fbpx
«Η μνήμη του μνήματος: Ο τάφος του Πέρκαλλου» της Κωνσταντίας Σωτηρίου

«Η μνήμη του μνήματος: Ο τάφος του Πέρκαλλου» της Κωνσταντίας Σωτηρίου

Αγαπητέ κύριε,

Η είδηση για την ανακάλυψη του τάφου σας, εκατό χρόνια μετά τον θάνατό σας, γέμισε με χαρά άπαντες τους κάτοικους της χώρας μας και σκόρπισε ανακούφιση στους φιλολογικούς κύκλους που δεν μπορούσαν να διανοηθούν πώς ήταν δυνατόν να είχε χαθεί ο τάφος του εθνικού ποιητή της Κύπρου. Του ανθρώπου που δόξασε όσο κανένας άλλος την ντοπιολαλιά αναδεικνύοντας τον πλούτο και την βαρύτητά της, αλλά που έγραψε και τα πιο λαμπρά λόγια για το αδιάλειπτο και ανίκητο της ρωμιοσύνης. Αυτής που στο πιο γνωστό, στο πιο καίριο ποίημά σας διαλαλείτε πως κανένας και τίποτα δεν μπορεί να την πλήξει, που θα χαθεί μόνον όταν ολόκληρος ο κόσμος τελειώσει.

«Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!»

Αυτά γράφετε στην «9η Ιουλίου», το πιο σημαντικό ίσως ποίημα που έγραψε Κύπριος ποιητής, αυτό που σας τοποθέτησε στο βάθρο των μεγάλων Ελλήνων ποιητών. Πόσο αστείο και τραγικό. Χρειάστηκε να γράψετε στην γλώσσα σας, στην βαθιά εσωτερική γλώσσα που είναι η γλώσσα του τόπου σας, για να μπορέσετε να πάρετε το δάφνινο στεφάνι του Έλληνα Ποιητή. Χρειάστηκε να απαρνηθείτε τις ρίμες του Αθηναϊκού Ρομαντισμού, τόσο της μόδας τα πρώτα χρόνια που αρχίσατε να γράφετε, και στην προσπάθειά σας μάλλον να γίνετε στους τότε φιλολογικούς κύκλους της Λεμεσού σας αρεστός. Αντιληφθήκατε πως δεν μπορούσατε να περάσετε ως λόγιος, να γράφετε στην αγαπημένη σας καθαρεύουσα και τη δημοτική, στα ωραία Ελληνικά των Αθηνών, όπου η φτωχική σας εκπαίδευση δεν βοηθούσε να κατέχετε. Χρειάστηκε να κατεβείτε στο εσωτερικό του εαυτού, να ανοίξετε τις κουρτίνες της γλώσσας για να αναδείξετε το τάλαντο που ίσως σας χάρισε ο θεός. Όλα αυτά που σαν το υνί που περιγράφετε στο ποίημά σας νομίζει πως τρώει τη γη αλλά στην ουσία σπαταλιέται και χάνεται το ίδιο.

«Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζείνον τρώεται και κείνον καταλυέται».
«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου»

Για να χρηστείτε μεγάλος Έλληνας (ποιητής) έπρεπε να γράψετε στα Ελληνικά της Κύπρου.

Αφοσιωμένη αναγνώστριά σας

 

Αγαπητέ ποιητή αγνώστου τάφου άνευ μνήματος και μνημείου,

Παρά το γεγονός ότι περάσατε τα τελευταία χρόνια της ζωής σας στο πτωχοκομείο Λεμεσού, άρρωστος και αλκοολικός, σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους στα λαϊκά καφενεία, πόσο απείχαν αυτά από τους πρώτους υψηλούς κύκλους που ποθήσατε στη νιότη σας, η κηδεία σας έγινε δημοσία δαπάνη με πλήθος υψηλών παριστάμενων από τους ισχυρότερους ανθρώπους της πόλης. Κανένας άλλωστε δεν είχεν αμφισβητήσει ποτέ το μεγάλο ταλέντο σας. Μόνο τις υψηλές κοινωνικές σας βλέψεις, την ανεπάρκειά σας στα υψηλά ελληνικά, την τάση σας για ποτό και για ύποπτη παρέα τα τελευταία χρόνια της ζωής σας στις ταβέρνες και στα χαμαιτυπεία με το φτηνό κρασί, ίσως και την λευκή ζιβανία. Επίσης έτσι όπως το προβλέψατε μέσα από την ποίησή σας φαίνεται πως πεθάνατε ένα Σάββατο βράδυ.

«Θεέ μου τζαι να πέθανα το Σάββατον το βράδυ
Τζαι Τζερκατζήν που το πρωί να κατεβώ στον Άδη
Πον’ οι παπάδες αδειανοί τζαι τα λεγνά αλλαμένα
Να συναχτούν να κλάψουσιν ξηχωριστά για μένα».

