fbpx
«Παραλίας το ανάγνωσμα» της Καλλιόπης Εξάρχου

«Παραλίας το ανάγνωσμα» της Καλλιόπης Εξάρχου

Εκείνη τη μέρα, η κυρία Χ. κατέβηκε πανέτοιμη στην παραλία. Ψάθινη τσάντα, καπελάκι, γυαλιά ηλίου, καρεκλάκι, πετσετούλα, ομπρελίτσα, καφεδάκι, νεράκι, βιβλίο. Το μαγιό το φορούσε από το σπίτι.

Πρώτα δοκίμασε την άμμο. Ζεστή τόσο όσο. Στη συνέχεια έριξε μια ματιά κατευθείαν μπροστά της. Εκεί όπου η θάλασσα συναντούσε τον ουρανό. Τα έλεγαν όπως πάντα. Κουβέντες σε μπλε αποχρώσεις. Η κυρία Χ. χαμογέλασε ικανοποιημένη. Όλα ήταν όπως έπρεπε.

Έστησε την ομπρελίτσα της. Πράσινη στο χρώμα της ελιάς. Μετά ξεδίπλωσε την καρεκλίτσα της. Κίτρινη σαν το λεμόνι. Τέλος, έστρωσε την πετσετούλα της. Κόκκινη της φωτιάς. Αναστέναξε αναστεναγμό απόλαυσης και γέμισε το ποτηράκι του θερμός με καφέ. Ζεστό γαλλικό με λίγο γάλα. Παραφωνία, θα σκεφτεί ο αναγνώστης, εν μέσω θέρους. Όμως, γούστα είναι αυτά. Πλατάγισε ηδονικά τα χείλη της. Ο καφές ήταν η επιτομή της ευδαιμονίας της, που μόλις είχε αρχίσει.

Στην παραλία μια από τα ίδια. Κόσμος σε καλοκαιρινή διάθεση. Απλωμένα κορμιά σε κατάσταση αποχαύνωσης κάτω από τον ήλιο, μαμάδες τροχονόμοι θορυβωδών πιτσιρικιών, η γνωστή γιαγιά που μάλωνε και σήμερα τον μακάριο κουφό παππού, ένα ερωτευμένο ζευγάρι, που μοιραζόταν άνευ διαλείμματος αλμυρές θωπείες.

Η κυρία Χ., αφού βεβαιώθηκε για την αταραξία των ειωθότων, έβγαλε από την ψάθινη τσάντα της το βιβλίο, που διάβαζε εδώ και λίγο καιρό. Μυθιστόρημα. Γαλλικό και αυτό. Ασορτί με τον καφέ της. Του 17ου αιώνα. La princesse des Clèves της Mme de Lafayette.

Απορροφήθηκε από το ανάγνωσμά της πάραυτα. Τόσο ώστε να αιφνιδιαστεί από το μπαλάκι του τένις που προσγειώθηκε στα πόδια της. Σήκωσε το κεφάλι της, για να δει από πού της ήρθε, και αντίκρυσε έναν νεαρό άντρα να την πλησιάζει και να της λέει ευγενικά: «Σας ζητώ συγνώμη». Πριν του απαντήσει να μην ανησυχεί, αυτά συμβαίνουν, άκουσε μια γυναικεία φωνή: «Ντικ, ζεστάθηκα. Θέλω λίγη σαμπάνια». «Έρχομαι, ντάρλινγκ», της αποκρίθηκε και έτρεξε προς το μέρος της. Η κυρία Χ. δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να του ρίξει μια κλεφτή ματιά πίσω από τα γυαλιά της. Ο Ντικ φορούσε ένα θαλασσί ολόσωμο μαγιό με άσπρες ρίγες. Απόρησε και αναζήτησε την «ντάρλιγκ», για να καταλάβει τι γινόταν. Την είδε στην αμμουδιά να του γνέφει με νάζι. Κοντό μαλλάκι με βαγκ, κορδέλα πράσινη, μεταξωτό φόρεμα εκρού και ξυπόλητη.

Η κυρία Χ. ανακάθισε νευρικά στην πτυσσόμενη καρεκλίτσα της. Κοίταξε ολόγυρα. Στις γειτονικές ομπρέλες επικρατούσαν τάξη και ασφάλεια. «Τέλος πάντων», μουρμούρισε, ενώ ο ήλιος δυνάμωνε και η θάλασσα άρχιζε τα καλέσματα. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Της άρεσε να ξαπλώνει εκεί που έσκαγε το κύμα.

