fbpx
«Μια ζεστή αγκαλιά» της Νίκης Σαλπαδήμου

«Μια ζεστή αγκαλιά» της Νίκης Σαλπαδήμου

Περασμένα μεσάνυχτα και ο ύπνος αρνείται πεισματικά να πλαγιάσει μαζί της στο μοναχικό κρεβάτι της, την περιγελά και εξαφανίζεται. Ούτε και τα δυο ποτά τη βοήθησαν να βρει την πολυπόθητη ηρεμία. Τα νεύρα της τεντωμένα, αλύγιστα σύρματα έφερναν σ’ όλο το κορμί της απανωτές ανατριχίλες.

Τόση μοναξιά και βουβαμάρα μέσα στο άδειο σπίτι την τρελαίνει μα πιο πολύ τη φοβίζει. Το δωμάτιο την πλακώνει, λες και χαμήλωσε ξαφνικά το ταβάνι, λες και λιγόστεψε ο αέρας. Τραβά την κουρτίνα και στυλώνει το βλέμμα της σ’ ένα κομμάτι άστερου ουρανού. Πίσω από ένα σύννεφο, που ξάνοιξε λίγο, ψάχνει το δικό της αστέρι, όπως τότε που ήταν μικρή και είχε ξεχωρίσει ένα λαμπερό αστέρι με αχνές ακτίνες γύρω του. Του έγνεφε με το χέρι κι εκείνο τρεμόπαιζε τις ακτίνες του σαν να της έλεγε: «Καληνύχτα, Έφη, θα έρθω να συντροφέψω τα όνειρά σου».

Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Αιώνες τής φαίνονταν, βαρύ φορτίο πάνω στην ψυχή της. Πώς άλλαξε έτσι η ζωή της; Ποιος ανεμοστρόβιλος όρμησε και αναποδογύρισε τη ζωή τους και τώρα ο Άλκης κι εκείνη τραβούν χωριστούς δρόμους; «Γιατί; Γιατί; Γιατί; Δεν του έκρυψα τίποτα, δεν τον τύλιξα σ’ ένα ψέμα», μονολογεί κι ο λυγμός σβήνει τη φωνή της.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός απ’ τον γάμο τους και στο μυαλό της Έφης τρύπωσαν περίεργες ιδέες. Στην αρχή ήταν κάπως μπερδεμένες, αλλά σιγά σιγά ξεκαθάριζαν και κυριαρχούσαν μέσα της. Όταν το συνειδητοποίησε τρόμαξε, αλλά και πάλι δεν παραδεχόταν ότι ίσως βιάστηκε να πάρει μια τόσο καθοριστική απόφαση για τη ζωή της.

Μέρες, μήνες πάλεψε με τον εαυτό της. Βασανίστηκε, ξαγρύπνησε, έζησε τη φωτιά της κόλασης, αλλά δεν άλλαξε γνώμη. Έσφιξε τα δόντια μέχρι που άκουσε τον ανατριχιαστικό τριγμό τους και συνέχισε να ποτίζει τον σπόρο της άρνησης. «Όχι, σε τούτον τον κόσμο εγώ δεν πρόκειται να φέρω ένα παιδί, ένα ακόμα δυστυχισμένο πλάσμα. Θ’ αντισταθώ, θα ματώσω τώρα, παρά να βλέπω το παιδί μου ανυπεράσπιστο σ’ έναν κόσμο, που έχει σπείρει καταστροφή και θερίζει θάνατο. Αρνούμαι να γίνω συμπαίχτης σ’ ένα άθλιο παιχνίδι με παίχτες πιόνια χωρίς κανόνες και όρια».

Στην αρχή ο Άλκης δεν το πήρε σοβαρά. Το είδε σαν φόβο, μια παραξενιά, που είχε τις ρίζες της στη φιλαρέσκειά της. Η Έφη ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και ίσως η εγκυμοσύνη να τη φόβιζε. Το σώμα της θ’ άλλαζε για μήνες, το ίδιο και η ψυχολογία της. Έτσι το πήρε ο Άλκης, επιπόλαια, κι άκουγε τα λεγόμενά της μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, που της έδινε λάθος μήνυμα. Έπαιξε κι ο Άλκης τον ρόλο του σ’ εκείνο το παιχνίδι, που φάνταζε στην αρχή ανόητο καπρίτσιο κι έφτασε να τους βυθίσει σε πέλαγο υποκρισίας. Ναι, φυσικά και έφταιξε! Δεν στάθηκε απ’ την αρχή, αν όχι αρνητικός, μπορεί να μην ήθελε να το παίξει «αφέντης», τουλάχιστον επιφυλακτικός και προσεκτικός στην απόφαση που σφηνώθηκε στο μυαλό της Έφης. Δεν έπιασε την ουσία, το είδε σαν αταξία μικρού παιδιού. Δεν χρειαζόταν δα ν’ ανησυχήσει, γιατί ήταν ένα παιδιάστικο πείσμα, ένα προσωρινό «δεν θέλω»!