Ωστόσο, αφού έγινε τόσος ντόρος στην κηδεία σας, αφού σας έθαψαν με επικήδειους στην παρουσία του φιλολογικού και αριστοκρατικού κύκλου της πόλης, αφού η κηδεία υπήρξε σχεδόν κοινωνικόν γεγονός, γιατί κανένας δεν μπήκε στον κόπο να βάλει ένα λιθαράκι για να θυμόμαστε μετά πού είναι το μνήμα σας; Γιατί κανένας δεν έβαλε ποτέ ένα σταυρό που να γράφει το όνομά σας; Πώς γίνεται να χάθηκε ο τάφος σας; Ακόμα χειρότερα, όταν έφυγαν όλοι αυτοί, όταν τέλειωσαν τα μεγάλα λόγια και οι φανφάρες της κηδείας σας, δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να ανάβει τακτικά το καντηλάκι σας; Κάποιος να ποτίζει με λίγο νερό τον τάφο σας; Ένας άνθρωπος να σας κάνει ένα μνημόσυνο; Ένα πιάτο σεμνά κόλλυβα; Με ρόδι, σταφίδες και σουσάμι. Και αμύγδαλο άσπρο, ξεφλουδισμένο, όπως σας άρεσε.
Αφοσιωμένη αναγνώστρια στην μνήμη σας.

 

Κύριε,

Ο Σάββας Παύλου, ένας εκ των σπουδαίων μελετητών της λογοτεχνίας μας, επιχείρησε κάποτε να δώσει εξήγηση στην έλλειψη της μνήμης του μνήματος. Δεν είχατε, λέει, κανένα συγγενή να σας προστρέξει. Μάνα, αδέλφια, ανίψια, μια μικροσυγγενή να κάνει τον κόπο τα Σάββατα το απόγευμα να φροντίζει λιγάκι τον τάφο σας. Δεν είχατε δάχτυλα να ανάψουν με ένα σπίρτο το καντηλάκι του τάφου σας. Κοντολογίς, δεν είχατε κάποιον που σας αγαπούσε. Πεθάνατε, φαίνεται, χωρίς να υπάρχει κάποιος να σας αγαπά. Εσάς που όλοι απαγγείλαμε τους στίχους της «Ανεράδας» σας στη νιότη μας.

«[…]
Αντάμ με είδεν έφεξεν
τζι ο νους μου εφεντζιάστηκεν
τζι εφάνην κόσμος φωτερός•
αντάμ μου χαμογέλασεν
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου τζι έμεινα ξερός.

[…]
Έτρεμεν μεν τζιαι χάσει με
τζι έτρεμα μεν τζιαι χάσω την
τζιαι μεν της πω τζιαι μεμ μου πει
εδίψουν την, εκαύκουμουν
τζι έτρεμα μεν τζιαι πιάσω την
τζιαι γίνουμεν τζι οι δκυο στραπή».

«Ανεράδα» Ποιήματα (1911)

Προφανώς πολλοί αναζήτησαν, παράλληλα με το σημείο του τάφου σας, την ανεράδα που τόσο αγαπήσατε. Η επικρατέστερη εκδοχή ήταν πως επρόκειτο για την αδελφή ενός πλούσιου φίλου σας που συναντήσατε στα υψηλά σαλόνια της Λεμεσού. Εκεί όπου ήσασταν ευπρόσδεκτος ως μάλλον λόγιος, αλλά όντας άφραγκος, ταπεινής καταγωγής και κάποτε ένας φουκαριάρης διασκεδαστικός, ποτέ δεν θα μπορούσε να σας δει ως φέρελπιν γαμπρό. Πώς γράψατε πως είναι η απόρριψη; Πώς είπατε πως ράγισε το στήθος σας;

«Λαλεί μ’ “άν είσαι πέρκαλλος
τώρα πκιον μείνε δίχως μου

αν σου αρέσκ’ έτσι ζωή”,
τζιαι ξαπολά ’ναχ χάχχανον
ίσια ’νωσα το στήθος μου
πως αλλο’ νάκκον να ραεί».

«έσιει που τότες όπου δω
τες ανεράδες τρέμω τες
τζιαι πογυρίζω μεμ με δουν».

«Ανεράδα» Ποιήματα (1911)

Αν είναι και βρήκαν τελικά το μνήμα σας, λένε θα φτιάξουν κι ένα μνημείο στην μνήμη σας. Ωστόσο, για να ξέρετε, λένε πως μήνες μετά που πεθάνατε, φρέσκα γαρίφαλα βρίσκονταν να καλύπτουν τον τάφο σας. Όχι από τους ποιητές ή την ανεράδα που αγαπήσατε. Αλλά από τις παρέες στα λαϊκά καφενεία και τις ταβέρνες που ζήσατε. Που είχαν αργότερα να λένε για χρόνια, πως έπιναν κρασί με τον πέρκαλλο ποιητή.

(μνήμη Βασίλη Μηχαηλίδη)

 

Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1975. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και εργάζεται ως Λειτουργός Τύπου στον Κλάδο Τουρκικών Θεμάτων του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το βιβλίο της Η Αϊσέ πάει διακοπές (εκδόσεις Πατάκης, 2015) βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.