fbpx
«Εγκαταλείψτε το πλοίο» του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή

«Εγκαταλείψτε το πλοίο» του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή

Ταξίδευα πάνω σε καλοσύνη απόλυτη. Γύρω μου, τοίχος το μπλε. Όποια ρότα κι αν έβαζα, κατέληγα εκεί και ύστερα πίσω.

– Τι κάνουμε εδώ; ρώτησα τον καπετάνιο.

– Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, είπε με ύφος.

Κινήθηκα προσεχτικά και βρέθηκα στην πρύμνη. Κοίταξα κάτω. Νερά με απόλυτη διαύγεια. Βυθός –εικόνα του τοίχου– και ψάρι μηδέν. «Κρύβονται», αναλογίστηκα και θέλησα να τα προκαλέσω. Έψαξα μέσα στην τσέπη μου. Ψίχουλα. Πήρα δυο στάλες και τα έβρεξα. Ζύμωσα στην παλάμη μου έναν σβόλο και κοίταξα γύρω να βρω πετονιά. Τι σκάφος και αυτό. Καθάριο, λευκό, σαν μια χαρτοπετσέτα διπλωμένη περίτεχνα. Απόρησα. Τράβηξα μια κλωστή από το πανωφόρι μου και έδεσα στην άκρη το δόλωμα. Το πέταξα μέσα. Μετά από λίγο βαρέθηκα.

– Εδώ δεν ψαρεύετε; Η φωνή μου σκεπάστηκε από ένα απότομο «ντουπ». Γυρίζαμε πίσω.

– Τώρα ρίξ’ το! ακούστηκε η προτροπή.

Ξαναδοκίμασα. Αλλάζοντας θέση. Πήγα στην πλώρη. Κρατούσα τη συρτή γερά και περίμενα.

– Τσίμπησε, τσίμπησε! άρχισα να φωνάζω.

Τέτοια δύναμη; Θα μου έκοβε τα χέρια.

– Κράτα γερά! ακούστηκε και εγώ έδειξα φιλότιμο. Μα δεν μπορούσα να αντέξω. Η αντίσταση ήταν τεράστια. Το καραβάκι άρχισε να πισωγυρίζει και μάλιστα επικίνδυνα.

– Να το αφήσουμε, είπα τρομαγμένος.

– Ποτέ, μου απάντησε.

Τότε με τέχνη έδεσα στη μύτη της πλώρης το βάσανο. Απελευθερώθηκα. Κοίταξα τα χέρια μου, είχαν πληγιάσει.

– Γιατί δεν το κόβουμε; ψέλλισα και κοίταξα πάνω.

Με αντιμετώπισε με αποστροφή. Ήταν θέμα τιμής. Στη διελκυστίνδα νικούσε το ψάρι. Αν και είχε αρχίσει πια να κουράζεται. Ανέβηκε πάνω, μπορούσα πια να το δω. Ένα τεράστιο κεφάλι με μια ουρά πλουμιστή και δύο φούσκες κάτω από τα ολοστρόγγυλα τεράστια μάτια του.

– Τι είναι αυτό;

– Δεν βλέπεις; Χρυσόψαρο.

Τι να έλεγα; Κοιτούσα το κήτος που άφριζε. Βούταγε με ορμή και πιάνοντας πάτο, τράνταζε το σκάφος και εμένα τόσο, που έλεγα τέλος. Μα ύστερα πάλι ξελάσκαρε και ένιωθα ξανά νικητής. Ήταν όμως ανέλπιδο. Το ψάρι με ψάρευε. Με πονηριά έβγαλα το ρούχο μου, ξέλυσα λίγο το κράτημα και να σου ελεύθερος. Ακούστηκε πάλι το «ντουπ». Αυτή τη φορά υπήρχε ο φόβος. Όλο το σκάφος σαν να είχε αρχίσει να λιώνει. Πατούσες και ένιωθες να περπατάς στο νερό. Δεν άργησε και ο τρόμος έγινε παρών. Βουλιάζαμε. Από παντού έμπαιναν νερά και εγώ πανικόβλητος. Έψαξα πάλι στην τσέπη μου. Βρήκα μια δαχτυλήθρα και άρχισα να βγάζω νερά έξω.

– Εγκαταλείψτε το πλοίο, με πρόσταζαν δείχνοντάς μου το επόμενο βήμα.

Πήδηξα. Κρύο νερό και από κάτω το πλουμιστό ψάρι να κάνει τις τσάρκες του. Μέχρι να βγω στην επιφάνεια, όλα είχαν χαθεί. Το πλοίο, χαρτί στον βυθό. Άρχισα τις απλωτές. Κοιτούσα ορίζοντα και έσφιγγα τα δόντια. Μου πήρε ώρα πολλή. Έφτασα μέχρι το τέλος του κόσμου. Γραπώθηκα από τα Ηράκλεια Τείχη και αναρριχήθηκα στην κορυφή τους. Ισορρόπησα προς στιγμήν και ύστερα έδωσα σάλτο και πήδηξα κάτω. Ευτυχώς προσγειώθηκα πάνω σε ένα όμορφο ποίημα.

«Τι πέρασα», σκέφτηκα και χάθηκα στους στίχους του για να ζεσταθώ.

Ο μικρός έβαλε το ψάρι πίσω στην καθαρή γυάλα, άδειασε το νερό της μπλε λεκάνης και μάζεψε το κουφάρι της χάρτινης βάρκας. Με κοίταξε πονηρά και με άφησε να ονειρεύομαι.

 

Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και από το 2000 κατοικεί στην Κυπαρισσία του νότου. Σπούδασε Πολιτικές επιστήμες (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Κοινωνική θεολογία (ΕΚΠΑ). Το 1999 αναγορεύτηκε Διδάκτορας τηςΚοινωνιολογίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο). Έχει εκδώσει αρκετές επιστημονικές μελέτες και έχει πλούσια εργογραφία ως αρθρογράφος (σε εφημερίδες, επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά). Επί σειρά ετών δίδαξε σε τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται επαγγελματικά με τη γη, ως ελαιοπαραγωγός (Ωδή ελαίου – Αγουρέλαιο Τριφυλίας). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2007 με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης. Έκτοτε χρησιμοποιεί το όνομά του. Τελευταίο του βιβλίο είναι Τα καναπεδάκια της ανεργίας (Κριτική, 2016).

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.