fbpx
«Το σακάκι» του Γιώργου Θάνου

«Το σακάκι» του Γιώργου Θάνου

Κάθεσαι στην καρέκλα του,
μου είπαν
[«Ο εκτελεσμένος του καφενείου», Χρήστος Μπράβος]

Γύρισα πίσω, μέχρι το αυτοκίνητο, καθώς ψαχουλεύοντας την τσέπη μου δεν ένιωσα το κλειδί· το είχα ξεχάσει πάνω στην πόρτα. Στο χωριό καπνός έβγαινε από τα μπουχαριά, το χώμα υγρό, στα ρουθούνια μου πρίνοι και ξύλο καμένο. Πριν πάρω την ανηφόρα μέχρι την οικοδομή, έκατσα στο καφενείο για ένα ζεστό.

Μου φέρανε ένα φλιτζάνι νερό βραστό κι ένα φακελάκι κίτρινο, Lipton. Στο δίπλα τραπέζι, το μόνο, μιλούσανε αλβανικά· τα μπατζάκια τους ήταν λασπωμένα, πού και πού τους φεύγανε λέξεις ελληνικές, με βαριά προφορά, μπουκωμένη. Τα μάγουλα κι οι μύτες τους κοκκινίζανε, το ’χανε στρώσει στις μπίρες από νωρίς. Τα εργαλεία τους ήτανε αφημένα σε ένα γιατάκι απέξω. Από το παράθυρο ξεχώριζε ένα ξενοδοχείο παρατημένο στα μπετά, ρημάδι. Οι κορφές ασπρίζανε πέρα μακριά.

Ο καφετζής, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι, έστελνε με μανία μηνύματα στο κινητό και ψευτοχάζευε την τηλεόραση που έδειχνε άνοστα βιντεοκλίπ, με τον ήχο στο δύο. Πού και πού έριχνε προς το μέρος μου κλεφτές ματιές. Τα μαστόρια, αφού πετάξανε –τρίποντο– τα τσιγκάκια στο καλάθι, ζωστήκανε τα φτυάρια και τους κασμάδες τους και φύγανε. Είχε κάμποσες ώρες φως ακόμα, τα κεφάλια μέσα. Δίπλα στην πόρτα, μέχρι το ύψος που άρχιζε το ραμποτέ, στέκανε στοιβαγμένα καφάσια, κόκκινα, πράσινα και μπλε, καρέκλες μονομπλόκ πλαστικές, αναποδογυρισμένες, παλιοκιβώτια χάρτινα. Κι ένας καλόγερος, έρμος και βαρύς, μ’ ένα σακάκι μοναχά κρεμασμένο.

Το κρεμασμένο ρούχο τράβηξε το βλέμμα μου αμέσως. Ήταν σακάκι χειμωνιάτικο, ντρίλινο, σκούρο γκρι. Το έβλεπα αέρινο, σαν να μην είχε ραφές, αλλά την ίδια στιγμή φαινότανε βασταγερό, καμωμένο για σκληρό καιρό· ένιωθες σχεδόν τη ζέστα του κοιτάζοντάς το, σε τύλιγε η θαλπωρή του καλοραμμένου ρούχου. Ήτανε παλιομοδίτικο, σαν από περασμένο αιώνα, μα άστραφτε καινούργιο και κολλαριστό, του κουτιού. Θύμιζε κουστούμι από βεστιάριο, σαν κάποιος να το είχε φτιάξει για ταινία εποχής ή για καμιά θεατρική παράσταση, από αυτές που ανεβαίνουνε σωρηδόν τελευταία.

Όταν απόσωσε με την τηλεόραση και πέρασε με το παλιόπανο το τραπέζι των μαστόρων, ο καφετζής έστησε την καρέκλα του ανάποδα δίπλα στο τραπέζι μου, άνοιξε ένα πενηνταράκι Metaxa και χωρίς να με ρωτήσει, έριξε μια δόση γενναία, σπιτίσια, στο τσάι μου· «για το κρύο», μου έκανε. Κέρασε και τον εαυτό του σε ένα κρασοπότηρο. Έφερε τα στραγάλια του, μου ’χωσε στη χούφτα σταφίδες κι αμύγδαλα. Με ρώτησε «τίνος είσαι», του ’πα ότι είμαι περαστικός, αρχιτέκτονας, για το σπίτι που ανακαινίζανε – τα μάτια του σα να ελαφρύνανε.

Ήτανε εβδομηντάρης, μα φαινότανε κιόλας μεγαλύτερος – το δέρμα του ήταν τραχύ, τα μάγουλά του ασβεστωμένα. Ο Χρόνης κράταγε το μαγαζί χειμώνα-καλοκαίρι, το ’χε από τον παππού του, της μάνας του τον πατέρα. Παλιά έβαζε και τσουκάλι, καμιά σούπα, κάνα μαγειρευτό, μα είναι μερικά χρόνια που αραίωσε ο κόσμος που έρχεται, χειμωνιάτικα, ως εδώ πάνω. Το καλοκαίρι μόνο, στα πανηγύρια, βάζει σούβλα, αρνί.

