fbpx
«Η κόντρα» της Νάγιας Κουτρουμάνη

«Η κόντρα» της Νάγιας Κουτρουμάνη

Πριν από κάθε κόντρα έλεγχε τα σύννεφα σπιθαμή προς σπιθαμή. Πηδούσε πάνω για να δει την αντοχή τους κι έτρεχε από τη μια άκρη ως την άλλη για να διαπιστώσει ποιο απ’ όλα είχε το μήκος που θα της επέτρεπε την απαιτούμενη επιτάχυνση. Μόλις έβρισκε το κατάλληλο, έχωνε το κεφάλι της, ακόμη και το σώμα της αν ήταν αρκετά παχύ, για να δει τι υπάρχει από κάτω. Είχε αδυναμία στις οροσειρές που φορούσαν χιόνια χειμώνα καλοκαίρι και βρέχανε τα πόδια τους σε κάτι μακριά ποτάμια που περιτριγύριζαν τις πόλεις σαν υγρές αγχόνες. Δεν είναι ότι μισούσε τον πολιτισμό, αλλά έβρισκε τις πόλεις ανιαρές. Σαν η πόλη να ήταν μια μηχανή του γκαζόν που είχε σκοπό να κάνει τα πάντα ομοιόμορφα, χωρίς να αφήνει τίποτε να είναι πιο ψηλό, πιο παχύ, πιο στραβό.

Ψάχναμε όλη τη μέρα μέχρι να καταλήξουμε ότι το καλύτερο σύννεφο ήταν πάνω από το Tuttlingen, της νοτιοδυτικής Γερμανίας. Όταν αράξαμε πάνω του για να πιούμε ένα κρασί, ήμασταν ήδη πτώματα. Τις μέρες εκείνες όμως της νιότης μας, αρκούσε ένα μισάωρο καθισιού και μετά ήμασταν πάλι στην πρίζα για να κάνουμε τη μεγαλύτερη εκτίναξη και να πιάσουμε το πιο γρήγορο αεροπλάνο. Καθίσαμε στα μαλακά και βγάλαμε τα καθιερωμένα κρυστάλλινα ποτήρια και το Pinot Noir. Το αγόρι που θα με συνόδευε σήμερα στην κόντρα, στραβομουτσούνιασε. «Δεν είναι και τόσο σόι. Έχει κενά». Έβαλε το χέρι αντήλιο και κοίταξε τον ορίζοντα για κάτι καλύτερο. Τον περίμενα υπομονετικά, όπως είχα κάνει με πολλά αγόρια ως τώρα. «Τέλος πάντων» είπε στο τέλος. «Αφού δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Αλλά δεν το έψαξες και πολύ».

Ήθελα να του πω ότι είχα αρκετή εμπειρία και ότι το σύννεφο ήταν μια χαρά, αλλά τον άφησα να γκρινιάξει για λίγο μήπως ξεθυμάνει και αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε. Το αγόρι έκανε κόντρα με αεροπλάνο για πρώτη φορά και δεν ήθελε να τον περάσω για άσχετο.

«Θα πάρεις φόρα και θα αρχίσεις να τρέχεις με όλη σου τη δύναμη, μόλις το αεροπλάνο εμφανιστεί εκεί». Τέντωσα το χέρι μου και του έδειξα ένα συγκεκριμένο σημείο στον ορίζοντα. «Θα μετρήσεις τέσσερα δευτερόλεπτα και θα πηδήσεις όσο πιο ψηλά μπορείς ανοίγοντας τα χέρια και τινάζοντας το σώμα σου με όλη σου τη δύναμη. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο. Να πηδήσεις με τη σωστή ταχύτητα. Πρόσεχε. Δεν φτάνουμε ποτέ στα παράθυρα. Το θέμα δεν είναι να σπείρουμε τον πανικό, αλλά να περάσουμε ωραία».

Με κοίταξε όπως θα κοιτούσε τη γιαγιά του αν προσπαθούσε να του δείξει πώς να φάει το αυγό του. «Μπορεί να μην έχω ξαναπετάξει σε κόντρες, αλλά έχω πετάξει χιλιάδες φορές. Μη μου λες πράγματα που ξέρω. Με νευριάζει τρομερά αυτό». Και μου γύρισε την πλάτη δοκιμάζοντας με το πόδι του την πυκνότητα του σύννεφου, ξεφυσώντας σαν τρένο.