Αυτό έκανε, όταν μια φωνή την απόσπασε από το προσφιλές της πλατσούρισμα: «Συγνώμη, πού μπορώ να βάλω το μαγιό μου;». Η κυρία Χ., πριν σηκώσει το κεφάλι της, για να δει ποιος της απεύθυνε τον λόγο, είδε τα παπούτσια «του», ή μάλλον «της». Άσπρα μποτάκια με ροζ κορδέλες. Πετάχτηκε όρθια και βρέθηκε ενώπιον μιας όμορφης γυναίκας με θλιμμένο χαμόγελο, ντυμένης στις δαντέλες και με ένα ομπρελίνο ανοιχτό στο αριστερό της χέρι. Φορούσε και γάντια. Λευκά! «Κυρία μου...», ψέλλισε έντρομη η κυρία Χ. και οπισθοχώρησε. «Έμμα, με λένε», της απάντησε η άγνωστη και η κυρία Χ. ένιωσε μια θολούρα. Πριν προλάβει να λιποθυμήσει, τις πλησίασε ένας κύριος ντυμένος και εκείνος στα λευκά. Κοστούμι λινό, παπιγιόν, καπέλο ψάθινο εξαιρετικής ποιότητας, μοκασίνια, μπαστούνι με ασημένια λαβή.

«Έμμα, αγαπητή μου! Τι ευχάριστη έκπληξη! Και εσείς εδώ;». «Ω! Φίλτατε Άσενμπαχ! Ήρθα για να ξεσκάσω λιγάκι. Πλήττω. Πλήττω αφόρητα. Εσείς; Πώς και αφήσατε τη Βενετία;». «Παράταση ζωής, αγαπητή μου Έμμα. Εδώ ξαναζώ, όπως κι εσείς, εξάλλου». Χαμογέλασαν με νόημα, αποχαιρέτησαν νωχελικά την κυρία Χ. και συνέχισαν μαζί την παραθαλάσσια βόλτα τους. Η Έμμα μάζευε με το ένα χέρι το δαντελένιο φουστάνι της, που μπερδευόταν συνεχώς στην άμμο. Άβολο, είναι η αλήθεια. Ο Άσενμπαχ στηριζόταν στο λευκό του μπαστούνι, ενώ σκούπιζε πού και πού τον ιδρώτα από το πρόσωπο με το κάτασπρο μαντήλι του.

Η κυρία Χ. ήταν αποφασισμένη να βγάλει άκρη με τα παράδοξα. Τους ακολούθησε. Διακριτικά. Τους είδε να χαριεντίζονται και να πλησιάζουν ολοένα προς το μέρος του Ντικ. «Ελάτε, υπάρχει άφθονη σαμπάνια για όλους», τους φώναξε η «ντάρλινκ», μάλλον ελαφρώς μεθυσμένη. Ο Ντικ την κρατούσε από τη μέση και της έδινε καυτά φιλιά στο στόμα. Η Έμμα και ο Άσενμπαχ δέχτηκαν με κομψό δισταγμό τη σαμπάνια που τους πρόσφεραν. Τη γεύτηκαν με εμφανή ευφορία.

«Στην υγειά μας...», είπαν και ύψωσαν όλοι τα κολονάτα ποτήρια τους. Ήπιαν μια μεγάλη, χορταστική γουλιά.

Ξαφνικά, μια δυνατή γυναικεία φωνή από τη διπλανή ομπρέλα έμελλε να τους χαλάσει την απόλαυση:

-Γιαννάκηηηη, τα κουβαδάκια σου και φύγαμε!

Ο Ντικ και η «ντάρλινγκ» θορυβήθηκαν. «Πρέπει να επιστρέψουμε, αγαπητοί μου! Φεύγουν...», είπαν και άρχισαν να μαζεύουν βιαστικά το καλάθι με τη σαμπάνια και τα ποτήρια. Η Έμμα και ο Άσενμπαχ τους κοίταξαν τρυφερά και με κατανόηση. «Φεύγουμε κι εμείς, ήρθε η ώρα για όλους μας».

Η κυρία Χ. άνοιξε διάπλατα μάτια, αυτιά και στόμα. Να φύγουν, να πάνε πού και με ποιους, αναρωτήθηκε.

Στο μεταξύ, ο Ντικ και η «ντάρλινγ» αντάλλαξαν ένα τελευταίο φιλί, τίναξαν την άμμο από τα πόδια τους και χώθηκαν στις σελίδες του βιβλίου Τρυφερή είναι η νύχτα, πριν κλείσει τα εξώφυλλά του η μαμά του Γιαννάκη. Ο Άσενμπαχ πλεύρισε έναν κύριο στη ξαπλώστρα που κρατούσε το Θάνατο στη Βενετία. Όσο για την Έμμα, μάζεψε τις δαντέλες της, έκλεισε το ομπρελίνο της, άφησε ένα βαθύ σκοτεινό «αχ» και βυθίστηκε στη Μαντάμ Μποβαρί, που ήταν κάτω από μια κόκκινη ομπρέλα.

Η κυρία Χ., άναυδη, έτρεξε να ξεφυλλίσει το δικό της βιβλίο, για να ελέγξει αν όλοι οι ήρωες της ήταν στη θέση τους. Αφού σιγουρεύτηκε, ετοιμάστηκε να επιστρέψει, για να συνέλθει.

Λίγα βήματα πιο κάτω, «σκόνταψε» στο λευκό μαντήλι του Άσενμπαχ.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.