«Γυμνό» της Στέλλας Παρασχά
Έμεινα δίπλα της να διώχνω τα σκαθάρια. Ημέρεψε με το που έκλεισε τα μάτια. Οι λεπτές γραμμές του προσώπου έσβησαν. Λευκές τρίχες, ξεχασμένα πούπουλα ύστερα από ξεκαρδιστικό μαξιλαροπόλεμο σα να φώτιζαν τα μυστικά της. Πώς θα μπορούσε αυτή η γυναίκα-αρμονία να υψώσει τη φωνή της; Να ουρλιάξει με όλη της τη δύναμη; Να χτυπήσει τα χέρια στο τραπέζι, τόσο ώστε να κάνει το ξύλο ν’ αντηχήσει, και να πει: «Ως εδώ ήταν!»
Έλεγα να πάω στη θάλασσα. Να αφήσω την ευγενική μορφή της πάνω στην ψάθα, εκεί όπου την απίθωσε ο λίβας των επιθυμιών. Τότε ήταν που είδα τα σκαθάρια. Έφτασαν κατά δεκάδες να κάνουν έφοδο στη γαλήνη της. Πιο μικρά απ’ το συνηθισμένο, σκαθάρια της άμμου, και η στραβοκάνικη περπατησιά τους άφηνε ίχνη σαν από ρόδες αθλητικού ποδηλάτου ολόγυρα. Οι κοντινοί αμμόλοφοι είχαν γεμίσει από δαύτα.
Άρχισαν απ’ το χέρι της. Εξείχε λεπτοκαμωμένο με νύχια κομμένα αμυγδαλωτά. Πήραν να σκαρφαλώνουν. Ταράχτηκε. Άλλαξε θέση. Τα μαύρα πλάσματα συνέχισαν ακάθεκτα προς το γυμνό της στήθος – πλούσια υπάκουε στον νόμο της βαρύτητας. Τα εμπόδισα με μια κίνηση του τετραδίου, σαν ξυράφι που γεφυρώνει το κενό μεταξύ κακοποιών. Μερικά ζευγάρωναν καβαλικευτά δυο σπιθαμές απ’ τα δάχτυλα των ποδιών της με πιτσιλιές από ροζ βερνίκι. Βαθύχρωμο, σαν κάτι τριαντάφυλλα ακριβών ανθοπωλείων. Εξαίσια συνθετικό χρώμα, ευχάριστα ζωντανό και νεκρό μαζί. Σε αντίθεση με τους μαύρους μικρούς διαβόλους: σβησμένα μισοφέγγαρα που βάλθηκαν να καταλύσουν την ηρεμία, της οποίας μόλις είχε διαβεί το κατώφλι.
Φορούσε τόσο λίγα. Μαβί εσώρουχο συγκρουόταν με μια υποψία λίπους στην κοιλιά, που καμπύλωνε μεστά, αναγεννησιακά. Μελανά, αμέτρητα, αεικίνητα, τα σκαθάρια είχαν όλη την άνεση να την ταλανίσουν. Να περπατήσουν επίμονα στο μαυρισμένο δέρμα της. Κακά όνειρα να γίνουν στον κόσμο της απέραντης δοτικής λάβας εντός της. Όχι, δε θα τ’ άφηνα.
Τα κύματα του πελάγου βούιζαν πενήντα μέτρα μακριά. Τζιτζίκια, τριζόνια, πράσινο θρόισμα, όλα με καλούσαν να απολαύσω ανενόχλητα τη φύση. Να ξεχάσω πως, παλιά, η ίδια με ένα μήλο σε έναν αχανή κήπο που είχε το όνομα Εδέμ μού είχε φορτώσει την υποχρέωση, την τύψη, τον ψυχαναγκασμό. Όχι, είπα μέσα μου με θυμό, μόλις αντιλήφθηκα την επίθεση στο νωχελικά λάγνο κορμί. Πώς ν’ αφήσω το αθώα τρυφερό δέρμα που κείται δοσμένο στη χαύνωση του μεσημεριού απροστάτευτο;
Όχι, είπα. Το σώμα θέλει και μπορεί να νικήσει. Κι έμεινα δίπλα της εκείνο το καλοκαίρι, λίγο μετά το γιόμα. Κι ας με καλούσαν σειρήνες με κόμη πλεχτή ένα βήμα μακριά, κι ύστερα κι άλλο. Έμεινα δίπλα της να διώχνω τα σκαθάρια.
Η Στέλλα Παρασχά γεννήθηκε αρχές ’80. Μεγάλωσε στην επαρχία. Σπούδασε θέατρο, κινηματογράφο και πολιτιστική διαχείριση. Άλλαξε μπόλικες χώρες και έκανε διάφορες δουλειές είτε από ανάγκη, είτε από περιέργεια. Έμαθε τουλάχιστον τρεις ξένες γλώσσες, κατά τι χειρότερα από τη μητρική της. Παλεύει καθημερινά με όλες τους, χωρίς σίγουρη επιτυχία.