Η Έφη όμως το καλλιεργούσε μεθοδικά και πεισματικά ίδιο εξωτικό φυτό σέρας και το έβλεπε να ριζώνει σιγά αλλά σταθερά σαν πρωτόγονη πίστη. «Όχι, δεν θα φέρω σ’ έναν σκληρό κι απάνθρωπο κόσμο ένα παιδί, ένα αθώο πλασματάκι, “να άρει την αμαρτία του κόσμου”. Ένα πλάσμα που κανείς δεν το ρώτησε, αν θέλει να μοιραστεί έναν ψεύτικο “παράδεισο”!» Χαμογελούσε με ναρκισσιστική ικανοποίηση και άκουγε τα λόγια της να την κατακλύζουν σαν χείμαρρος, που ορμούσε από φαλακρό βουνό. Μόνον μια ανεπαίσθητη σκιά μεταμορφωνόταν ύπουλα σε αμφιβολία, έκλεβε το χαμόγελο και τραβούσε τα χείλη της σε ίσια μελανή γραμμή. Απ’ τις βαθιές ρωγμές της αμφιβολίας οι φωνές τρυπούσαν την καρδιά της: «Λάθος, λάθος, λάθος…» βούιζαν οι λέξεις σαν καταρράκτες ποταμού και ύστερα κομματιάζονταν σε ειρωνικά χάχανα σειρήνων.

Κάποιες φορές η αμφιβολία τη βασάνιζε. Ήταν και τα λόγια του Άλκη καρφιά που τη σταύρωναν: «Έλεγα πως ήταν ευαισθησία, φτιασιδωμένη μ’ απομεινάρια ρομαντισμού και περίμενα. Νόμιζα πως θα σ’ άλλαζε η ίδια η ζωή, αν είχες το κουράγιο να την αντικρίσεις κατάματα. Πού να φανταστώ πως βαυκαλιζόσουν μ’ ένα ψέμα!» Τα λόγια του την πλήγωσαν, έθιξαν το αίσθημα ευθύνης, που ήταν για κείνη τρόπος ζωής. Τι ήξερε ο Άλκης από παιδιά; Στη δουλειά του δεν είχε μπροστά του παιδιά, αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές με αριθμούς στην οθόνη τους. Τους μελετούσε, τους σύγκρινε και έβγαζε τα δεδομένα, που ήθελαν οι πρόεδροι, τ’ αφεντικά της πολυεθνικής. Τα παιδιά όμως δεν ήταν νούμερα ούτε ονόματα σε βιβλία Ληξιαρχείου. Πότε είδε τ’ απορημένα ματάκια τους και πόσες φορές διάβασε τα αναπάντητα «γιατί;» τους, που πλήγωναν την καρδούλα τους; Μόνον εκείνη έβλεπε καθημερινά τα μεγαλωμένα απ’ την απορία ματάκια, που ζούσαν τη σκληρότητα της εγκατάλειψης, την απονιά και την αδιαντροπιά εκείνων, που ο Θεός τούς αξίωσε με τη δωρεά της δημιουργίας και αποδείχτηκαν ανάξιοι της δωρεάς Του. Όχι, ο Άλκης δεν είχε χρόνο να έρθει στο σχολείο του Ιδρύματος κι ας δούλευε πέντε χρόνια εκεί.

Η Έφη όμως ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνο το σεπτεμβριάτικο πρωινό, όταν μπήκε για πρώτη φορά στην αίθουσα της πρώτης τάξης και αντίκρισε τ’ αθώα μελαγχολικά ματάκια τους κι ας ήταν προετοιμασμένη! Είχε φροντίσει η διευθύντρια να την προετοιμάσει, γιατί, λέει, τα παιδιά εκεί ήταν αλλιώτικα. Παραξενεύτηκε με τα λόγια της, παιδιά ήταν, τι αλλιώτικο είχαν;