Δεν είπα τίποτα. Ίσως γιατί μου άρεσε αυτό το αγόρι. Κατεβάσαμε άλλη μια γουλιά κρασί και κοιταχτήκαμε. Οποιαδήποτε άλλη θα του έριχνε ένα ξεδιάντροπο χαμόγελο. Εγώ κοκκίνισα και προσπάθησα να βρω γρήγορα αντιπερισπασμό. Του είπα να χώσει το κεφάλι του στο σύννεφο και να κοιτάξει τη θέα από κάτω. Οι στέγες του Tuttlingen ήταν σαν καθρέφτες κάτω απ’ τον ήλιο. Ο Δούναβης, μικρός ακόμη στα γεννοφάσκια του, πλάταινε λίγο πιο κάτω, καθώς συναντούσε δεκάδες μικρά ποτάμια. Μια μεταξένια κορδέλα πεταμένη πάνω στο πράσινο. Επικρατούσε μια ησυχία – δεν ήταν ακριβώς ησυχία – ήταν όλοι μαζί οι απόηχοι της γης εγκλωβισμένοι μέσα στο υλικό που γέμιζε το σύμπαν.

«Γι’ αυτές τις στιγμές κάνω αυτό που κάνω» του είπα. «Για να βλέπουμε αυτόν τον όμορφο κόσμο έτσι όπως του αξίζει κι όχι μέσα από τα αεροπλάνα. Όχι μέσα από θαμπωμένα τζάμια, πίνοντας από πλαστικά ποτήρια, ακούγοντας το μωρό της μπροστινής θέσης να ουρλιάζει».

Μου χαμογέλασε και για μια στιγμή ξέχασα τι έλεγα. Είχε ένα χαμόγελο τόσο λευκό όσο το σύννεφο. Μια κουκκίδα εμφανίστηκε ψηλά στο βάθος και το αγόρι κοκκίνισε από έξαψη.

«Έτοιμη;»

«Μην ξεκινάς ακόμα, περίμενε… Τώρα!»

Αρχίσαμε να τρέχουμε ουρλιάζοντας. «Πήδα!» του φώναξα, αλλά αυτός δεν μπόρεσε να συγχρονίσει το βήμα του. Τινάχτηκα ψηλά κι έφτασα κάτω από τα παράθυρα του αεροπλάνου. Το αγόρι σηκώθηκε μόλις μερικά μέτρα πάνω από το σύννεφο. «Τίναξε το σώμα σου προς τα πάνω!» του φώναξα, αλλά ήξερα ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να με φτάσει.

Έμεινα ακίνητη στον αέρα να κοιτάζω το αγόρι που είχε επιστρέψει στο σύννεφο και μάζευε τα πράγματά του. Προσπάθησα να τον προλάβω, να του πω ότι πάντα έτσι είναι την πρώτη φορά, να τον πείσω να μείνει μαζί μου. Να του πω ότι κουράστηκα να πετάω μόνη.

Όταν έφτασα, αυτός είχε φύγει. Δεν είχε αφήσει τίποτα που να τον θυμίζει. Είχε πάρει ακόμη και το άδειο μπουκάλι του κρασιού. Για μια στιγμή σκέφτηκα να τα παρατήσω. Τι μου είχε κάνει αυτό το αγόρι;

Έφυγα, πηδώντας από σύννεφο σε σύννεφο, χωρίς να ξέρω πού πάω. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα μια κουκκίδα στο βάθος. Έτρεξα με όλη μου τη δύναμη, άπλωσα τα χέρια μου και πήδησα ψηλότερα από ό,τι συνήθως. Έφτασα δίπλα στα παράθυρα του αεροπλάνου. Πρόσωπα με το στόμα ανοιχτό. Επικράτησε αναστάτωση στην καμπίνα, η αεροσυνοδός έβγαλε ανακοίνωση να μη δώσουν σημασία. Τους εξήγησε ότι είναι ένα παράνομο κίνημα που έχει ξεσηκώσει την κοινή γνώμη. Κάτι άμυαλα παιδιά νομίζουν ότι κάνουν αντίσταση και ο καιρός αναμένεται αίθριος.

Τινάχτηκα μπροστά. Ένας χοντρός κύριος με γυαλιά έμεινε να με κοιτάζει με το πλαστικό πιρουνάκι στον αέρα. Η αεροσυνοδός όρθια γελούσε νευρικά. Ξαναπήρα φόρα. Θα έφτανα στον πιλότο αν δεν ερχόμουν φάτσα με φάτσα με το πρόσωπο του αγοριού. Καθόταν στη θέση δίπλα στο παράθυρο με σβησμένα μάτια. Γύρισε το κεφάλι και ήπιε μια γουλιά κρασί από το πλαστικό ποτήρι. Τσούγκρισε με την κοπέλα δίπλα του και τον είδα να φλερτάρει μαζί της. Έμεινα στον αέρα ακίνητη. Και μετά έκανα μια βουτιά προς τα κάτω. Προς τη γη.

  

Η Νάγια Κουτρουμάνη γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε σκηνοθεσία και διαφήμιση στο Λονδίνο και σήμερα εργάζεται ως διευθύντρια δημιουργικού στη Λευκωσία. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στο Πλανόδιον και το The Books’ Journal και έχουν συμπεριληφθεί στις ανθολογίες Ιστορίες μπονζάι ’14 και Hotel Χάος, από τις Εκδόσεις Πατάκη.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.