Στο κεφάλι του είχε ένα καπέλο παππουδίστικο, με αυτιά, που τα ’χε ως κάτω κατεβασμένα· μια παλιόφορμα από τζιν, αποφόρι, γεμάτη τόπους τόπους καρβούνες και σχισίματα, σαν να ’χε φορώντας την πολεμήσει στο μέτωπο, και γαλότσες πλαστικές. Τα χέρια του ροζιάζανε σαν ξύλινα, σχεδόν άκουγα το κομπολόι να χτυπά ανατριχιαστικά κάθε που έβρισκε στα σκελετωμένα δάχτυλα, όσο ο Χρόνης το γύριζε μέσα στην παλάμη του σαν ταχυδακτυλουργός.

«Δε θα με ρωτήσεις;» μου έκανε. «Όλοι με ρωτάνε».

Ήτανε φανερό πως λύσσαγε για κουβέντα· το χνώτο του μύριζε Metaxa, ένα καφάσι ξεχασμένο δίπλα στον καλόγερο ξεχείλιζε άδεια πενηνταράκια. Νόμιζα πως μιλούσε για τη φωτογραφία με τον πλάτανο και την παλιά βρύση, που κρεμότανε λίγο στραβή πάνω από τον πάγκο ή για τα ελαφοκέρατα που, σκοροφαγωμένα, στολίζανε το ρημαδιασμένο τζάκι. Είχα ακούσει ωστόσο για καφενεία σαν κι αυτό διάφορες ιστορίες περίεργες, από συναδέλφους και γνωστούς, και λίγο δαγκώθηκα.

«Το σακάκι ήτανε του πατέρα μου. Όταν σμίξανε με τη μάνα μου το παράγγειλε, κάτω στην πόλη, σε εμποροράφτη – τότε. Του πήρε αυτός τα μέτρα, του το ’ραψε απάνω του καινούργιο κι ο πατέρας μου του μέτρησε λεφτά. Καν δέκα φορές να το φόρεσε, όλες στην εκκλησιά. Ήτανε με τα πρόβατα.

»Ούτε με τους Γερμανούς ανακατώχτηκε ο πατέρας μου, ούτε μετά. Είχε όμως τον αδερφό του, το Φώτη, που ήτανε του διαβόλου η κάλτσα – τον μαγκώσανε ο Εθνικός Στρατός το σαραντεννέα. Μήνα Μάρτη, που σώνανε τα κρύα.

»Στον τοίχο τότε τους στήνανε με τα κυριακάτικα, κι όταν βγήκε το στρατοδικείο, του θειου μου του Φώτη κάπως του κακοφάνηκε που δεν είχε κουστούμι. Μήνησε στον πατέρα μου να του κατεβάσει ρούχα. Με σημείωμα. Ένα σακάκι – τουλάχιστο.

»Μου ’λεγε η μάνα μου –το ’52 γεννηθείς εγώ– πως όταν ήρθε από το ξόδι του θειου μου ο πατέρας μου, κρέμασε το σακάκι εκεί που το βλέπεις ακόμα. Κάθισε ύστερα εκεί που είσαι τώρα εσύ και μέχρι να δώσει ο ήλιος να φύγει, μέσιασε την νταμιτζάνα με το τσίπουρο.

»Μου μολόγησε ο πατέρας μου πριν πεθάνει, πως είχε λαδώσει κάτι φαντάρια, που κομπάζανε πως ήτανε στο απόσπασμα, να μη βαρέσουνε στην καρδιά, αλλά στο κεφάλι, να μη χαλάσουνε τουλάχιστο το σακάκι. Όταν πήρε τον αδερφό του για το ξέντυμα, είδε που το καλό το ύφασμα είχε γεμίσει τρύπες – τον δουλέψανε οι φαντάρακες, φάγανε το χαρτζιλίκι που τους έδωσε στα παλιόσπιτα που ’χε τότε απέναντι από το στρατόπεδο, κόβω το χέρι μου.

»Να, δες και μόνος σου».

Όσο τα δάχτυλά μου γλίστραγαν στη μαλακή φόδρα ψάχνοντας τις τρύπες, ένα αεράκι κρύο δάγκωσε το σβέρκο μου – κάποιο παραθυράκι θα μισάνοιξε. Έξω η ομίχλη έζωνε το χωριό, σβήνοντάς το σιγά σιγά από τον κόσμο, κρύβοντάς το σε σιγή βαθιά.

 

Ο Γιώργος Θάνος γεννήθηκε το 1984 και μεγάλωσε στον Βόλο. Ζει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως παραγωγός ψηφιακού περιεχομένου. Με το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων Τα καύκαλα (Εκδόσεις Ιωλκός, 2019) απέσπασε το βραβείο «Μένης Κουμανταρέας – Καλύτερος Πρωτοεμφανιζόμενος Πεζογράφος 2020» της Εταιρείας Συγγραφέων, ενώ ήταν υποψήφιος στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος Πεζογράφος» στα Λογοτεχνικά Βραβεία 2020 του περιοδικού Αναγνώστης, καθώς και στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος Συγγραφέας» των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας για την ίδια χρονιά. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.