Όταν γύρισε σπίτι ο τόπος δεν τη χωρούσε, βημάτιζε πάνω-κάτω σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Τι θα πει αλλιώτικα και να μην παρασυρθεί; Πώς θα την παράσερναν αυτά τα παιδάκια; Ναι, ήταν αλλιώτικα, εφόσον αλλιώτικα τα έβλεπε ο κόσμος, μαθημένος σε ταμπέλες, να χωρίζει καταπώς τον βόλευε «τα πρόβατα από τα ερίφια». Τούτα τα παιδάκια όμως ούτε πρόβατα ούτε ερίφια ήταν, αρνάκια ήταν, που αποκόπηκαν ξαφνικά από τη μητρική αγκαλιά. Ένιωσε σιχασιά για τη σκληρότητα του κόσμου και περιφρόνηση για τη διευθύντρια, που τόλμησε να ξεστομίσει την άθλια συμβουλή της. Ένα φως άναψε μέσα της, που της έδειχνε τον δρόμο: «Εγώ θα κάνω τα πάντα, θ’ αφιερώσω και την τελευταία ικμάδα της ψυχής και του κορμιού μου γι’ αυτά τα παιδάκια». Το ήθελε τόσο πολύ, που τα μάτια της έπαιρναν μια παράξενη λάμψη σαν να είχε υψηλό πυρετό. Σκόρπια ονόματα κύκλωναν τη μνήμη της: Κική, Μαρία, Γιαννάκης, Θωμάς, Φρόσω, Τάσος, Κατερίνα, Βαγγελίτσα… Όχι, δεν είχε προλάβει να μάθει όλα τα ονόματα, είχε προλάβει όμως απ’ την πρώτη εκείνη μέρα να τα κλείσει στην καρδιά της.

Η Βαγγελίτσα ήταν ένα μικροκαμωμένο κοριτσάκι, με μάτια πελώρια ερωτηματικά, λαμπερά από δικό τους φως, που τ’ αθώο βλέμμα τους καρφωνόταν ίσια στην καρδιά της. Μαγνητισμένη δεν μπορούσε να τραβήξει τη ματιά της κι όταν συνερχόταν χαμογελούσε ντροπαλά και συνέχιζε το μάθημα. Ποιο μάθημα; Ένα παραμύθι λαχταρούσαν ν’ ακούσουν απ’ το στόμα της, για μια μανούλα που τα περίμενε στο σπίτι με φιλιά και χάδια, να σηκώσουν μαζί τη σάκα με τα γράμματα. Να της πουν για τη δασκάλα, που ήταν όμορφη, γιατί είχε ένα στόμα χαμόγελο και μια φωνή τραγούδι. Το άλφα και το βήτα χωρίς γονείς, πώς θα πήγαινε στο ωμέγα;

Αχ, κυρα-δασκάλα, δεν θέλουμε πρώτα γράμματα, την αγκαλιά σου λαχταρούμε. Άνοιξέ τη να χωθούμε μέσα, να μυρίσουμε τη μάνα, που μας απαρνήθηκε. Και το παραμύθι σου θα συντροφεύει τα όνειρά μας τα γκρίζα σαν ελπίδα για ένα χρώμα πιο φωτεινό. Ίσως το παραμύθι βγει αληθινό στο πρόσωπο μιας στοργικής μανούλας, που θα της περισσεύει πολλή αγάπη, να δώσει και σ’ εμάς, για να προχωρήσουμε από το άλφα στο ωμέγα της ζωής.

Πόσα χρόνια είχαν περάσει, όταν αντάμωσε, τυχαία είπε εκείνος, τον Άλκη έξω απ’ το σχολείο την ώρα που σχολούσε; Μπορεί έξι, εφτά, τι σημασία είχε; Τον κοίταξε στα μάτια και μες στο καστανό χρώμα τους διάβασε τη μοναξιά. Καιρός να ενώσουν τις μοναξιές τους κι αν θέλανε μπορούσαν να μην ήταν μόνοι. Τ’ αγγελουδένια προσωπάκια των παιδιών του Ιδρύματος περιμένουν την αγάπη τους.


Η Νίκη Σαλπαδήμου κατάγεται από τη Σκόπελο και ζει στην Αθήνα. Συνεργάζεται με το περιοδικό Νουμάς σε μόνιμη στήλη. Έχει γράψει βιβλία για παιδιά και μεγάλους. Σε συνέδριο στην Καρδίτσα και στο Βελεστίνο ήταν εισηγήτρια για το «Δημοτικό τραγούδι» και «Ο Ρήγας ως λογοτέχνης». Κείμενά της φιλοξενούνται σε διάφορα περιοδικά.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.