερο κουνούπι.

Κάθε πρωί, όταν ξυριζόταν, το έβρισκε να κάθεται πάνω στη λεπίδα του ξυραφιού του.Παρατηρούσε τα φτερά του, γυαλιστερά και πολύχρωμα, να τεντώνονται αγέρωχα σαν να ξυπνούσε και αυτό μόλις εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελε να το ενοχλήσει, φοβόταν το τσίμπημα και πλησίαζε το χέρι του δειλά στο ξυραφάκι, ώστε να του δώσει χρόνο να πετάξει μακριά ανενόχλητο. Μετά, το έβρισκε στην κουζίνα, πάνω στο μαχαίρι που έκοβετο ψωμί για το πρωινό του. Και ξανά εκείνος με απαλές κινήσεις πλησίαζε το χέρι του και έπαιρνε το μαχαίρι. Το κουνούπι μετά πήγαινε στο παλτό του. Φαινόταν να γνώριζε τις κινήσεις του, ήταν ο συγκάτοικός του μέσα στο σπίτι του.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και η συγκατοίκησή τους εξελισσόταν ομαλά. ‘Ώσπου ένα βράδυ, από εκείνα τα βράδια που όλη η ατμόσφαιρα είναι κουρασμένη και δεν ανασαίνει ούτε με ένα τρίξιμο στο παρκέ, το κουνούπι ήρθε και ακούμπησε απαλά πάνω στο χέρι του, όταν εκείνος ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Και δεν τον τσίμπησε. Παρά τέντωσε τα φτερά του και πήρε θέση ύπνου. Εκείνος το κοίταξε για πρώτη φορά με στοργή. «Θα σε φωνάζω Λίζα» ψιθύρισε. Η σιωπηλή τους συμφωνία είχε πλέον επίσημα σφραγιστεί.

Όταν είχε επισκέψεις, η Λίζα δεν εμφανιζόταν ποτέ. Σεβόταν την προσωπική του ζωή, έτσι είχε ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της. Και αυτή την περίεργη διακριτικότητα του κουνουπιού του,έμαθε να την εκτιμά σιγά σιγά. Μακάρι όλοι, με όσους συνυπήρχε, να ήταν το ίδιο διακριτικοί, σαν το κουνούπι του, συλλογιζόταν, καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι του κάθε βράδυ και περίμενε στωικά το τσίμπημά του. Μια συντροφιά στην καθημερινότητά του, σε αντάλλαγμα με μερικές σταγόνες αίμα από το σώμα του. Εξάλλου, τι ήταν μια απειροελάχιστη ποσότητα από το αίμα του, μπροστά στη ζωή της Λίζας; Γιατί αυτό ήταν ένα μοναδικό κουνούπι. Ήταν το κουνούπι του.

Η σχέση με τη Λίζα γινόταν όλο και πιο στενή. Άνοιγε συζήτηση μαζί της τα απογεύματα. «Και που λες, Λίζα, εκείνος ο συνάδελφος, παραιτήθηκε, θα αναζητήσει αλλού δουλειά», πλησίαζε η Λίζα κοντά του.«Τι να κάνει ο άνθρωπος, αφού καθυστερούν τις πληρωμές;», βόλταρε στο δεξί του αυτί η Λίζα – αυτό έδειχνε ότι συμφωνούσε. «Να φάμε στο μπαλκόνι απόψε, Λίζα, έχει ωραία βραδιά» και η Λίζα τον ακολουθούσε στο μπαλκόνι, όπως μετέφερε το δίσκο του. «Μην πέσεις μέσα στο κρασί – προσοχή» της έλεγε και της έδινε το μικρό του δάχτυλο να δειπνήσει και εκείνη.

Καθώς περνούσαν οι μέρες, οι συζητήσεις γίνονταν όλο και πιο συχνές. «Είναι ωραίο, Λίζα, που δεν είσαι άνθρωπος. Είναι ωραίο που η συμπεριφορά μου δεν στηρίζεται στο τι θα πεις εσύ» της έλεγε, καθώςέπαιρνε παραμάσχαλα τα περιοδικά playboy και έμπαινε στο μπάνιο.

Όταν δεν την εντόπιζε, το μυαλό του πήγαινε στο κακό και κοίταζε στο πάτωμα για το νεκρό κορμί της. Αναθάρρευε όταν άκουγε το βουητό στο αυτί του. «Λίζα, μην με τρομάζεις», τη μάλωνε τρυφερά.

Ένα απόγευμα επέστρεψε στο σπίτι του και τηβρήκε ξαπλωμένη στον καναπέ. Ανοιγόκλεισε τα φτερά της αδιάφορα όμως, δεν τον πλησίασε, και αυτό τον έβαλε σε σκέψεις. Μη δίνεις και πολλή σημασία, και μην την κοιτάς, σκέφτηκε. Ακολούθησε τη συγκεκριμένη ρουτίνα του. Έβγαλε τα παπούτσια του στο χολ και έκανε ντους. Αναρωτήθηκε αν θα τον ακολουθήσει,όπως κάθε βράδυ, αλλά δεν άκουσε βουητό γύρω του. Ψυχραιμία,σκέφτηκε, ψυχραιμία, ίσως κάτι να την έχει ενοχλήσει. Καθώς πλενόταν ένιωσε την έντονη φαγούρα από τα τσιμπήματα της και έτριψε τα σημεία στο σώμα του. Να της φέρω αίμα σε φιάλη, σκέφτηκε, οι γυναίκες θέλουν δώρα, και τα λουλούδια σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι και τα πιο ενδεδειγμένα. Ενδιαφέρον, θα της δείξω ενδιαφέρον, σκέφτηκε, θα ασχοληθώ μόνο με αυτήν.

Πήρε τον υπολογιστή του και την πλησίασε. «Λίζα, απόψε θα μάθουμε για την οικογένειά σου, από πού κατάγεσαι» της είπε με χαρά. «Ανήκεις στη φημισμένη οικογένεια Culicidae και θεωρείσαι ο νούμερο ένα φονιάς παγκοσμίως. Όχι εσύ, Λίζα μου, όχι εσύ, το είδος σου» λούφαξε καθώς την είδε να αγριεύει, αλλά συνέχισε: «Τρυπάς το δέρμα με έξι καρφίτσες που έχεις στο στόμα σου… εμένα δεν με ενοχλούν, τα έχουμε πει αυτά».

Η Λίζα απομακρύνθηκε προς μια γωνιά του σαλονιού.

«Έλα κοντά μου, τι προτιμάς απόψε; Στήθος;» έβγαλε τη φανέλα του και συνέχισε. «Μα δεν είναι δυνατόν, να μην βρούμε και κάτι να λέει θετικό για τα κουνούπια, να, να, εδώ λέει ότι βοηθούν στην τροφική αλυσίδα, ότι βοηθούν στη σήψη του ανθρώπινου σώματος, ότι τα προσελκύει η μυρωδιά….», δενσυνέχισε την πρόταση. «Αυτές είναι βλακείες, Λίζα» της είπε«ναι, κάποιοι μακρινοί σου συγγενείς ίσως, αλλά εσύ ήρθες σε μένα, Λίζα, και συζούμε σε αυτό το άνετο διαμέρισμα, εσύ δεν έχεις καμιά σχέση με νεκρούς, οι νεκροί βρομάνε τη μοναξιά τους, αυτοί φταίνε».

Δεν τον πλησίασε όμως καθόλου, ό,τι και να της έλεγε. Την παρατηρούσε να κόβει βόλτες στο ταβάνι θυμωμένη και να χτυπά με έπαρση τις φτερούγες της, σαν να γκρινιάζει.
«Λίζα!» ανέβηκε όρθιος πάνω στον καναπέ, «Λίζα!» της ξαναφώναξε, και με την εκπνοή του, ένα κύμα αέρα κατευθύνθηκε προς τη μεριά της ξαφνικά και έχασε την ισορροπία της. «Δεν σου επιτρέπω να με αγνοείς!»

Κατέβηκε από τον καναπέ και πήγε να ξαπλώσει. Σε λίγη ώρα, άκουσε το βουητό πάνω από το κεφάλι του και θυμήθηκε πως είχε διαβάσει,επίσης, ότι τα κουνούπια δεν έχουν μόνο δύο μάτια αλλά και άλλα πολλά φωτο-ευαίσθητα μάτια και, με μια αποφασιστική κίνηση, έδωσε τέλος στη Λίζα με ένα χειροκρότημα. Όχι, δεν ήθελε να την αφήσει να διακρίνει την όψη του ερωτευμένου χωρίς ανταπόκριση.

 

Η Ντίνα Σαρακηνού κατάγεται από την Κέρκυρα, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε βιοπληροφορική στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και διευθύνει το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.